Γιάννης Βλαχογιάννης: Ο ιστοριοδίφης και ο λογοτέχνης του Εικοσιένα
Ένας συγγραφέας βαθιά ριζωμένος στο έδαφος της λαϊκής πραγματικότητας
- ΣΥΡΙΖΑ: Στο αντιΣύριζα μέτωπο ο Κασσελάκης, σαν έτοιμος από καιρό εκτοξεύει χυδαιότητες για το Μάτι
- Προφυλακιστέος ο 30χρονος για τη δολοφονία της Δώρας στο Αγρίνιο
- Πόσο αντέχουν τα αποθέματα φυσικού αερίου; Σε συμπληγάδες η Ευρώπη
- Μακελειό στην Κίνα: Οκτώ νεκροί και 17 τραυματίες από επιθέσεις με μαχαίρι σε σχολή
Στις 23 Αυγούστου 1975 έκλεισαν τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Γιάννη Βλαχογιάννη (Ναύπακτος 1867 – Αθήνα 1945), ενός συγγραφέα που το περίγραμμα της παρουσίας και του έργου του –πρόχειρα καμωμένο– είναι περίπου το εξής: πρωτοεμφανίστηκε στην τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα και, όταν ύστερα από πενήντα χρόνια συνεχούς δημιουργικής ζωής πέθανε, μας άφησε ένα σημαντικό έργο μοιρασμένο ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ιστορία (και τη φιλολογία).
Η εικόνα με την οποία συνδέεται, ευρύτερα, το όνομα του Βλαχογιάννη είναι του ανθρώπου που υπήρξε παράλληλα ο ιστοριοδίφης και ο λογοτέχνης του Εικοσιένα· η εικόνα δηλ. ενός εθνικού συγγραφέα. Η εικόνα αυτή προβλήθηκε και όσο ζούσε ο ίδιος και περισσότερο κατά την πρώτη δεκαετία μετά τον θάνατό του (και μετά την Κατοχή). Αποδίδει βέβαια πιστά τη φυσιογνωμία ενός σημαντικού μέρους του έργου του –και όχι μόνο του ιστορικού–, αλλά δεν είναι πλήρης, γιατί το λογοτεχνικό έργο του Βλαχογιάννη θεματογραφικά δεν περιορίζεται μόνο στην περίοδο των επαναστατικών –και μετεπαναστατικών– χρόνων, και ειδολογικά ξεπερνά συχνά την ιστορική –και την άλλη– ηθογραφία. Όπως ήταν επόμενο, αργότερα η εικόνα του εθνικού και ιστορικού συγγραφέα υποχώρησε σιγά σιγά και παραχώρησε σημαντική θέση στην αντιμετώπιση του Βλαχογιάννη ως καθαρού πεζογράφου, για να ’ρθει όμως και πάλι στο προσκήνιο με τον εορτασμό των 150 χρόνων του Αγώνα.
Αξίζει να σταθούμε και να ξαναδούμε την εικόνα αυτή, ιδίως τώρα που τα εκατοντάχρονα από τη γέννηση του συγγραφέα και τα τριαντάχρονα από τον θάνατό του την έχουν τοποθετήσει μέσα στα χρονικά πλαίσια μιας νέας οδυνηρής εθνικής εμπειρίας. Το ξανακοίταγμα αυτό μάς οδηγεί σε μια όχι πρωτότυπη, αλλά επιτακτική αυτή τη φορά, διαπίστωση: για να εκτιμήσουμε σωστά τα εθνικά και ιστορικά χαρακτηριστικά της εικόνας του Βλαχογιάννη, πρέπει να τα συναρτήσουμε και με ένα άλλο βασικό στοιχείο, τον λαϊκισμό του. Η συνάρτηση αυτή έχει και την εξής επί πλέον σημασία: ενοποιεί και καταξιώνει ένα έργο κατ’ εξοχήν ετερόκλητο και άνισο.
Πριν προχωρήσουμε όμως περισσότερο χρειάζεται μια προκαταβολική διευκρίνιση. Ο Βλαχογιάννης –όπως και ένας άλλος πιο κοντινός μας, ο Φώτης Κόντογλου, που από τον θάνατό του κλείνουν εφέτος δέκα χρόνια– ανήκε σε μια κατηγορία πνευματικών ανθρώπων που η συντηρητική τους ιδεολογία τούς οδηγούσε σε έναν απελπισμένο θαυμασμό παρελθοντικών μορφών και αξιών ζωής, όμως δεν τους απομάκρυνε, αλλά αντίθετα τούς έφερνε πιο κοντά σ’ αυτό που ο Βλαχογιάννης ονόμαζε «λαϊκή ψυχή».
