Γρηγόρης Γιάνναρος: Τα παιχνίδια μας ήταν μέσα στα πραγματικά χαρακώματα
Εν αρχή ην ο Ντοστογιέφσκι
Στις 5 Αυγούστου 1997 έφυγε από τη ζωή ο πολιτικός και δημοσιογράφος Γρηγόρης Γιάνναρος, ένα από τα επιφανέστερα στελέχη της λεγόμενης Ανανεωτικής Αριστεράς στη χώρα μας.
Ο Γιάνναρος είχε γεννηθεί στη Σαλμώνη Ηλείας στις 29 Απριλίου 1936.
Τελείωσε το Γυμνάσιο στον Πύργο Ηλείας και οργανώθηκε από τα μαθητικά του ήδη χρόνια στην Αριστερά.
Υπήρξε μέλος της παράνομης ΕΠΟΝ, ηγετικό στέλεχος της Νεολαίας ΕΔΑ και ακολούθως μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων «Γρηγόρης Λαμπράκης».
Ο Γιάνναρος σπούδασε οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στη Μόσχα (1966-1970).
Στην περίφημη Διάσπαση του ’68 συντάχθηκε με το «Γραφείο Εσωτερικού», γεγονός που έμελλε να σφραγίσει τη μετέπειτα διαδρομή του.
Ο Γιάνναρος επέστρεψε στην Ελλάδα το 1972 και ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση.
Υπήρξε μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του ΚΚΕ Εσωτερικού και της ΕΑΡ, στη συνέχεια δε μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου.
Εξελέγη τρεις φορές βουλευτής του Συνασπισμού (Ιούνιος και Νοέμβριος 1989, Απρίλιος 1990), ενώ διετέλεσε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπός του.
Στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα (1989-1990) είχε αναλάβει το χαρτοφυλάκιο του αναπληρωτή υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας.
Ο Γιάνναρος, ο οποίος διετέλεσε επί μία δεκαετία (1978-1988) διευθυντής της εφημερίδας «Η Αυγή», ανέπτυξε και συγγραφική δραστηριότητα.
Κατά γενική ομολογία, ο Γιάνναρος υπήρξε ένας εκλεκτός πολιτικός της Αριστεράς, ένας από τους πρωτοπόρους των ιδεών του σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο, ένας από τους πρωταγωνιστές του εγχειρήματος της κομμουνιστικής ανανέωσης στην πατρίδα μας.
Υποστήριξε τις απόψεις του με συνέπεια και προέβαλε αρχές και αξίες της Αριστεράς με πειστικότητα, χωρίς να δεσμεύεται από δόγματα, απολυτότητες και ιδεολογικά στερεότυπα.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει το σχετικό με τον Γιάνναρο υλικό που ανακαλύψαμε στο πολύτιμο αρχείο του δημοσιογραφικού οργανισμού μας, και τούτο διότι αναδεικνύει πτυχές του βίου, της προσωπικότητας και της κοσμοαντίληψης του αειμνήστου πολιτικού και δημοσιογράφου που κάθε άλλο παρά ευρέως γνωστές είναι.
Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τα παιδικά χρόνια του Γιάνναρου, πληροφορίες αντλούμε από δημοσίευμα της εφημερίδας «Τα Νέα» με ημερομηνία 7 Νοεμβρίου 1992. Στο εν λόγω άρθρο, που φέρει την υπογραφή του Γιάννη Ε. Διακογιάννη (1957-2006) και τιτλοφορείται «Γρηγόρης Γιάνναρος: Όταν ήμουν παιδί – Παιχνίδια με σφαίρες», διαβάζουμε μεταξύ άλλων τα εξής:
Τα παιδικά χρόνια του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΣΥΝ Γρηγόρη Γιάνναρου «σφραγίσθηκαν» από τον Εμφύλιο.
«Γεννήθηκα το 1936, πριν γίνει η δικτατορία Μεταξά, στο χωριό Σαλμώνη, οκτώ χιλιόμετρα από τον Πύργο Ηλείας. Αρχαία πόλη η Σαλμώνη, δίπλα στην αρχαία Ολυμπία».
Ο Γρηγόρης Γιάνναρος για να πάει στο σχολείο στον Πύργο περνούσε από πεδία μαχών, ανάμεσα σε αντάρτες και άνδρες των «Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου», τους «Μάυδες».
