Η σφαγή στο «Love Cottage» του Φρανκ Λόιντ Ράιτ – στοίχισε τη ζωή στην ερωμένη του και σε άλλους έξι
Η φρικιαστική, μαζική δολοφονία μέσα στο σπίτι και το στούντιο του σπουδαίου αρχιτέκτονα στο Ουισκόνσιν, το οποίο σήμερα αποτελεί εθνικό και ιστορικό ορόσημο για την Αμερική.
- Ακόμη περισσότερες «καταστροφές» στην Ουκρανία μετά την επίθεση στο Καζάν υπόσχεται ο Πούτιν
- Ανήλικοι μαχαίρωσαν 23χρονο στον πνεύμονα για… μία παρατήρηση - Τι λέει ο πατέρας του θύματος
- Ισχυροί άνεμοι στη Βρετανία - Μεγάλα προβλήματα στις πτήσεις ενόψει των Χριστουγέννων
- Νετανιάχου: «Θα δράσουμε κατά των Χούθι, όπως δράσαμε κατά των τρομοκρατών του Ιράν»
Ο 47χρονος Φρανκ Λόιντ Ράιτ γονάτισε δίπλα σε έναν ανοιχτό τάφο. Η γυναίκα μέσα στο απλό λευκό κουτί από πεύκο που ήταν στρωμένο με λουλούδια ήταν η Μάρθα «Mamah» Μπόρθγουικ Τσένι, σύζυγος ενός από τους πελάτες του Ράιτ και ερωμένη του. Λίγο καιρό αφότου του ανατέθηκε από τον επιχειρηματία και γείτονα του στο Ιλινόις, Έντουιν Τσένι, να σχεδιάσει ένα σπίτι το 1903, ο Ράιτ άρχισε να επιθυμεί τη σύζυγο του νέου του πελάτη. Παντρεμένος με έξι δικά του παιδιά, ο αρχιτέκτονας ερωτεύτηκε την κυρία Τσένι και το ζευγάρι τελικά έφυγε μαζί στην Ευρώπη. Ενώ οι Τσένι χώρισαν, η σύζυγος του, η Κάθριν Ράιτ αρνήθηκε.
Αναζητώντας ένα καταφύγιο όπου θα μπορούσε να ζήσει μαζί με την ερωμένη του, ο Ράιτ έχτισε μια κατοικία και ένα στούντιο το 1911 στο Σπρινγκ Γκριν του Ουισκόνσιν. Ενώ ο αρχιτέκτονας ονόμασε το κτήμα του Taliesin, προς τιμήν του Ουαλού βάρδου, ο Τύπος το ονόμασε «Love Cottage» και «Castle of Love».
Οι ντόπιοι κάτοικοι δεν ήταν ιδιαίτερα φιλόξενοι στους νέους γείτονές τους. Ο επιθεωρητής των σχολείων της κομητείας Αϊόβα, δήλωσε σε έναν δημοσιογράφο: «Το σκάνδαλο είναι βέβαιο ότι θα έχει αποθαρρυντική επίδραση στα παιδιά της κοινότητας. Είναι εξωφρενικό να επιτρέπουμε σε νέους άνδρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια να μεγαλώνουν με την πεποίθηση ότι ένας άνδρας και μια γυναίκα μπορούν να αγνοήσουν τα δεσμά του γάμου». Όταν οι αιχμηρές γλώσσες, τα αποδοκιμαστικά βλέμματα, ακόμη και οι απειλές δεν κατάφεραν να διώξουν το ζευγάρι από το Σπρινγκ Γκριν, οι κάτοικοι της πόλης κάλεσαν τον τοπικό σερίφη να συλλάβει τον Ράιτ.
