Όταν η φίλη σου παίρνει τηλέφωνο για να πει: «Ο μαλ@κας σκότωσε τη μάνα μου»…
«Ο μαλ@κας σκότωσε τη μάνα μου γιατί του είπε ότι θα τον χωρίσει»
- Οι πριγκίπισσες της Disney κινδυνεύουν σύμφωνα με ένα νέο σατιρικό επιστημονικό άρθρο
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
«Ο μαλ@κας σκότωσε τη μάνα μου». Και ξαφνικά όσα γράφεις παρατηρώντας από μακριά, μπαίνουν σπίτι σου. Το βίντεο που έχει ανέβει στις ιστοσελίδες, η ιστορία για τη γυναίκα που σκότωσαν «μπροστά στον κόσμο», δεν είναι κάτι ξένο. Αποκτά σάρκα και οστά. Είναι ένας άνθρωπος, μια γυναίκα που ξέρεις. Που σε έχει πάρει αγκαλιά. Που έχετε γελάσει μαζί. Που έχετε συγκινηθεί μαζί. Που γνωρίζεις τη μυρωδιά της. Τη ζεστασιά της. Τις αδυναμίες της. Τα ελαττώματα της. Την τόση αγάπη που έδινε σε αυτούς που αγαπάει. Αυτούς που την αγαπάνε.
Το μήνυμα στο τηλέφωνο ήταν ένα link με την είδηση. Η φωτογραφία στο whatsapp δεν φαινόταν τόσο καλά και στις 8 το πρωί της Κυριακής μου επέτρεψε να το αγνοήσω για λίγο. Νόμιζα ότι ήταν απλά ένα μήνυμα σαν αυτά που ανταλλάσσουμε για να μη χάσουμε κάποια είδηση. Ήταν το πρώτο μήνυμα που άνοιξα όταν ξύπνησα. Για να δω τη φωτογραφία ενός ανθρώπου δικού μου. Με τίτλο «δολοφονία γυναίκας σε καφετέρια στο Καντίκιοϊ».
Όταν δεν ξέρεις τι να πεις
«Ο μαλ@κας σκότωσε τη μάνα μου γιατί του είπε ότι θα τον χωρίσει». Το μήνυμα που ακολούθησε ένα χαζό, άθλιο και τιποτένιο «τι έγινε;» που κατάφερα να γράψω, αφού το τηλέφωνο δεν απαντούσε. Συνεχίζοντας να κοιτάω τη φωτογραφία σαν χαζή. Και να συνειδητοποιώ πόσο μοιάζει η αγαπημένη μου φίλη στη μάνα της. Στη μάνα της που δεν υπάρχει πια. Στη μάνα της που δεν υπάρχει πια γιατί κάποιος αποφάσισε ότι αφού δεν τον ήθελε στη ζωή της, έπρεπε να της στερήσει τη δική της ζωή. Στη μάνα που της στέρησε αυτός.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου κόβεται η ανάσα. Και όταν επιτέλους χτυπάει το τηλέφωνο, δεν ξέρω αν μπορώ να το σηκώσω και να είμαι αυτό που πρέπει εκείνη τη στιγμή. Να πω τα σωστά. Να μην κλάψω. Να την ηρεμήσω. Να μην την εξοργίσω. Δεν ξέρω πώς να είμαι εκεί. Δεν ξέρω αν κλαίω γιατί είμαι θυμωμένη. Δεν ξέρω αν είμαι κυρίως εξοργισμένη. Δεν ξέρω τι να της πω. Ξέρω μόνο ότι δεν είμαι εγώ. Και μιλάω σαν να μην είμαι εγώ.