«Παίζαμε με ό,τι παιχνίδια άφηνε ο Εμφύλιος. Σφαίρες και κάλυκες γίνονταν για μας όπως οι μπίλιες των παιδιών σήμερα. Τα παιχνίδια μας ήταν μέσα στα πραγματικά χαρακώματα. Ήταν η εποχή που όλη η ύπαιθρος είχε διαλυθεί».
Οι γονείς, ο Κώστας και η Γεωργία Γιάνναρου, είχαν βρει ένα σπίτι για τις καθημερινές να μένει ο Γρηγόρης στον Πύργο.
«Από δέκα χρόνων ζούσα μόνος. Ήταν τότε που πηγαινοερχόμουν ανάμεσα στη Σαλμώνη και τον Πύργο. Πέρναγα από τους Μάυδες στους αντάρτες και αντίστροφα. Τρώγαμε και καρπαζιά. Ψάχνανε όλοι για σημειώματα που μπορεί να μεταφέραμε».
Εκείνο όμως που ήταν φριχτό, ήταν οι παρελάσεις και οι εθνικές γιορτές.
«Επρόκειτο για μακάβριες τελετές, ύστερα από σφαγές και εκκαθαρίσεις. Στην κεντρική πλατεία του Πύργου έβαζαν τα πτώματα το ένα πλάι στο άλλο, πτώματα ανταρτών, και μας υποχρέωναν να περνάμε μπροστά να τα βλέπουμε. Και ήταν νέα παιδιά, θρύλοι της Αντίστασης. Βάρβαρες γιορτές, με παράδοση κεφαλών των επικηρυγμένων ανταρτών. Γεγονότα που επηρέασαν καθοριστικά την ψυχολογία μας. Και από τότε άρχισα να ψάχνω, να εμβαθύνω στα γεγονότα, να ακολουθώ κοινωνικές σπουδές».
[…]
Ο Γρηγόρης Γιάνναρος είναι διαλλακτικός πολιτικός. Και αυτό έχει την… ιστορία του.
«Στα φοιτητικά μου χρόνια η Αριστερά ήταν στο περιθώριο. Για να μπεις στο Πανεπιστήμιο ήθελες πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Εμφανίσθηκε η ΕΚΟΦ το ’58-’59. Η Αριστερά για να επιβιώσει χρησιμοποιούσε επιχειρήματα και συμμαχίες. Θυμάμαι στην Ανωτάτη Εμπορική, που, ενώ είμαστε το 5%, πήραμε την πλειοψηφία συνεργαζόμενοι με τον μαρκεζινικό τότε Γιώργο Δαλακούρα, μετέπειτα βουλευτή της ΝΔ. Αυτή η διαλλακτικότητα έσπαγε και την απομόνωση της Αριστεράς».
Ο πατέρας του Γρηγόρη Γιάνναρου ήταν αγρότης. Τον έβαζε να επιστατεί σε δουλειές, αλλά ο Γρηγόρης δεν ήθελε. «Σε παρακαλώ πατέρα», του έλεγε, «απάλλαξέ με».
Μοναχογιός –με δύο αδελφές, την Αθηνά και την Ξανθή «αν και μελαχρινή»– παντρεύτηκε τη Σόνια Τσιτήλου, κόρη του αρχηγού του Δημοκρατικού Στρατού στα Χανιά.
Ο πρώην διευθυντής της «Αυγής» θυμάται τις Μεγάλες Παρασκευές στον Πύργο.
«Επρόκειτο για συγκρούσεις, αναμετρήσεις. Κάθε ενορία κοιτούσε –έτσι ήταν το έθιμο– να κλέψει τον Επιτάφιο της άλλης. Και κάθε παιδί είχε και από… τριακόσιες αυτοσχέδιες κροτίδες. Ο συγχωρεμένος ο Σάκης Καράγιωργας πρωτοστατούσε από τότε στις κροτίδες».
Την ίδια χρονιά, το 1992, λίγο νωρίτερα όμως, στις 14 Σεπτεμβρίου, σε άρθρο που έφερε και πάλι την υπογραφή του Γιάννη Ε. Διακογιάννη, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Συνασπισμού Γρηγόρης Γιάνναρος απαντούσε ως εξής στα ερωτήματα του δημοσιογράφου των «Νέων»:
ΕΡ.: Είναι γλυκός ο καφές με την κ. Μπακογιάννη;
ΑΠ.: Πίνω καφέ με όλους. Οι καλές προσωπικές σχέσεις βοηθάνε την ουσιαστική αντιπαράθεση.
