Απόλυτη φρίκη: Τη βίασαν οι Τούρκοι – Την υποδέχτηκαν ως «χαλασμένη» οι συγχωριανοί της
Η Ιωάννα, το πραγματικό όνομα της οποίας είναι άλλο, γλίτωσε μαζί με τη φίλη της χάρη σ’ έναν τουρκοκύπριο στρατιώτη. Η ιστορία της συγκλονίζει.
Στην εισβολή ήταν μόλις 15 χρονών. Oλα αυτά τα χρόνια δεν μίλησε ποτέ για όσα έζησε, τους αλλεπάλληλους βιασμούς που υπέστη, την εγκυμοσύνη και την αποβολή της, αλλά και την απίστευτη φρίκη που βίωσε στις ελεύθερες περιοχές αφού εθεωρείτο «χαλασμένη», όπως εξηγεί.
«Είμαι μία από τις 700»
«Είμαι η […] και είμαι μία από τις περίπου 700 γυναίκες που βίασαν οι Τούρκοι». Αυτή ήταν η πρώτη της φράση όταν πρωτοσυναντηθήκαμε, συνοδευόμενη από άγχος, συστολή και το ερώτημα «τι θέλεις να μάθεις για εμένα;».
Δείτε ακόμα – Συγκλονιστική μαρτυρία: Με έπαιρναν μωρό στα 14 μου οι Τούρκοι και με βίαζαν κάθε νύκτα, για μήνες
Η «Ιωάννα» σήμερα είναι 63 ετών, τότε ήταν μόλις 15. Ενα κορίτσι αγνό, που του άρεσε να διαβάζει και ήταν πάντα μες στο χαμόγελο. Το χαμόγελό της όμως, όπως λέει η ίδια, είχε ημερομηνία λήξης.
«Οσοι ζήσαμε την περίοδο της εισβολής για μεγάλο χρονικό διάστημα χάσαμε το χαμόγελό μας. Η διαφορά είναι ότι το δικό μου δεν επανήλθε ποτέ», είπε η Ιωάννα, η οποία αποφάσισε μετά από χρόνια να μιλήσει γι’ αυτά που βίωσε εκείνη την περίοδο.
«Δεν βρίσκω τα λόγια»
Η ίδια δέχτηκε να μιλήσει ύστερα από πρόσκληση του «Π», με την παράκληση ωστόσο να μην χρησιμοποιηθεί το πραγματικό της όνομα. Ενδεικτικό του πόσο δύσκολα πέρασαν, και συνεχίζουν να περνούν αυτές οι γυναίκες, το γεγονός ότι η Ιωάννα δεν ήταν μόνη της αλλά μαζί με μια φίλη της, τη Μαρία, η οποία αρνήθηκε να μας μιλήσει.
Στην πρόσκληση του «Π» για να προβληθεί η ιστορία των δύο γυναικών, η ίδια απάντησε ότι δεν αισθάνεται ακόμα έτοιμη να μιλήσει. «Δεν είμαι έτοιμη. Δεν βρίσκω τα λόγια να περιγράψω τη φρίκη που ζήσαμε», ανέφερε επί λέξει.
Εμειναν πίσω
Η ιστορία των δύο γυναικών, οι οποίες μέχρι και σήμερα παραμένουν φίλες, ξεκινά λίγο μετά τη δεύτερη εισβολή. Τότε ζούσαν μαζί με τις οικογένειές τους σ’ ένα χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, το οποίο είχε σχεδόν ερημώσει. Το βράδυ πριν τη δεύτερη εισβολή, τούρκοι στρατιώτες είχαν πιάσει αιχμάλωτο τον πατέρα της Ιωάννας.
Την επομένη δόθηκε οδηγία στους κατοίκους του χωριού να φύγουν, με τη μητέρα της Ιωάννας να ανησυχεί ότι σε περίπτωση που ο άντρας της επέστρεφε δεν θα έβρισκε κανέναν και δεν θα ήξερε προς τα πού να τους ψάξει.
Οπως λέει η Ιωάννα, είχε την ψευδαίσθηση ότι ο άντρας της, βοσκός στο επάγγελμα, χάθηκε κάπου στη διαδρομή και ότι αργά ή γρήγορα θα επέστρεφε. Η Ιωάννα, η οποία είναι η μεγάλη κόρη της οικογένειας, έπεισε τη μητέρα της, έγκυος τότε στο 6ο της παιδί, να πάρει τα μικρά και να πάνε στη θεία τους.
«Είπα της ότι όταν θα έρθει σπίτι ο παπάς θα τον έπιανα και θα πηγαίναμε να τους βρούμε», θυμάται η Ιωάννα, η οποία μέχρι και σήμερα δεν μετανιώνει που έμεινε πίσω καθώς γνωρίζει ότι αν δεν γινόταν αυτό η μητέρα της και τα αδέρφια της θα κινδύνευαν.
Οπως η Ιωάννα έμεινε πίσω για να περιμένει τον πατέρα της, έτσι και η Μαρία έμεινε πίσω για να φροντίσει τη γιαγιά της. Η Μαρία ήταν 14 ετών και το σπίτι της γιαγιάς της ήταν ακριβώς δίπλα από το πατρικό της Ιωάννας.
Οπως εξηγεί η Ιωάννα, το αυτοκίνητο του πατέρα της Μαρίας δεν χωρούσε μέσα όλη την οικογένεια, με τη Μαρία και τη γιαγιά της να μένουν πίσω. «Η Μαρία πίστευε ότι ο πατέρας της θα καταφέρει να επιστρέψει και με παρακαλούσε να πάω και εγώ μαζί τους», ανέφερε η Ιωάννα.
Καταφύγιο στην αποθήκη
Οι δυο τους βρισκόντουσαν στην αυλή του σπιτιού της Μαρίας όταν άκουσαν τους στρατιώτες να πλησιάζουν. «Δεν ξέραμε αν ήταν δικοί μας στρατιώτες ή Τούρκοι και δεν ξέραμε τι να κάμουμε», λέει η Ιωάννα, για να συμπληρώσει ότι βρήκαν προσωρινό καταφύγιο στην αποθήκη.
Η πόρτα της αποθήκης ήταν παλιά και δεν γινόταν εύκολα αντιληπτή, καθώς μπροστά υπήρχε μια συκιά. Οι Τούρκοι μπήκαν μέσα στο σπίτι και το λεηλάτησαν, με τα δύο κορίτσια να κρατούν την ανάσα τους φοβούμενες ότι μια κίνησή τους θα σήμαινε και τον θάνατό τους.
Βλέποντας τη γιαγιά της να δολοφονείται
Κρυμμένες μέσα στην αποθήκη άκουσαν τη γιαγιά της Μαρίας να φωνάζει και να οδύρεται. Οι Τούρκοι είχαν μπει στο σπίτι της και την έσυραν με το ζόρι στην αυλή. Η Μαρία και η Ιωάννα παρακολουθούσαν τη σκηνή από μια τρύπα στον τοίχο.
Μια τόση δα, μικρή τρύπα, η οποία στην προκειμένη περίπτωση ήταν κάτι παραπάνω από αρκετή για να δουν τη γιαγιά να πέφτει νεκρή από τις σφαίρες των Τούρκων. Προηγουμένως την είχαν ρωτήσει σε άπταιστα ελληνικά πού είναι οι άλλοι, με τη γιαγιά να αρνείται να τους απαντήσει.
Η Μαρία βλέποντας τη γιαγιά της να δολοφονείται δεν άντεξε και ούρλιαξε. «Της έκλεισα το στόμα αμέσως και από μέσα μου προσευχόμουν στον Θεό να μην μας άκουσαν», λέει με δάκρυα στα μάτια η Ιωάννα. Οι τούρκοι στρατιώτες όχι μόνο τις άκουσαν αλλά μπούκαραν στην αποθήκη. Τις άρπαξαν και τις τράβηξαν έξω.
«Τώρα θα σε μάθω εγώ να μιλάς»
«Μας πέταξαν κάτω λες και ήμασταν ζώα», επισημαίνει η Ιωάννα, για να συμπληρώσει ότι ενώ στην αρχή φοβόταν ότι θα τις σκότωναν δεν έδειχναν να είχαν τέτοιες προθέσεις.
«Μιλούσαν μεταξύ τους στα τουρκικά και έλεγαν ότι ήθελαν να μας πάρουν μαζί τους και κάτι άλλα χυδαία τα οποία δεν καταλαβαίναμε αλλά αντιλαμβανόμασταν από τις κινήσεις τους», εξήγησε η Ιωάννα, η οποία τόλμησε να σηκώσει κεφάλι και να ρωτήσει τι είχαν σκοπό να τους κάνουν.
«Σηκώθηκα πάνω και είπα τους να μας λυπηθούν. Ο ένας ο στρατιώτης τότε με άρπαξε από τα μαλλιά και μ’ έσυρε μέχρι το αυτοκίνητό τους», θυμάται η Ιωάννα, σημειώνοντας μάλιστα ότι μέχρι να την πετάξει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου δεν σταμάτησε να τη βρίζει και να της φωνάζει στα τουρκικά.
«Τώρα θα σε μάθω εγώ να μιλάς», ήταν η πρώτη ελληνική φράση που άκουσε από το στόμα του η Ιωάννα, την οποία βίασε πρώτα από όλους ο αξιωματικός μέσα στο αυτοκίνητο.
Δίπλα από τη νεκρή γιαγιά της
Παρών στον βιασμό ήταν και ένας στρατιώτης ο οποίος κρατούσε τα χέρια της Ιωάννας και ενίοτε τη χτυπούσε για να σταματήσει να φωνάζει και να αντιστέκεται.
«Εφώναζά τους να με λυπηθούν και εκείνοι γελούσαν περιπαιχτικά», δήλωσε η Ιωάννα, η οποία μέχρι και σήμερα έχει κενά μνήμης από τις ημέρες που πέρασε μαζί με τη φίλη της στα χέρια των Τούρκων.
Μετά τον αξιωματικό ήρθε και η σειρά του στρατιώτη, ο οποίος προηγουμένως της κρατούσε τα χέρια, με την Ιωάννα να σημειώνει ότι δεν είχε πια δύναμη να αντισταθεί. Εκείνη την ημέρα δεν βιάστηκε μόνο η Ιωάννα, αλλά και η Μαρία.
Η Μαρία, σύμφωνα με τα λεγόμενα της φίλης της, βιάστηκε για πρώτη φορά δίπλα από τη σορό της γιαγιάς της.
«Οταν την έφερναν η Μαρία είδε τη σορό της γιαγιάς της και έτρεξε προς το μέρος της. Τότε 2-3 στρατιώτες την άρπαξαν και την έριξαν κάτω, στο έδαφος. Τη βίασαν δίπλα από τη γιαγιά της, της οποίας τα μάτια είχαν μείνει ανοιχτά.
»Η Μαρία φώναζε και εμένα μου είχαν βάλει το όπλο στο κεφάλι ενώ με πήγαν κοντά της και με ανάγκασαν να βλέπω τι έκαναν στη φίλη μου», ανέφερε η Ιωάννα.
Στη συνέχεια, τις έβαλαν και τις δύο στα αυτοκίνητα και τις μετέφεραν στον αστυνομικό σταθμό του χωριού. «Μας πέταξαν μέσα σ’ ένα κελί και μας άφησαν εκεί για ώρες χωρίς φαγητό και νερό», δήλωσε η Ιωάννα, επισημαίνοντας πως ο φόβος για το τι θα τους συνέβαινε στο εξής ήταν μεγαλύτερος από την ανάγκη τους για φαγητό.
Η μυρωδιά του κτήνους
Αφού είχε νυχτώσει καλά και με τις δύο κοπέλες να κοιμούνται αγκαλιά εξαντλημένες από το κλάμα, στο κελί τους επισκέφθηκε ένας νέος αξιωματικός, ο οποίος ζήτησε από τους στρατιώτες να τις κάνουν μπάνιο και να του τις «ετοιμάσουν».
Ετσι κι έγινε. Οι στρατιώτες έδωσαν στα κορίτσια καθαρά ρούχα, νερό και σαπούνι για να πλυθούν.
«Οσο εμείς προσπαθούσαμε να καθαρίσουμε τη μυρωδιά του κτήνους από πάνω μας, τόσο εκείνοι μας έπαιρναν απροκάλυπτα μάτι», λέει η Ιωάννα. Ενας εκ των στρατιωτών φαίνεται να κατέβασε το παντελόνι του και να αυνανιζόταν μπροστά τους, με τις δύο κοπέλες να γυρίζουν από την άλλη για να μην βλέπουν.
Αργότερα τις πήγαν στο δωμάτιο του αξιωματικού, ο οποίος αφού της ξεγύμνωσε επέλεξε τη Μαρία για να του κάνει παρέα. «Εμένα μ’ έσυραν πίσω στο κελί, από το οποίο άκουγα καθαρά τις φωνές και τα κλάματα της Μαρίας», θυμάται η Ιωάννα, η οποία για άλλη μία φορά διαμαρτυρήθηκε σε έναν στρατιώτη ζητώντας του να τις βοηθήσει να φύγουν.
Εκείνος στην αρχή γέλασε, και στη συνέχεια άνοιξε την πόρτα του κελιού και μαζί με άλλους στρατιώτες βίασαν την Ιωάννα ένας-ένας. «Δεν θυμάμαι πόσα κορμιά είχαν περάσει από πάνω μου εκείνη την ημέρα. Το μόνο που θυμάμαι είναι τη Μαρία να φωνάζει μέσα από το δωμάτιο, ενώ εγώ δεν είχα τη δύναμη ούτε αυτό να κάνω».
Ο Αχμέτ
Τα κορίτσια παρέμειναν στα χέρια των τούρκων στρατιωτών περίπου τέσσερις ημέρες. Κατάφεραν να το σκάσουν λίγες ώρες αφότου ένας εκ των αξιωματικών είχε δηλώσει ότι μόλις τελειώσει ο πόλεμος θα τις έπαιρνε μαζί του πίσω στην Τουρκία.
Τα λόγια αυτά του αξιωματικού άκουσε και ένας εκ των στρατιωτών, ο Αχμέτ, ο οποίος εξαρχής διαφωνούσε με τον τρόπο που συμπεριφερόντουσαν οι υπόλοιποι στις κοπέλες.
Σύμφωνα με την Ιωάννα, ο Αχμέτ, του οποίου το πραγματικό όνομα δεν χρησιμοποιείται για ευνόητους λόγους, ήταν ο μόνος που δεν άπλωσε ποτέ χέρι πάνω τους, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που τους έδινε κρυφά φαγητό και νερό.
Οταν έμαθε για τις προθέσεις του αξιωματικού πήγε στις κοπέλες και τους είπε ότι θα βρει τρόπο να τις βοηθήσει, όπως και έκανε. Την επόμενη κιόλας ημέρα, πριν φύγει μαζί με τους υπόλοιπους για την πρωινή τους περιπολία στην περιοχή, άφησε στις κοπέλες τα κλειδιά του κελιού, μαζί μ’ ένα σημείωμα που έγραφε ποια διαδρομή έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην τους βρουν οι στρατιώτες.
«Το ότι είμαστε ζωντανές μέχρι και σήμερα το οφείλουμε στον Αχμέτ», σημείωσε η Ιωάννα, η οποία ερωτηθείσα αν είχε ξανά κάποια επικοινωνία με τον τούρκο στρατιώτη που τους βοήθησε απάντησε αρνητικά.
«Ξέρουμε μόνο το μικρό του όνομα, τίποτα παραπάνω», είπε, για να σημειώσει πως θα ήθελε πολύ να μάθει τι απέγινε και να του πει εκείνο το ευχαριστώ που δεν πρόλαβε τότε.
Στα χέρια του Ερυθρού Σταυρού
Ο Γολγοθάς των δύο κοριτσιών δεν τελείωσε σύντομα, παρόλο που κατάφεραν και απέδρασαν. Αφού ακολούθησαν τη διαδρομή που τους έδωσε ο Αχμέτ, κατάφεραν να βγουν έξω από το χωριό.
Εκεί βρήκαν εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού, οι οποίοι τους έδωσαν χυμό, νερό, ενώ περιποιήθηκαν και τα τραύματά τους. «Μας ρώτησαν αν πονούμε κάπου και τι είχε συμβεί ακριβώς αλλά εμείς ντραπήκαμε να τους πούμε ότι μας είχαν βιάσει», τόνισε η Ιωάννα, υπογραμμίζοντας ότι ήταν τόσο μεγάλο το σοκ που πέρασαν που τους ήταν αδύνατο να μοιραστούν την ιστορία τους.
Οι δυο τους συμφώνησαν ότι δεν θα πουν ποτέ τίποτα και σε κανέναν μέχρι τη στιγμή που αναγκάστηκαν να μιλήσουν. Αφού τις παρέλαβε ο Ερυθρός Σταυρός, και δεδομένου ότι δεν επιτρεπόταν να περάσουν στις ελεύθερες περιοχές, τις μετέφεραν στο διπλανό χωριό, όπου τις έβαλαν σ’ ένα σπίτι μαζί με άλλες 8 γυναίκες και μικρά παιδιά.
Οι στάμπες
Εξω από το σπίτι βρισκόταν ένας τούρκος στρατιώτης. Την επόμενη ημέρα της άφιξής τους στο σπίτι, και ενώ δεν είχαν πει τίποτα σε κανέναν για το τι τους συνέβη, από τον Ερυθρό Σταυρό τις ρώτησαν αν χρειάζονται χάπια για να αποφύγουν μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.
«Είχαν καταλάβει προφανώς τι είχε συμβεί από τις στάμπες στα πόδια μας», ανέφερε η Ιωάννα, η οποία, όπως εξηγεί, κάθε φορά που τις βίαζαν τους στάμπαραν το πόδι κάτω χαμηλά, με τις στάμπες αυτές να διαφέρουν κάθε φορά που τις βίαζε κάποιος υψηλόβαθμος.
Οταν έγινε αυτό, οι δύο κοπέλες αναγκάστηκαν να μιλήσουν, με τους εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού να βρίσκουν έτσι την ευκαιρία να τις μεταφέρουν σε νοσοκομείο στις ελεύθερες περιοχές. Εκεί ανακάλυψαν ότι η Ιωάννα ήταν έγκυος.
Προτού προλάβει να το συνειδητοποιήσει έχασε το παιδί, ενώ παραλίγο να χάσει και τη ζωή της από εσωτερική αιμορραγία. Η Ιωάννα δεν κατάφερε ποτέ της να αποκτήσει δικά της παιδιά, παρά τις όποιες προσπάθειες έκαναν με τον σύζυγό της.
Οι «χαλασμένες»
H Ιωάννα κατάφερε να επικοινωνήσει με τη μητέρα της καθώς μια συγγενής της που εργαζόταν στο νοσοκομείο ως νοσοκόμα την αναγνώρισε. Η γυναίκα εκείνη είπε στη μητέρα της τι είχε συμβεί στην κόρη της, με το μυστικό των δύο κοριτσιών να αποκαλύπτεται.
Με τους γονείς της Μαρίας να αγνοούνται, η μητέρα της Ιωάννας πήρε τα δύο κορίτσια στον προσωρινό χώρο διαμονής τους. Εκεί ήξεραν όλοι τι τους είχε συμβεί, με την Ιωάννα να υποστηρίζει ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που τους συμπεριφερόντουσαν λες και είχαν λέπρα.
«Ημασταν οι βρόμικες, οι παρακατιανές του χωριού», ανέφερε η Ιωάννα, η οποία ακόμη θυμάται τη μητέρα της να της απαγορεύει να βγει έξω από το σπίτι για να μην προκαλεί τους χωριανούς.
«Η μάνα μου ήθελε να μείνω σπίτι μέχρι να φύγουν οι στάμπες από τα πόδια μου. Για τις στάμπες όμως της ψυχής μου δεν νοιαζόταν κανένας», είπε με δάκρυα στα μάτια.
Η συμπεριφορά των υπολοίπων ήταν τόσο άσχημη που η Μαρία αναγκάστηκε να μεταναστεύσει μαζί με την οικογένειά της, με την Ιωάννα να σημειώνει ότι εάν μπορούσε θα πήγαινε μαζί με τη φίλη της για να γλιτώσει.
Να πάει σε άλλη εκκλησία
Η Ιωάννα έμεινε πίσω αλλά δεν μπορούσε να πάει σχολείο, το οποίο δεν τελείωσε και ποτέ, μιας και οι συμμαθητές της την κοροϊδεύαν, ενώ τον πρώτο καιρό της είχε απαγορευθεί να επισκέπτεται την εκκλησία του χωριού για να προσκυνήσει, με τον ιερέα της ενορίας να της λέει ξεκάθαρα ότι αν ήθελε να κοινωνήσει έπρεπε να πάει σε άλλη εκκλησία.
«Ημουν ένα μωρό 15 χρονών και εκείνοι με αντιμετώπιζαν σαν να ήμουν ένα τέρας», λέει η Ιωάννα, επισημαίνοντας ότι το χειρότερο ήταν όταν ενηλικιώθηκε και ήρθε η ώρα της να παντρευτεί. «Μα ποιος θα βρεθεί να πάρει τη χαλασμένη», έλεγαν οι χωριανοί.
Εν τέλει, η Ιωάννα κατάφερε να γνωρίσει κάποιον που την αγάπησε τόσο πολύ που δεν τον ενδιέφερε το παρελθόν της, ότι δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, αλλά ούτε και τα όσα έλεγαν οι χωριανοί, σε αντίθεση με τη Μαρία, η οποία επέλεξε να μην παντρευτεί ποτέ.
Οι δύο κοπέλες, οι οποίες παραμένουν φίλες μέχρι και σήμερα, δεν μίλησαν ποτέ ξανά για όσα βίωσαν στα χέρια των Τούρκων, με την Ιωάννα να σημειώνει ότι δεν ήταν ανάγκη.
«Εκτός από το σώμα βίασαν και την ψυχή μας και δυστυχώς ανήκουμε σε μια γενιά η οποία έμαθε να σιωπά», ήταν η απάντηση της Ιωάννας, ερωτηθείσα αν έλαβε ή αν ζήτησε να λάβει ποτέ κάποια ψυχολογική υποστήριξη.
«Δεν είμαστε μόνο εμείς»
«Μην νομίζεις ότι είμαστε μόνο εμείς. Και οι δικοί μας οι στρατιώτες βίασαν Τουρκάλες. Και εκείνες πονούν όπως εμείς», ήταν τα ακριβή λόγια της Ιωάννας, η οποία θέλησε να αναφέρει πως παρά τα βασανιστήρια που υπέστησαν στα χέρια των τούρκων στρατιωτών, αυτό δεν αλλάζει την αγάπη και τη συμπόνοια που αισθάνεται απέναντι στον απλό κόσμο που ζει στις κατεχόμενες περιοχές.
«Εμείς με τους Τούρκους ζούσαμε μια χαρά, ήρεμα, δεν είχαμε προβλήματα», ανέφερε, αναπολώντας τις στιγμές πριν τον πόλεμο. Η ίδια μάλιστα τόνισε ότι το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ οι Τουρκοκύπριοι, και ακόμη και σήμερα ελπίζει πως θα έρθει η μέρα που θα μπορεί να επιστρέψει στο χωριό της και δεν θα χρειάζεται ταυτότητα ή διαβατήριο.
Πηγή: politis.com.cy
- ΠΑΟΚ: 2-0 με γκολ των Τσάλοβ και Ζίβκοβιτς – Έχασε πέναλτι ο Ουάρντα
- LIVE: ΑΕΚ – Λεβαδειακός
- Ισραήλ: Η Χαποέλ Μπέιτ Σεάν έδιωξε τερματοφύλακα επειδή είχε αγωνιστεί με την Εθνική Παλαιστίνης
- H τεχνητή νοημοσύνη εμφανίζει σημεία άνοιας, λένε οι νευρολόγοι
- Τότεναμ – Λίβερπουλ 3-6: Νέα παράσταση τίτλου από την ομάδα του Σλοτ
- Η μαγική σφυρίχτρα που… έβαλε φωτιά στην Τούμπα: Πως μια κίτρινη έγινε κόκκινη και άλλαξε το αφήγημα στο ΠΑΟΚ – Ατρόμητος