Του Ιωάννη Λ. Κωνσταντόπουλου*

Η κατασκοπεία ως τέχνη ασκείται από την προϊστορία και την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας. Για τους ιστορικούς η κατασκοπεία αποτελεί το δεύτερο αρχαιότερο επάγγελμα, για τους εγκληματολόγους δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα έγκλημα εναντίον της κυβέρνησης ενός κράτους, για τους νομικούς είναι μία παραβίαση του εθνικού και του διεθνούς δικαίου, ενώ για τις σύγχρονες υπηρεσίες πληροφοριών (ως γραφειοκρατίες) και τους αξιωματούχους τους, αποτελεί την άσκηση μίας διαχρονικής τέχνης. Στην εποχή μας, εκείνοι που τη μελετούν ή την ασκούν την ονομάζουν «Πληροφόρηση» (Intelligence) και εκτός από τέχνη, αποτελεί πλέον και επιστήμη.

Αν και δεν υπάρχει συναίνεση μεταξύ των μελετητών και των πραττόντων των Σπουδών Πληροφόρησης (Intelligence Studies) σχετικά με το πώς ορίζεται η Πληροφόρηση, αυτή περιλαμβάνει ένα «εύρος δραστηριοτήτων (από το σχεδιασμό και τη συλλογή πληροφοριών, την ανάλυση και τη διανομή) που διεξάγονται μυστικά και στοχεύουν στη διατήρηση ή την αύξηση της σχετικής ασφάλειας παρέχοντας προειδοποίηση για απειλές ή δυνητικές απειλές με έναν τρόπο που επιτρέπει την έγκαιρη εφαρμογή μίας προληπτικής πολιτικής ή στρατηγικής, περιλαμβανομένων, όπου κρίνεται επιθυμητό, των μυστικών δραστηριοτήτων». Σύμφωνα με την κλασσική διάκριση του Sherman Kent, «πατέρα» της ανάλυσης των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, η Πληροφόρηση αναφέρεται: α) σε ένα είδος γνώσης, β) στον τύπο του οργανισμού που παράγει αυτή τη γνώση και γ) στη δραστηριότητα στην οποία αποσκοπεί αυτός ο οργανισμός.

Παραφράζοντας τον James Madison, εάν οι άνθρωποι ήταν άγγελοι, ή εάν οι άγγελοι κυβερνούσαν τους ανθρώπους, οι υπηρεσίες πληροφοριών δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης και θα έπρεπε να καταργηθούν. Αλλά η κατάσταση αυτή δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Το διεθνές σύστημα εξακολουθεί να είναι άναρχο, εφόσον δεν υπάρχει ανώτατη ρυθμιστική εξουσία πάνω από τα κράτη και δεν έχει δημιουργηθεί ακόμη ένας παγκόσμιος «Λεβιάθαν» ή μία παγκόσμια κυβέρνηση. Από την εποχή του Θουκυδίδη, του Σουν Τσου και του Μακιαβέλλι, έως σήμερα, η γνώση αποτελεί ισχύ και είναι απολύτως αναγκαία προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ορθολογικά και αποτελεσματικά η ισχύς. Οι υπηρεσίες πληροφοριών έχουν εγκαθιδρυθεί από τις κυβερνήσεις για τους ακόλουθους λόγους: α) την αποφυγή του στρατηγικού αιφνιδιασμού, β) την υποστήριξη της διαδικασίας λήψης αποφάσεων από τους διαμορφωτές της πολιτικής (πολιτική ηγεσία) και εκείνους που εφαρμόζουν αυτές τις πολιτικές (στρατιωτική ηγεσία), μέσω συλλογής και ανάλυσης πληροφοριών (από μυστικές και ανοικτές πηγές) με στόχο τη βέλτιστη λήψη πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών αποφάσεων, γ) την προστασία της εθνικής ασφάλειας μέσω της εξουδετέρωσης εχθρικών ενεργειών και της προστασίας ευαίσθητων πληροφοριών (αντι-πληροφόρηση & αντικατασκοπεία) και δ) την παροχή μακροπρόθεσμης γνώσης από έναν εξειδικευμένο γραφειοκρατικό μηχανισμό.

Όμως, εκτός από τις παραπάνω θετικές λειτουργίες των υπηρεσιών πληροφοριών, από τη δράση τους μπορεί να προκύψουν και κάποιες προβληματικές, έως και αρνητικές συνέπειες και ενίοτε, όπως έχει υποστηρίξει ο Καθηγητής Robert Jervis του Πανεπιστημίου Columbia, μπορεί να αποτελέσουν απειλή για τη δημοκρατία. Η δημοκρατία βασίζει τη λειτουργία της σε πέντε κριτήρια: τη διαφάνεια και τη συμμετοχή, τη διάκριση εξουσιών, το κράτος δικαίου, το σεβασμό της ιδιωτικής σφαίρας και την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Τα κριτήρια αυτά έρχονται σε αντίθεση με το βασικό χαρακτηριστικό της πληροφόρησης, τη μυστικότητα. Η δυνατότητα κάθε κρατικού οργανισμού να ελέγχει τις πληροφορίες (τόσο ως αγαθά, όσο και ως γραφειοκρατία) σε μία δημοκρατία, του παρέχει εξαιρετική ισχύ, πόσο μάλλον στην περίπτωση των σύγχρονων υπηρεσιών πληροφοριών που χαρακτηρίζονται από μυστικότητα.

Το δίλημμα που αντιμετωπίζει κάθε δημοκρατία, έχει εύστοχα τεθεί από τον Ρωμαίο ποιητή Δέκιμο Ιούνιο Γιουβενάλη (1ος-2ος αιώνας μ.Χ.): «Αλλά ποιος θα επιβλέπει τους φύλακες;» (Sed quis custodier ipso custodies?). Η απάντηση των κυβερνήσεων των σύγχρονων δημοκρατιών σε αυτό το δίλημμα είναι η εγκαθίδρυση ενός ολοκληρωμένου, πολυεπίπεδου συστήματος επίβλεψης των υπηρεσιών πληροφοριών.

Η επίβλεψη ορίζεται ως ένα «μέσο διασφάλισης της δημόσιας λογοδοσίας για τις αποφάσεις και πράξεις των υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών» και ως η «ενδελεχής έρευνα των δράσεων των υπηρεσιών πληροφοριών, είτε ταυτόχρονα με ένα συμβάν, είτε μετά από αυτό, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αποτελεσματικότητα, η νομιμότητα και η καταλληλόλητα, εκ μέρους του δημοσίου». Στην εξειδικευμένη βιβλιογραφία των Σπουδών Πληροφόρησης διακρίνονται έξι επίπεδα επίβλεψης: η εσωτερική επίβλεψη από τη διοίκηση των υπηρεσιών πληροφοριών, η επίβλεψη από την εκτελεστική εξουσία, η κοινοβουλευτική επίβλεψη, η επίβλεψη από τη δικαστική εξουσία, η εξωτερική επίβλεψη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την κοινωνία γενικότερα και η επίβλεψη από διεθνείς διακυβερνητικούς (π.χ. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) και μη-διακυβερνητικούς οργανισμούς (π.χ. Διεθνής Αμνηστία). Ο σκοπός της επίβλεψης είναι διττός: πρώτον, να εξετάσει την αποδοτικότητα (αποτελεσματική χρήση του δημοσίου χρήματος) των υπηρεσιών πληροφοριών και την ικανότητά τους να φέρουν σε πέρας με επιτυχία την, κρίσιμη για την εθνική ασφάλεια, αποστολή τους, και δεύτερον, να εκτιμήσει την καταλληλόλητα και νομιμότητά τους.

Λόγω χώρου, θα περιοριστούμε στην ανάλυση της κοινοβουλευτικής επίβλεψης, ο ρόλος της οποίας είναι πολυδιάστατος: Πρώτον, το κοινοβούλιο θέτει το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας των υπηρεσιών πληροφοριών και ελέγχει τη συμμόρφωσή τους με αυτό. Δεύτερον, το κοινοβούλιο είναι και εκείνο καταναλωτής πληροφοριών, καθώς χρειάζεται αξιόπιστη, έγκυρη και έγκαιρη πληροφόρηση προκειμένου να εκτιμήσει και να εγκρίνει νομοσχέδια σχετικά με την άμυνα, την ασφάλεια, την εξωτερική πολιτική και την οικονομία. Τρίτον, το κοινοβούλιο επιβλέπει την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών πληροφοριών.

Μία κοινοβουλευτική επιτροπή διαθέτει τα ακόλουθα εργαλεία προκειμένου να επιτελέσει το έργο της: διαμορφώνει το νομικό πλαίσιο λειτουργίας των υπηρεσιών πληροφοριών, ελέγχει τον προϋπολογισμό τους (ο βαθμός ελέγχου ποικίλλει, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο έλεγχος είναι απόλυτος, π.χ. το Αμερικανικό Κογκρέσο κρατάει στα χέρια του το «κλειδί του θησαυροφυλακίου» χρηματοδότησης των υπηρεσιών πληροφοριών), δίνει την αναγκαία και υποχρεωτική συναίνεση για το διορισμό των επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών, προσπαθεί να διαμορφώσει την agenda τους. Η εργαλειοθήκη της περιέχει και κάποια άλλα χρήσιμα εργαλεία: την οργάνωση κλειστών ακροάσεων αξιωματούχων των υπηρεσιών πληροφοριών και ανεξάρτητων ειδικών, τη διεξαγωγή ερευνών από μόνιμες ή ad hoc επιτροπές, τη σύνταξη εκθέσεων, την κατάθεση ερωτήσεων και επερωτήσεων, καθώς και προτάσεων ψηφοφορίας. Επιπροσθέτως, ένα αξιοσημείωτο εργαλείο είναι και η επικύρωση από το κοινοβούλιο διεθνών συμφωνιών που σχετίζονται με ζητήματα ανταλλαγής πληροφοριών και συνεργασίας μεταξύ κρατών.

Οι αναγκαίες και ικανές συνθήκες που πρέπει να πληρούνται για μία αποτελεσματική και ισχυρή επίβλεψη είναι οι ακόλουθες: α) να υπάρχει πολιτική βούληση, β) να έχει διαμορφωθεί το αναγκαίο εκσυγχρονισμένο νομικό πλαίσιο, γ) να έχει δημιουργηθεί μία πολιτική κουλτούρα που θα υπερασπίζεται τη νόμιμη δράση των υπηρεσιών πληροφοριών σε μία δημοκρατία, θα τις ελέγχει και δεν θα τις χρησιμοποιεί για την εξυπηρέτηση στενών κομματικών συμφερόντων, δ) να πρόκειται για μία πραγματικά ανεξάρτητη κοινοβουλευτική επιτροπή, η οποία θα έχει την πλήρη στήριξη του κοινοβουλίου και του λαού, ε) τα μέλη της να διαθέτουν μία αποδεδειγμένη εμπειρία και την απαραίτητη τεχνογνωσία σε όλο το φάσμα των σχετικών δραστηριοτήτων της σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας και πληροφόρησης, έτσι ώστε να μην καταστεί στατική, δύσκαμπτη και ξεπερασμένη, στ) να διαθέτει διερευνητικές εξουσίες, επαρκείς οικονομικούς πόρους και εξειδικευμένο προσωπικό, καθώς και απρόσκοπτη πρόσβαση σε διαβαθμισμένα έγγραφα, ζ) να είναι εφικτή και αποτελεσματική η επιτακτική και πλήρης προστασία της μυστικότητας, η) να καταστεί δυνατή η εκπαίδευση των στελεχών των υπηρεσιών πληροφοριών σχετικά με την αναγκαιότητα και τις διαδικασίες της κοινοβουλευτικής επίβλεψης και να δημιουργηθεί μία «δημοκρατική κουλτούρα», ώστε να επιτευχθεί μία αγαστή συνεργασία με την κοινοβουλευτική επιτροπή.

Ένα βασικό ερώτημα που τίθεται σχετικά με την επίβλεψη των υπηρεσιών πληροφοριών, γενικότερα και με την κοινοβουλευτική επίβλεψη ειδικότερα, είναι το εξής: «Αρκεί ο έλεγχος αυτός για να εξασφαλίσει μία δημοκρατία ότι οι δραστηριότητες και δράσεις των υπηρεσιών πληροφοριών της είναι αποτελεσματικές και συμβατές με τα εθνικά συμφέροντα και την υψηλή στρατηγική, καθώς και σύννομες με το εσωτερικό και το διεθνές δίκαιο;» Η απάντηση που προκύπτει από τη διεθνή βιβλιογραφία και την ιστορία των σύγχρονων υπηρεσιών πληροφοριών, είναι ότι η επίβλεψη δεν αποτελεί πανάκεια, αλλά είναι το καλύτερο που μπορεί να γίνει σε μία δημοκρατία. Άλλωστε, οι υπηρεσίες πληροφοριών αντικατοπτρίζουν τις αξίες και τους θεσμούς μίας δημοκρατίας και μίας κοινωνίας. Θεωρητικά, οι υπηρεσίες πληροφοριών που επιθυμούν να αποκρύψουν μία δράση τους, έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν[1]. Εκμεταλλευόμενες το συγκριτικό τους πλεονέκτημα, τη μυστικότητα, καθώς και τις προνομιακές εξουσίες και μεθόδους που διαθέτουν, μπορούν να συγκαλύψουν τις αντιδημοκρατικές, ανήθικες και παράνομες δραστηριότητές τους, καθώς η γνώση αποτελεί ισχύ και μερικές φορές ο πειρασμός να καταχραστούν αυτή την ισχύ είναι μεγάλος. Για αυτό απαιτείται επαγρύπνηση. Βεβαίως, αυτό εξαρτάται και από την αποτελεσματικότητα της επίβλεψης.

Σε τελική ανάλυση, σε μία δημοκρατία, η εκάστοτε πολιτική ηγεσία καλείται να βρει μία χρυσή τομή, μία ισορροπία, μεταξύ της εξασφάλισης της ασφάλειας από τη μία πλευρά και της προστασίας της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων ελευθεριών και δικαιωμάτων από την άλλη. Σε έναν ιδεατό κόσμο, το καθήκον των διαμορφωτών της πολιτικής και των επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών (οι οποίες υπάγονται απόλυτα στην πολιτική ηγεσία, σύμφωνα με την παράδοση του πρώσου στρατηγού Carl von Clausewitz) είναι η δημιουργία ενός ολιστικού, ισχυρού, ανεξάρτητου, ισορροπημένου και αποτελεσματικού μηχανισμού επίβλεψης, χρησιμοποιώντας και τα έξι προαναφερθέντα επίπεδα επίβλεψης, χωρίς ταυτόχρονα να παρακωλύεται η λειτουργία και οι δραστηριότητες των υπηρεσιών πληροφοριών, οι οποίες στην προσπάθειά τους να παρέχουν ασφάλεια στο κράτος αποτελούν μία από τις πιο κρίσιμες και νευραλγικές κρατικές γραφειοκρατίες. Εξάλλου, η δραστηριότητα των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers), όπως έχουν χαρακτηριστεί, μεταξύ άλλων, ο Daniel Ellsberg και ο Edward Snowden, καθώς και οργανισμών όπως τα WikiLeaks θα συμβάλλουν στην αποκάλυψη των καταχρηστικών πρακτικών και δραστηριοτήτων των υπηρεσιών πληροφοριών, όσο αμφισβητούμενη και εάν είναι η λειτουργία τους.

Η παραπάνω  ανάλυση, ισχύει και για τη χώρα μας, η οποία καλείται να αντιμετωπίσει τόσο παραδοσιακές απειλές (αναθεωρητική Τουρκία), όσο και νέες απειλές [διεθνής (κυβερνο)τρομοκρατία, διασπορά όπλων μαζικής καταστροφής (καθώς και η σύνδεσή τους), παράνομη μετανάστευση/έλεγχος των συνόρων, αποτυχημένα κράτη, διεθνές οργανωμένο (κυβερνο)έγκλημα, πειρατεία, επιβεβαίωση συμμόρφωσης με συνθήκες ελέγχου εξοπλισμών, κυβερνο-επιθέσεις και υβριδικές επιθέσεις, εξασφάλιση οικονομικής ασφάλειας (συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής ασφάλειας), (κυβερνο)οικονομική κατασκοπεία, επάρκεια/ασφάλεια τροφίμων και νερού, κλιματική αλλαγή, πανδημίες] σε ένα διεθνές μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον που δεν αντικατοπτρίζει το «τέλος της Ιστορίας» του Francis Fukuyama, αλλά χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, αστάθεια, ρευστότητα, γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς ανταγωνισμούς, επιστροφή του αναθεωρητισμού και του λαϊκισμού, καθώς και «ξαναμοίρασμα της τράπουλας» στη διεθνή πολιτική.

Η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση καλείται να χρησιμοποιήσει το κρίσιμο εργαλείο που ονομάζεται «υπηρεσίες πληροφοριών» με σωφροσύνη, αποτελεσματικότητα και προς όφελος των εθνικών συμφερόντων της χώρας (ιδιαίτερα της επιβίωσης και της προστασίας της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας). Για να επιτύχει σε αυτή την εθνική προσπάθεια, θα πρέπει να αναδιαμορφώσει τις ελληνικές υπηρεσίες πληροφοριών, με βάση αποκλειστικά τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές (μεταξύ άλλων, είναι επιτακτική η δημιουργία μίας δομής εκπαίδευσης και επιμόρφωσης (Ακαδημία) και η ενδυνάμωση όσον αφορά γενικότερα το προσωπικό) και να θυμηθεί την παράδοση και κουλτούρα των πόλεων-κρατών της Αρχαίας Ελλάδας στον τομέα της πληροφόρησης. Παράλληλα, πρέπει να διαμορφώσει ένα ολιστικό, εκσυγχρονισμένο και αποτελεσματικό πλαίσιο επίβλεψης των υπηρεσιών πληροφοριών, αντλώντας από τη διεθνή εμπειρία, γεφυρώνοντας έτσι το χάσμα μεταξύ πληροφόρησης και δημοκρατίας και επιβεβαιώνοντας για άλλη μία φορά το χαρακτηρισμό της Ελλάδας «ως κοιτίδα της δημοκρατίας». Στο πλαίσιο αυτό, δύο αρχικές προτάσεις αποτελούν, η εγκαθίδρυση, πρώτον, μίας ανεξάρτητης, εξειδικευμένης κοινοβουλευτικής επιτροπής επίβλεψης των ελληνικών υπηρεσιών πληροφοριών και δεύτερον, ενός νέου θεσμού, εκείνου του Γενικού Επιθεωρητή.

Η κρίσιμη σημασία και η εγγενής πολυπλοκότητα του έργου της κοινοβουλευτικής επίβλεψης καθιστά επιτακτική τη θέσπιση μίας ανεξάρτητης, εξειδικευμένης κοινοβουλευτικής επιτροπής που θα επικεντρωθεί μόνον σε αυτή τη λειτουργία. Τα μέλη της θα ορίζονται από τη Βουλή των Ελλήνων, θα αναφέρονται σε αυτήν και θα διαθέτουν εξειδικευμένο προσωπικό και διακριτό προϋπολογισμό. Επίσης, η προτεινόμενη επιτροπή πρέπει να αξιοποιήσει όλα τα προαναφερθέντα εργαλεία που αναλύονται στη διεθνή βιβλιογραφία και πρακτική, διαμορφώνοντας τις βέλτιστες συνθήκες, καθώς και τις αναγκαίες και ικανές προϋποθέσεις για να στεφθεί το έργο της με επιτυχία, χωρίς ωστόσο να παρακωλύει την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών πληροφοριών και διαφυλάσσοντας την εθνική ασφάλεια προστατεύοντας πηγές και μεθόδους.

Ο Γενικός Επιθεωρητής θα ασκεί επίβλεψη εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας και θα έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες: θα εξασφαλίζει τη συμμόρφωση των ελληνικών υπηρεσιών πληροφοριών με την ελληνική νομοθεσία, καθώς και την προστασία των δημοκρατικών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα επιβεβαιώνει την εφαρμογή, αποτελεσματικότητα και συμβατότητα των υπηρεσιών πληροφοριών με τις οδηγίες και κατευθύνσεις της εκτελεστικής εξουσίας, επιθεωρώντας συνεχώς και ενδελεχώς τη λειτουργία τους, διεξάγοντας και εσωτερικές έρευνες. Επίσης, θα επιβεβαιώνει, εάν οι εκθέσεις και αναφορές των επικεφαλής των υπηρεσιών είναι επαρκείς και εάν αποκαλύπτουν οποιαδήποτε δράση ή δραστηριότητά τους που δεν έχει την απαραίτητη αρμόδια έγκριση, είναι μη αναγκαία και επικίνδυνη. Ο Γενικός Επιθεωρητής θα έχει την υποχρέωση να υποβάλλει μία εξαμηνιαία ή ετήσια έκθεση στην νεοσύστατη ανεξάρτητη κοινοβουλευτική επιτροπή, στην οποία θα πρέπει και να αναφέρεται. Επίσης, θα πρέπει να αναφέρει στην εκτελεστική εξουσία τυχόν προβλήματα και να προτείνει κατάλληλες και αποτελεσματικές λύσεις αντιμετώπισής τους. Ο Γενικός Επιθεωρητής θα επιλέγεται από τον Πρωθυπουργό μετά από διαβούλευση με τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και θα διορίζεται μετά από θετική ψήφο των δύο τρίτων του Κοινοβουλίου. Η θητεία του θα διαρκεί πέντε χρόνια, με δικαίωμα μίας επανεκλογής και θα απαλλάσσεται των καθηκόντων του μόνον από τον Πρωθυπουργό. Προκειμένου να επιτελέσει με επιτυχία τα καθήκοντά του, θα διαθέτει πλήρη πρόσβαση στις υπηρεσίες πληροφοριών προκειμένου να διεξάγει έρευνες και να συντάξει εκθέσεις προς την ανεξάρτητη κοινοβουλευτική επιτροπή, εξειδικευμένο προσωπικό, καθώς και τον απαραίτητο προϋπολογισμό. Ο θεσμός αυτός θα είναι υποστηρικτικός προς την διοίκηση των ελληνικών υπηρεσιών πληροφοριών και θα έχει την νομιμοποίηση και της νομοθετικής εξουσίας.

* Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Οικονομικής Διπλωματίας και Διευθυντής του Εργαστηρίου Πληροφόρησης και Κυβερνοασφάλειας στο Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
*

[1] Όπως παραδέχθηκε δημόσια, με έναν κυνικό τρόπο, ο πρώην επικεφαλής της MI6, Sir Colin McColl, όταν εισήχθη ο βρετανικός νόμος για την επίβλεψη των βρετανικών υπηρεσιών πληροφοριών στο Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου, προκειμένου να καθησυχάσει τους πρώην, νυν και μελλοντικούς αξιωματούχους τους: «Η μυστικότητα αποτελεί μία απόλυτη, διαρκή παρακαταθήκη. Είναι σημαντικό για τους ανθρώπους που εργάζονται για μας και ρισκάρουν τις ζωές τους, να παραμείνουμε μία μυστική υπηρεσία. Επιθυμώ να αποστείλω στους ανθρώπους μας ένα σήμα, ότι δεν πρόκειται να αποκαλύψουμε τα πάντα». Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο πρώην Διευθυντής της βρετανικής υπηρεσίας υποκλοπής σημάτων GCHQ, Sir David Omand, όταν υποστήριξε ότι εάν μία υπηρεσία δεν επιθυμεί να σου αποκαλύψει κάτι, δεν θα μάθεις ποτέ γι’ αυτό.