Λέω τα κλασσικά. Τα κλισέ. Και ντρέπομαι. Γιατί στην πραγματικότητα θέλω να ουρλιάξω. Θέλω να της πω ότι έχει δίκιο. Δίκιο για όλα όσα νιώθει και ακόμα περισσότερα. Γιατί ακόμα και να πάει φυλακή αυτός, η μάνα της δεν θα έρθει πίσω. Γιατί ότι και να γίνει αυτός δεν θα πονέσει όπως αυτή. Γιατί ότι και να γίνει αυτός δεν θα τρομάξει όσο αυτή η γυναίκα τα τελευταία λεπτά της ζωής της που τον παρακαλούσε πεσμένη στο πάτωμα. Γιατί ούτε εγώ μπορώ να νιώσω πόσο πολύ φοβήθηκε. Μπορώ μόνο να το φανταστώ. Κι αυτό από το φόβο που ένιωσα εγώ βλέποντας εκείνα τα τελευταία λεπτά από τις κάμερες ασφαλείας.
Όταν δεν ξέρεις πώς μπορεί να νιώθει
Δεν μπορώ να πλησιάσω καν στο πώς νιώθει η κόρη της, κι ας έχει σταθεί δίπλα μου τόσες φορές, σε δύσκολα, πολύ δύσκολα και εύκολα, σε πολύ χαρούμενα και απόλυτα ευτυχισμένα. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς νιώθει ένας άνθρωπος που για πάνω από 10 χρόνια έχουμε ζήσει τόσα μαζί. Που έχουμε μιλήσει για τα πιο σοβαρά και τα πιο ανόητα. Για όσα μας τρομάζουν και όσα μας κάνουν να νιώθουμε καλά. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς νιώθει. Δεν μπορώ να μπω στη θέση της. Δεν μπορώ να την παρηγορήσω. Γιατί νιώθω θυμό.
Γιατί αυτός ο άνθρωπος έφερε ένα από τα χειρότερα εγκλήματα σπίτι μου. Σκότωσε μια μάνα που ήξερα. Ακόμα χειρότερα. Σκότωσε τη μάνα ενός ανθρώπου που αγαπάω τόσο πολύ. Εγωιστικό; Ναι. Γιατί όταν έρθει σπίτι σου το νιώθεις περισσότερο. Καταλαβαίνεις ότι μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Στη μάνα σου σε εσένα. Στη φίλη σου. Στο παιδί σου.
Ακόμα και τώρα προσπαθώ να βάλω τις σκέψεις μου σε σειρά. Να επιστρατεύσω τη λογική. Να σκεφτώ δημοσιογραφικά. Και απλά δεν γίνεται.
«Μια γυναίκα δεν το κάνει τόσο εύκολα όσο ένας άντρας. Γιατί σκέφτεται λογικά» θα μου απαντήσει μια άλλη μάνα. Σχεδόν δεν την ακούω. Δεν θέλω να ακούω.
Βλέπω συνέχεια την εικόνα. Την κυρία Μιχριμπάν καθισμένη στο πάτωμα της καφετέριας, να τρέμει. Κι αυτός από πάνω της να ουρλιάζει. Και κανείς να μην κάνει τίποτα.
«Καθαρή γυναικοκτονία», η ψυχρή διαπίστωση των υπολοίπων. Κι εκεί όπως κι εδώ. Και μετά από αυτή την γυναικοκτονία μετράω ακόμα πόσες αγκαλιές θα μείνουν άδειες. Πόσοι θα στερηθούν αυτή την αγκαλιά. Με την κόρη και την εγγονή της πρώτες απ’ όλους…
Και με θυμώνει ακόμα περισσότερο το ότι ο θάνατος της σε λίγο καιρό θα είναι για το κράτος της Τουρκίας, όπως θα ήταν και για το ελληνικό κράτος, ένας ακόμα αριθμός σε μία στατιστική. Και ίσως υπάρχουν και κάποιοι αχρείοι να αναρωτηθούν «ναι αλλά κι αυτή τι του είπε»…
Και ντρέπομαι. Εγώ για όλους τους άλλους. Και φοβάμαι. Εγώ για όλες τις άλλες. Και θυμώνω…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις