Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης με τον δρα Χαράλαμπο Καλοδήμο (Το Βημα της Κυριακής 13 Αυγούστου σελ. 4-6) και καθώς παρακολουθούσα τον χαρισματικό αυτόν επιστήμονα να μιλάει με ζέση για τη δουλειά του, δύο λεξούλες είχαν καρφωθεί στο μυαλό μου – brain drain! Ο εκ Θεσσαλίας ορμώμενος και απόφοιτος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ερευνητής αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του ιδιότυπου εξαγώγιμου ελληνικού «προϊόντος» που θα μπορούσε να περιγραφεί ως εξής: νέος, καλά εκπαιδευμένος επιστήμονας με λαμπερό πνεύμα και αστείρευτη διάθεση να αναμετρηθεί με δύσκολα επιστημονικά προβλήματα.

Εχει υπολογισθεί ότι η χώρα μας ζημιώνεται πολλαπλώς από την εξαγωγή επιστημόνων καθώς αφήνει ανεκμετάλλευτο το κεφάλαιο που έχει επενδύσει στην εκπαίδευσή τους, ενώ ενίοτε πληρώνει αδρά για να αποκτήσει τους καρπούς των κόπων τους. Μήπως όμως αυτό είναι η μισή αλήθεια; Ρωτήσαμε τον δρα Καλοδήμο αν θα μπορούσε να επιτύχει στη χώρα μας όσα πέτυχε στο εξωτερικό και η απάντησή του ήταν ένα ξεκάθαρο «όχι!».

Δυστυχώς θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι όλα αυτά τα λαμπερά πνεύματα που τιμούν τη χώρα στην αλλοδαπή θάλλουν σε ένα περιβάλλον που είναι δομημένο ακριβώς για να αφήνει τη ευφυΐα να ανθίσει. Ενα περιβάλλον που στην Ελλάδα σπανίζει και εκεί που υπάρχει δεν είναι αποτέλεσμα στρατηγικών επιλογών της πολιτείας αλλά της δουλειάς φωτισμένων επικεφαλής ερευνητών με προϋπηρεσία στην αλλοδαπή και αντίστοιχη κουλτούρα.

Φυσικά υπάρχουν και αντικειμενικοί λόγοι για αυτή την έλλειψη: είναι αδύνατον να εξασφαλισθούν για την ελληνική έρευνα πόροι αντίστοιχοι με αυτούς ισχυρών οικονομιών όπως των ΗΠΑ ή της Γερμανίας. Ακριβώς όμως επειδή δεν έχουμε αφθονία οικονομικών πόρων θα πρέπει να είμαστε φειδωλοί με ό,τι έχουμε και να το αξιοποιούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Tα τελευταία 30 χρόνια, όλες οι πολιτικές δυνάμεις διατρανώνουν πως «η έρευνα είναι μοχλός ανάπτυξης». Και παρά το γεγονός ότι χορτάσαμε από συστάσεις επιτροπών και εισηγήσεις, η έστω πενιχρή στήριξη της έρευνας από την Πολιτεία στερούνταν στην πλειονότητα των περιπτώσεων μακρόπνοου κεντρικού στρατηγικού σχεδιασμού. Και το χειρότερο: κάθε νέα κυβέρνηση αρέσκεται να «γκρεμίζει» αυτά που έχτισε η προηγούμενη κατασπαταλώντας δημόσιο χρήμα και δημιουργώντας ένα κλίμα ανασφάλειας ιδιαίτερα στους νέους ερευνητές.

Αντί λοιπόν να χύνουμε κροκοδείλια δάκρυα για τους «Καλοδήμους» που χάνουμε, καλύτερα να φροντίσουμε με συνέπεια και συνέχεια να δημιουργήσουμε το περιβάλλον που θα εξασφαλίζει ότι η επιστροφή τους δεν θα ισοδυναμεί με σύνθλιψη του δυναμικού τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟ ΒΗΜΑ