Η Ελλάδα και μια μετααμερικανική εποχή
Ένα νέο βιβλίο επιμένει ότι η Ελλάδα μπορεί να διαλέξει μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική
Σε μια εποχή όπου έχουμε αρχίσει να θεωρούμε σχεδόν αυτονόητη τη θέση ότι «εθνικά ορθή» είναι κατά βάση μόνο η ακόμη μεγαλύτερη προσχώρηση της χώρας μας στις «δυτικές» οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές συμμαχίες, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να υπάρχουν βιβλία που υποστηρίζουν ότι η χώρα μας θα έπρεπε να δοκιμάσει ξανά μια πιο ανεξάρτητη πορεία.
Αυτό ακριβώς προσπαθεί να στοχαστεί ο νομικός, διδάκτορας δημοσίου δικαίου και πολιτικής επιστήμης και ερευνητής Θέμης Τζήμας στο βιβλίο του Η Ελλάδα και ο Ελληνισμός στη μετααμερικανική εποχή. Μετά την Ουκρανία τι; (Αθήνα, εκδόσεις Τόπος, 2022).
Η βασική υπόθεση εργασίας του βιβλίου είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδοτεί μια νέα περίοδο, που θα χαρακτηριστεί όχι από τη βέβαιη προοπτική ενός «αμερικανικού αιώνα», αλλά από έναν παρατεταμένο πόλεμο φθοράς για την παγκόσμια ηγεμονία. Σε αυτό το τοπίο η Ελλάδα και η Κύπρος, που ούτως ή άλλως κατά τον συγγραφέα βρίσκονται σε μια διακεκαυμένη ζώνη, δεν πρέπει να κινούνται με τις βεβαιότητες της προηγούμενης «μεταψυχροπολεμικής εποχής», αλλά να δοκιμάσουν μια εναλλακτική εξωτερική πολιτική αρχών.
Συνδυασμός της παράδοσης του ρεαλισμού και του μαρξισμού
Μεθοδολογική αφετηρία του Τζήμα είναι ένας συνδυασμός ανάμεσα σε δύο θεωρητικές παραδόσεις για τις Διεθνείς Σχέσεις. Αφενός, την παράδοση του Ρεαλισμού, που αντιμετωπίζει τις διακρατικές σχέσεις υπό το πρίσμα του συσχετισμού δυνάμεων σε ένα ανταγωνιστικό και συγκρουσιακό περιβάλλον. Αφετέρου, τη μαρξιστική παράδοση και την έννοια του ιμπεριαλισμού που δίνει έμφαση όχι μόνο στην πολιτικοστρατιωτική ισχύ αλλά και την οικονομική και κοινωνική συγκρότηση. Σε αυτές ο συγγραφέας προσθέτει και μια ιδιαίτερη ανεξαρτησιακή όπως την ονομάζει προοπτική, που επαναφέρει στη συζήτηση το ζήτημα της εξάρτησης ως παράμετρο προσδιορισμού της διεθνούς θέσης της χώρας.
Ο Τζήμας εκτιμά ότι «ότι βιώνουμε έναν «μετααμερικανικό» κόσμο, ο οποίος διατρέχεται από την αντίθεση μεταξύ του ολοκληρωμένου ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ και από τον ανολοκλήρωτο –και με ερωτηματικό ως προς την ολοκλήρωσή του- κινεζικό ιμπεριαλισμό, με ενδιάμεσο σταθμό την επανασταθεροποίηση της ρωσικής παρουσίας, κυρίως με στρατιωτικούς και πολιτικούς όρους». Εντός αυτής της αντίθεσης η Ρωσία και η Κίνα αποπειρώνται ένα διαφορετικό «ευρασιατικό» κοσμοσύστημα, απέναντι στον υπό αμερικανική ηγεμονία «παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό».
Ο Τζήμας αποτιμά το μεγάλο κόστος που είχαν τελικά για τις ΗΠΑ οι «αυτοκρατορικοί πόλεμοι» στους οποίους επιδόθηκαν μετά την 11/9, που εξελίχτηκαν σε έναν ιδιότυπο διαρκή πόλεμο με τον οποίο προσπάθησαν να μετασχηματίσουν το διεθνές στερέωμα σύμφωνα με την ιδιαίτερη οπτική τους. Ταυτόχρονα εντοπίζει και τη σημασία που έχει το πέρασμα, με συμπύκνωση τη σύγκρουση στην Ουκρανία, σε μια νέα φάση πολέμων που ουσιαστικά ορίζουν μια σύγκρουση παγκοσμίων δυνάμεων. Κατά τον Τζήμα, η επιλογή των ΗΠΑ είναι μια προσπάθεια ήττας της Ρωσίας δια της εξαντλήσεώς της, κάτι που θα μπορούσε να αποτελεί πλήγμα και για την Κίνα, την ίδια ώρα που η δαιμονοποίηση της Ρωσίας λειτουργεί ως ιδεολογική νομιμοποίηση των επιλογών της Δύσης και του ΝΑΤΟ. Το αποτέλεσμα είναι ένας «παγκόσμιος, σπονδυλωτός και υβριδικός πόλεμος: Σειρά εμμέσων και αμέσων συγκρούσεων, σε διαφορετικά θέατρα επιχειρήσεων, οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ ενόπλων συγκρούσεων παραδοσιακού τύπου και κυβερνοεπιθέσεων. Επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης της άλλης πλευράς και οικονομικές κυρώσεις. Όλα συνθέτουν το παλίμψηστο μια εξελισσόμενης σπονδυλωτής σύγκρουσης σε παγκόσμια κλίμακα.»
Αναζητώντας εθνική στρατηγική
Ως προς τη θέση της Ελλάδας σε αυτό το τοπίο ο Τζήμας ξεκινάει από τις ιδιαιτερότητες της περιοχής μας: το πώς αποτελεί, δηλαδή, ένα πεδίο συνάντησης και σύγκρουσης αντιτιθέμενων παγκόσμιων συμφερόντων, το πώς είναι κρίσιμος ενεργειακός και μεταφορικός κόμβος, τη διαρκή εναλλαγή σχέσεων εξάρτησης και ισχυρών αντιστάσεων σε αυτή, την ύπαρξη ενός παλίμψηστου πολιτισμών και ισχυρών λαϊκών ταυτοτήτων και την ύπαρξη ταυτόχρονα ενοποιητικών και διασπαστικών τάσεων. Κατά συνέπεια για τον Τζήμα «η Ελλάδα βρίσκεται σε μια διακεκαυμένη διεθνοπολιτική ζώνη, που αποτελεί σύνορο μεταξύ των αντίπαλων παγκοσμίων δυνάμεων, κατεστημένων ιμπεριαλιστικών και ανερχόμενων ή αμυντικών αναθεωρητικών». Γι’ αυτό και επιμένει ότι η άσκηση διεθνούς πολιτικής θα απαιτήσει «φαντασία και δυνατότητα κινητοποίησης του “εθνικού” στοιχείου».
Για τον Τζήμα αυτό σημαίνει την ανάγκη μιας πολιτικής που να μην περιορίζεται στα όρια του παραδοσιακού φιλοαμερικανισμού και ευρωπαϊσμού, αποφεύγοντας ταυτόχρονα και τα όρια ενός απομονωτισμού. Αυτό περνάει μέσα από βήματα που να μπορούν ανταποκρίνονται στον πολύπτυχο χαρακτήρα που έχει η έννοια της ισχύος, τόσο στην «σκληρή» όσο και στην ήπια εκδοχή της, δίνοντας έμφαση στην αναβάθμιση της άμυνας με έμφαση σε μικρότερου κόστους αλλά μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας τεχνολογικά προηγμένα συστήματα, τη συνολική παραγωγική ανασυγκρότηση αλλά και σε μια ανασημασιοδότηση της ίδιας της ελληνικότητας. Σε αυτή τη βάση θεωρεί ότι μπορεί να απαντηθεί και η τουρκική επιθετικότητα, ενώ παράλληλα επιμένει ότι χρειάζεται μια στρατηγική «Ελληνισμού» που εκτός των άλλων σημαίνει και επανασύσταση του δόγματος του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας και Κύπρου. Αυτό σημαίνει μια πολιτική για την ειρήνη που δεν θα απεμπολεί κυριαρχικά δικαιώματα και ταυτόχρονα θα αφήνει ανοιχτό το περιθώριο για μια συνεννόηση με τη γείτονα μέσα από προσφυγή στα διεθνή δικαστήρια για το ζήτημα της ΑΟΖ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι πρόκειται για μια σημαντική παρέμβαση. Η τοποθέτηση του συγγραφέα, αυτήν που περιγράφει ως το συνδυασμό μιας ταξικής και μιας εθνικής οπτικής στην αναζήτηση μιας σοσιαλιστικής εξωτερικής πολιτικής, δεν έχει το χαρακτήρα ρητορικής επίκλησης, αλλά τεκμηριωμένης ανάλυσης με εκτενή αναφορά στη βιβλιογραφία πάνω σε αυτά τα ερωτήματα. Το ίδιο το ερώτημα που θέτει, δηλαδή η δυνατότητα μιας εναλλακτικής εξωτερικής πολιτικής, με μεγαλύτερους βαθμούς ανεξαρτησίας αντί για την απλή επένδυση σε ένα φάσμα δεδομένων συμμαχιών και δόκιμο και είναι πραγματικό.
Βεβαίως ταυτόχρονα τέτοιες τοποθετήσεις πυροδοτούν με τη σειρά τους και μια σειρά ερωτήματα που αξίζει να συζητηθούν. Με ποιον τρόπο μπορεί να διατυπωθεί μια θέση περί «Ελληνισμού» σε μια εποχή όπου υπάρχει ανοιχτή συζήτηση για έναν «μετα-εθνικό» ορισμό του λαού, που να λαμβάνει υπόψη και την πολυεθνική σύνθεση των υποτελών τάξεων; Ο τρόπος που διαμορφώνονται πολιτικές και κατευθύνσεις αλλά και ταυτότητες στην Κύπρο, σε ποιο βαθμό μπορεί να συνδυαστεί μα μια οπτική ενιαίου «εθνικού κέντρου»; Η στροφή σε μια πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική πώς μπορεί να συνδυαστεί με το γεγονός μιας παγκόσμιας οικονομίας ολοένα και περισσότερο αλληλεξαρτημένης; Ποια μπορεί να είναι μια κοινωνική συμμαχία γύρω από μια τέτοια πολιτική και πώς θα μπορούσε να απαντήσει στα υπαρκτά κοινωνικά συμφέροντα που συναρθρώνονται με τον τρέχοντα διεθνή προσανατολισμό της χώρας; Προφανώς και αυτά τα ερωτήματα δεν μειώνουν τη σημασία του βιβλίου του Τζήμα, που ούτως ή άλλως είμαι βέβαιος ότι σε επόμενες παρεμβάσεις θα δοκιμάσει να αναμετρηθεί και με αυτά.
- Βασίλης Καρράς: Τι αποκαλύπτει ο βιογράφος του τραγουδιστή έναν χρόνο από τον θάνατο του
- Τα είχα χαμένα! Ο Ρέιφ Φάινς για τη συνεργασία του με τη Τζένιφερ Λόπεζ
- Κουκουβάγια «προσγειώθηκε» στην κορυφή χριστουγεννιάτικου δέντρου – Μπήκε από την καμινάδα
- Επίδομα θέρμανσης: Αύριο η καταβολή της πρώτης δόσης
- LIVE: Πανσερραϊκός – Παναιτωλικός
- Νέα Υόρκη: Η καρδιά της πόλης «χτυπά» στο 2025 – Έτοιμη να υποδεχτεί τη νέα χρονιά