Η πίστη του Βλαχογιάννη στη δύναμη της «λαϊκής ψυχής» είναι εκείνη που ενώνει το ιστορικό με το λογοτεχνικό του έργο και τα ιστορικά με τα μη ιστορικά λογοτεχνήματά του. Μελέτησε ως ιστορικός και ζωντάνεψε ως λογοτέχνης τον απελευθερωτικό αγώνα του έθνους, ακριβώς γιατί τον είδε σαν έκφραση της ψυχικής δύναμης του λαού. Παράλληλα, κάθε φορά που ένιωθε ότι η ψυχική αυτή δύναμη έλειπε από την κοινωνία των συγχρόνων του, δεν ανέτρεχε μόνο στο παρελθόν, αλλά αναζητούσε τη δύναμη αυτή και στις εκδηλώσεις των λαϊκών ανθρώπων της εποχής του, στα ήθη και τις δοξασίες τους, καθώς και στις πτώσεις και τις εξάρσεις της καθημερινής ταπεινής ζωής τους. Η ιδεολογία αυτή της πίστης στη δύναμη της «λαϊκής ψυχής» –που εντάσσεται μέσα στη γενικότερη ιδεολογία του δημοτικισμού– έχει βέβαια τα θετικά και τα αρνητικά της στοιχεία, καθώς και τους εύλογους ιστορικούς και κοινωνικούς προσδιορισμούς της – ίσως μόνο λιγότερο απλούς απ’ ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνονται. Χάρη σ’ αυτήν όμως –και στο ταλέντο του φυσικά– ο Βλαχογιάννης έγραψε ιστορίες σαν τις σουλιώτικες των «Μεγάλων Χρόνων» (αλλά και σαν τον «Αγωνιστή» των «Παλιών Παλικαριών») και διηγήματα σαν το «Της τέχνης τα φαρμάκια»· και χάρη σ’ αυτήν μας άφησε ένα έργο κατάλληλο για να δείχνει, ιδίως σε εποχές εθνικιστικού βερμπαλισμού –που δεν σπανίζουν δυστυχώς στην ιστορία μας–, ποια είναι η αληθινή ουσία του εθνισμού.
Ας μεταφερθούμε τώρα και στο καθαρά λογοτεχνικό επίπεδο του έργου του: ο Βλαχογιάννης δεν είναι ο απλός ηθογράφος μιας παλαιότερης ηρωικής εποχής και της ταπεινότερης σύγχρονης συνέχειάς της. Το ρίζωμά του στο έδαφος της λαϊκής πραγματικότητας είναι βαθύτερο. Δεν επιδιώκει τόσο να περιγράψει τα ήθη μιας εποχής, όσο να ζωντανέψει το ήθος των ανθρώπων αυτής της εποχής, το ήθος των ανώνυμων αγωνιστών του Εικοσιένα και των απλών ανθρώπων του καιρού του. Μέσα από αυτό προσπαθεί να συλλάβει τις μεγάλες αξίες που οι πρώτοι δημιούργησαν και οι δεύτεροι διέσωζαν, αξίες σαν την «εσωτερική ελευθερία» ή τη λαϊκή ευαισθησία. Οι αξίες αυτές προσδίδουν στο έργο του Βλαχογιάννη μια ανώτερη πνευματική ποιότητα. Και η φανατική πίστη με την οποία ο ίδιος τις περιβάλλει –κι αυτές και τους φορείς τους– το φορτίζουν με μια ψυχική ένταση που τον κατατάσσει –στις καλύτερές του ώρες– δίπλα στους μεγάλους μας παλαιούς διηγηματογράφους, τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη.
*Αποσπάσματα από εκτενές και άκρως κατατοπιστικό κείμενο που είχε συντάξει ο Παναγιώτης Σ. Πίστας εξ αφορμής της συμπληρώσεως τριάντα ετών από το θάνατο του αειμνήστου Γιάννη Βλαχογιάννη. Είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Διαγώνιος», τεύχος 12 (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1975), σελ. 248-257 (πηγή: greek-language.gr).
Ο ναυπάκτιος λόγιος, λογοτέχνης και αρχειονόμος Γιάννης Βλαχογιάννης (Γιάννης Βλάχος), με καταγωγή εκ πατρός (Οδυσσέας Βλάχος ονομαζόταν ο πατέρας του) από γενιά αγωνιστών της Ρούμελης, αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη συλλογή, την έρευνα και την έκδοση αρχειακού υλικού αναφορικά με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Υπήρξε ο πρώτος διευθυντής των Γενικών Αρχείων του Κράτους (ΓΑΚ), που συστάθηκαν το 1914, επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, κατόπιν δικής του εισηγήσεως. Στο σύνολο των γραπτών του περιλαμβάνονται ποιήματα, πεζογραφήματα, ιστορικές μελέτες, κριτικά δοκίμια, άρθρα, καθώς και ένα μονόπρακτο για το θέατρο.
Ο Παναγιώτης Σ. Πίστας, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1939, είναι φιλόλογος, δοκιμιογράφος, ποιητής (Π. Σωτηρίου το φιλολογικό του ψευδώνυμο) και μελετητής του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στη νεότερη ελληνική φιλολογία (υπήρξε μαθητής του Λίνου Πολίτη). Εργάστηκε στο ΑΠΘ από το 1966 έως το 1995, αρχικά ως επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών (Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη) και ακολούθως ως μέλος του διδακτικού προσωπικού του Τμήματος Φιλολογίας. Υπήρξε ένας από τους πρώτους συνεργάτες του περιοδικού «Διαγώνιος».
*Η ανωτέρω φωτογραφία του Γιάννη Βλαχογιάννη προέρχεται από τις ψηφιοποιημένες συλλογές του ΕΛΙΑ.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις