Το τελευταίο δεκαήμερο το πολιτικό λεξιλόγιο έχει εμπλουτισθεί με όρους και φράσεις όπως «εξεταστική επιτροπή», «κυβερνοασφάλεια», «όχι μονοθεματική ατζέντα», «εργαλειοποίηση», «να μην ξανασυμβεί», «νέο θεσμικό πλαίσιο», «θωράκιση», «προστασία δικαιωμάτων», αλλά και κάποια πιο ευφάνταστα, όπως «εκπαίδευση πολιτικών να… ελέγχουν οι ίδιοι αν παρακολουθούνται» και διάφορα άλλα συναφή.

Αντίθετα, απουσιάζουν εντελώς οι όποιες ενδείξεις ότι έχει γίνει πραγματικά κατανοητό στην κυβέρνηση το τι έχει συμβεί με την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Το ποιες είναι οι διαστάσεις και οι επιπτώσεις αυτού του σκανδάλου, αναμφίβολα του μεγαλύτερου της έως τώρα θητείας της. Που οι απέλπιδες προσπάθειες στρουθοκαμηλισμού ούτε θα το περιορίσουν, ούτε θα το κάνουν να ξεχαστεί. Το μόνο που θα πετύχουν, θα είναι να το φουντώσουν – και είναι πραγματικά απορίας άξιο, πώς ενώ υπάρχουν τόσοι άνθρωποι πέριξ του Πρωθυπουργού με διεθνή πτυχία και αδιαμφισβήτητα γερά μυαλά, δεν βρέθηκε ακόμα ένας να του εξηγήσει ότι αυτή η κατάσταση, αν αντιμετωπίζεται, σίγουρα δεν αντιμετωπίζεται με τέτοιους τρόπους που μπορεί να λειτουργούσαν πριν από τριάντα χρόνια, αλλά είναι εντελώς ακατάλληλοι σήμερα.

Χαρακτηριστικό του βάθους της κρίσης που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση είναι το πόσο περιορισμένη, έως ανύπαρκτη, στήριξη έχει λάβει από το ίδιο το υπουργικό του συμβούλιο, την κοινοβουλευτική του ομάδα και από την ίδια τη ΝΔ, η οποία αυτή τη στιγμή είναι ένα καζάνι που βράζει. Αυτό θα πρέπει να προβληματίσει πάρα πολύ τον ίδιο και τους στενούς συνεργάτες του. Ολοι αυτοί γνωρίζουν κάτι που η καρδιά της κυβέρνησης επιμένει να αγνοεί: ότι κάθε μέρα που περνάει με αυτή την τακτική, το κόστος θα μεγαλώνει.

Στην πραγματικότητα, ο πρωθυπουργός έχει αυτή τη στιγμή μπει σε μία λογική εξαγοράς πολιτικού χρόνου με πολύ υψηλό τόκο. Είναι περίπου σαν να έχει πάει στους τοκογλύφους. Δανείζεται μέρες και εβδομάδες, τις οποίες, στο τέλος, θα πληρώσει χρυσάφι. Εχει φυσικά πέσει κατά σύμπτωση στην καρδιά της θερινής ραστώνης, η οποία συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας αυταπάτης σχετικής πολιτικής ηρεμίας. Ομως, αυτή, σε λίγες ημέρες τελειώνει.

Οταν, την ερχόμενη εβδομάδα ανοίξει η Βουλή, θα γίνει η αρχή μιας εντελώς νέας περιόδου για την κυβέρνηση, που όμοιά της δεν έχει αντιμετωπίσει σε όλη τη διάρκεια της ως τώρα θητείας της. Κάθε μέρα που θα περνάει, θα είναι γι’ αυτήν όλο και πιο δύσκολη. Και όχι άδικα.

Οι «εξηγήσεις» της δεν λειτούργησαν. Η ιδέα ότι ο πρωθυπουργός δεν ήξερε τι έκανε ο εκλεκτός του στην ΕΥΠ που υπάγεται απ’ ευθείας στον ίδιο, δεν έπεισαν. Αλλά και αν κάποιους έπεισαν, αυτό έγινε με το κόστος του να εμφανίσουν τον πρωθυπουργό ως ακατάλληλο. Κάτι αντίστοιχο συνέβη με τη λογική της «νομιμότητας»: η κυβέρνηση επικαλέστηκε ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη ήταν «νόμιμη». Μπορεί να ήταν.

Ομως, σε ένα κράτος που το να παρακολουθείται ένας βουλευτής, πολλώ μάλλον αρχηγός κοινοβουλευτικού κόμματος, είναι νόμιμο, τότε, είναι ακόμα χειρότερο απ’ το να είναι παράνομο. Γιατί τότε σημαίνει ότι το παρακράτος έχει γίνει κράτος με τον νόμο. Και αυτό είναι ακόμα πιο αδιανόητο απ’ το να υπάρχει μια δράκα πολιτικών και στελεχών τους που να κάνουν ακραία κατάχρηση εξουσίας. Και το να θεσμοποιείται μια εξόφθαλμα βαριά αντιδημοκρατική πρακτική και έπειτα να γίνεται επίκληση αυτής της θεσμοποίησης, ασφαλώς δεν συνιστά λύση.

Η κυβέρνηση πρέπει να σταματήσει να κρύβεται σε διάφορα αστεία σχέδια για το μέλλον, πίσω από ανιψιούς και φίλους, ή πίσω από το «ο πρόεδρος δεν ήξερε» και άλλα συναφή. Και να αναλάβει τις ευθύνες της. Δεν τη συμφέρει να κερδίσει λίγες μέρες που θα τις πληρώσει τόσο ακριβά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΑ ΝΕΑ