ΕΡ.: Κυβερνητική πολιτική;
ΑΠ.: Συρρίκνωση της δημοκρατίας, διεύρυνση των ανισοτήτων.
ΕΡ.: Η δική σας πρόταση;
ΑΠ.: Το αντίστροφο. Μείωση των ανισοτήτων, διεύρυνση της δημοκρατίας.
ΕΡ.: Πρωινό με τον κ. Παπανδρέου στην Εκάλη ή στη Χαριλάου Τρικούπη;
ΑΠ.: Προτιμώ ένα δείπνο.
ΕΡ.: Μυστικό;
ΑΠ.: Δείπνο εργασίας.
ΕΡ.: Και τι θα συζητήσετε;
ΑΠ.: Τον τρόπο που πρέπει να κυβερνηθεί η Ελλάδα και την προγραμματική δέσμευση που απαιτείται.
ΕΡ.: Τι θαυμάζετε στον κ. Μητσοτάκη;
ΑΠ.: Την… τόλμη του.
ΕΡ.: Κωνσταντίνος Καραμανλής;
ΑΠ.: Ρεαλισμός, γενίκευση, φιλοσοφημένη αφομοίωση πλούσιων εμπειριών.
ΕΡ.: Φλωράκης ή Κύρκος;
ΑΠ.: Ήταν ωραίο όταν ήταν μαζί. Αγαπώ τον Λεωνίδα, αλλά και ο Χαρίλαος έχει τη λεβεντιά του.
ΕΡ.: Μπορεί να γράψετε βιβλίο μαζί με τον Μίμη Ανδρουλάκη;
ΑΠ.: Τα συζητάμε μαζί και τα γράφουμε χώρια.
ΕΡ.: Τζαννετάκης;
ΑΠ.: Ο μειλίχιος και μετριοπαθής πολιτικός.
ΕΡ.: Γεννηματάς ή Αρσένης;
ΑΠ.: Σημειώνω τον βαθύ προβληματισμό, την έρευνα, την αναζήτηση και την αυτοκριτική διάθεση του Γεννηματά.
ΕΡ.: Αλέκα Παπαρήγα;
ΑΠ.: Επιμονή. Ένας μικρός μπουλντόζας της πολιτικής.
ΕΡ.: Ξένος πολιτικός;
ΑΠ.: Ο Μπερλίνγκουερ.
ΕΡ.: Λούξεμπουργκ ή Λένιν;
ΑΠ.: Θα προτιμούσα το συνδυασμό τους.
ΕΡ.: Μουσική;
ΑΠ.: Κλασική, αλλά και Θεοδωράκης και Χατζιδάκις.
ΕΡ.: Σας αρέσουν τα τρένα;
ΑΠ.: Τόσο παρεξηγημένα… Χάνεις τρένο, κερδίζεις τρένο…
ΕΡ.: Πού φτάνουν οι φιλοδοξίες σας;
ΑΠ.: Δεν τις μέτρησα. Και ποτέ δεν ασχολήθηκα με την οριοθέτησή τους.
ΕΡ.: Αναπολείτε τα χρόνια που διευθύνατε την «Αυγή»;
ΑΠ.: Ήταν από τα πιο δημιουργικά της ζωής μου.
Όσον αφορά πάλι την επιρροή που είχαν ασκήσει πάνω στον Γιάνναρο τα βιβλία, τα εν γένει διαβάσματά του, ένα άρθρο των «Νέων» από το 1995 (22/8 για την ακρίβεια), με την υπογραφή της Ειρήνης Καρανασοπούλου, είναι αρκούντως αποκαλυπτικό: εν αρχή ην ο Ντοστογιέφσκι.
«Εάν δεν γνώριζα τα έργα του Ντοστογιέφσκι –θα πρέπει να ήμουν 16-17 χρόνων, στον Πύργο–, πραγματικά δεν ξέρω πώς θα ήμουν σήμερα, αυτός ήταν που με καθόρισε». Ο Γρηγόρης Γιάνναρος εξακολουθεί και σήμερα να διαβάζει, εάν όχι τους ίδιους τους Ρώσους κλασικούς –τα άπαντα του Μαγιακόφσκι, του Πούσκιν και του Ντοστογιέφσκι, στα ρωσικά, βρίσκονται σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη του–, μελέτες για αυτούς.
[…]
Όταν ανακάλυψε τον μαρξισμό –τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Κάουτσκυ, τη Λούξεμπουργκ–, όπως και πολλοί άλλοι της γενιάς του και της Αριστεράς, «παραμέλησε» ελαφρώς τη λογοτεχνία – επέστρεψε και πάλι σε αυτήν τα χρόνια που ζούσε στη Μόσχα, όταν ήταν ο μοναδικός σχεδόν τρόπος ξεκούρασης αλλά και ψυχαγωγίας. Ανακάλυψε τον Τουργκένιεφ κι εκ νέου τον Τσέχωφ, παρακολουθούσε τα μυθιστορήματα που δημοσιεύονταν σε συνέχειες στο περιοδικό «Νόβι Μιρ».
Από τις μεγαλύτερες «γνωριμίες», αναμφίβολα, στάθηκε η Γενιά του ’30 – «είναι από τις ευτυχέστερες στιγμές όχι μόνον της νεοελληνικής λογοτεχνίας αλλά και της κοινωνιολογίας». Ο ίδιος ακολούθησε την παράδοξη διαδρομή της γνωριμίας πρώτα με την τριλογία του Τσίρκα κι έπειτα με τους γίγαντες της Γενιάς του ’30. Υπερτονίζει την κοινωνιολογική διάσταση του μυθιστορήματος, αναφέροντας ως χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την «Μαρία Πάρνη» του Πετσάλη-Διομήδη και το «Κάστρο της μνήμης» του Φακίνου.
Ξεχωρίζει τις γυναίκες που έγραψαν τα τελευταία χρόνια –τη Ρέα Γαλανάκη, την Ευγενία Φακίνου, την Ντόρα Γιαννακοπούλου, την Ζυράννα Ζατέλη–, χωρίς να ξεχνά τους άντρες, τον Μάτεσι, τον Γρηγοριάδη, τον Κουμανταρέα.
[…] Είναι μόνιμος αναγνώστης όλων των ελληνικών εφημερίδων και… σιχαίνεται τα αποκόμματα.
Η τελευταία «επίσκεψη» στο αρχείο μας αφορά δημοσίευμα των «Νέων» που είχαν κυκλοφορήσει στις 7 Αυγούστου 1997. Στη δέκατη σελίδα της εφημερίδας υπήρχε άρθρο σχετικό με την κηδεία του Γρηγόρη Γιάνναρου, που είχε τελεστεί την προηγουμένη στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας.
Αποχαιρετώντας τον νεκρό, μαζί με εκατοντάδες φίλους και συναγωνιστές του, μέσα σε κλίμα διακομματικής θλίψης, ο τότε πρόεδρος του Συνασπισμού, Νίκος Κωνσταντόπουλος, είχε πει για εκείνον τα εξής:
«Ήσουν γεμάτος με όλα τα χαμόγελα και τις πίκρες της Αριστεράς. Ανέδειξες αρχές και ιδέες. Και η πραγματικότητα ανέδειξε την ηγετική σου παρουσία, κι ας βρέθηκες σε δύσκολους και άνισους όρους».
*Το σκίτσο του Γρηγόρη Γιάνναρου που συνοδεύει το παρόν άρθρο ανήκει στον Σπύρο Ορνεράκη και είχε δημοσιευτεί στα «Νέα» το 1992.
- Γαλλία: Ιστορικά χαμηλό ποσοστό δημοτικότητας για τον Φρανσουά Μπαϊρού στη Γαλλία
- Γιορτές στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
- Αγρίνιο: «Συνήθως οι σεισμοί στην Τριχωνίδα έχουν συνέχεια» λέει ο Λέκκας – «Χρειάζεται επιτήρηση»
- Παράταση στην άφιξη Μενσά
- «Good Luck, Babe!»: Πώς το κομμάτι της Chappell Roan έγινε o ύμνος της γενιάς των situationships
- Μπρίτνεϊ Σπίαρς: «Έχω βαριά μελαγχολία, έχω σιχαθεί τόσο πολύ τους ανθρώπους»