Ο εκκεντρικός αρχιτέκτονας, ωστόσο, ελάχιστα νοιαζόταν για τις συνήθεις συμβάσεις ή για το τι πίστευε ο έξω κόσμος για τη σχέση του. «Δύο γυναίκες ήταν απαραίτητες για έναν άνδρα με καλλιτεχνικό μυαλό – η μία να είναι η μητέρα των παιδιών του και η άλλη να είναι η πνευματική του σύντροφος, η έμπνευση και η αδελφή ψυχή του», είπε σε έναν δημοσιογράφο. Σε έναν άλλο είπε: «Οι νόμοι και οι κανόνες είναι φτιαγμένοι για τον μέσο όρο. Ο συνηθισμένος άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς κανόνες που να καθοδηγούν τη συμπεριφορά του. Είναι απείρως δυσκολότερο να ζει κανείς χωρίς κανόνες, αλλά αυτό είναι που αναγκάζεται να κάνει ο πραγματικά τίμιος, ειλικρινής, σκεπτόμενος άνθρωπος».
Το απόγευμα της 15ης Αυγούστου 1914, ο Ράιτ βρισκόταν στο Σικάγο και εργαζόταν πάνω στον σχεδιασμό του Μιντγουέι Γκάρντερνς, όταν η ερωμένη του και τα δύο παιδιά της, η 8χρονη Μάρθα και ο 12χρονος Τζον, κάθισαν για γεύμα στη βεράντα του Taliesin. Μέσα στην κύρια τραπεζαρία, στην άλλη άκρη ενός διαδρόμου μήκους 25 ποδιών, οι σχεδιαστές και οι εργάτες του Ράιτ συγκεντρώθηκαν επίσης γύρω από ένα τραπέζι για να τους σερβίρει το γεύμα ο 30χρονος Τζούλιαν Κάρλτον από τα Μπαρμπέιντος, ένας τεχνίτης και υπηρέτης που είχε περάσει το καλοκαίρι βοηθώντας τις οικιακές εργασίες στο Ταλίσιν. Η σύζυγος του Κάρλτον, η Γερτρούδη, ήταν η μαγείρισσα.
Καθώς οι εργάτες έτρωγαν τη σούπα τους μέσα στην τραπεζαρία, ο 19χρονος σχεδιαστής Χέρμπερτ Φριτζ και οι συνάδελφοί του στο τραπέζι παρατήρησαν κάτι ασυνήθιστο. «Ακούσαμε έναν θόρυβο σαν να έριχναν νερό μέσα από την πόρτα της σήτας. Στη συνέχεια είδαμε υγρό να βγαίνει κάτω από την πόρτα. Έμοιαζε με νερό από το πλύσιμο των πιάτων. Απλώθηκε σε όλο το πάτωμα», θυμάται ο ίδιος.
Έχοντας μόλις σερβίρει σούπα στην ερωμένη του Ράιτ και τα δύο παιδιά, ο Κάρλτον έδωσε εντολή στη σύζυγό του να φύγει. Στη συνέχεια επέστρεψε στη βεράντα κρατώντας ένα τσεκούρι και επιτέθηκε στην Μπόρθγουικ και στα δύο παιδιά, προτού περιλούσει τα πατώματα με βενζίνη και βάλει φωτιά σε ολόκληρο το σπίτι.
Η τραπεζαρία τυλίχθηκε στις φλόγες. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και αμπαρωμένη. Με τα ρούχα του να καίγονται και τα μαλλιά του να φλέγονται, ο Φριτζ πήδηξε από το παράθυρο δίπλα στο σημείο όπου καθόταν και κύλησε στην πλαγιά του λόφου για να σβήσει τις φλόγες. Καθώς κοίταξε πίσω του, είδε το Taliesin στις φλόγες και τον Κάρλτον να κραδαίνει το τσεκούρι του εναντίον των συναδέλφων του που είχαν σπάσει την οχυρωμένη πόρτα ή προσπάθησαν να διαφύγουν από ένα παράθυρο στην αυλή.
Αν και βαριά καμένοι και τραυματισμένοι, τόσο ο 35χρονος αρχιξυλουργός Μπίλι Γουέστον, ο οποίος είχε χτίσει το Taliesin, όσο και ο κηπουρός, Ντέιβιντ Λίντμπλομ, κατάφεραν να διαφύγουν μαζί με τον Φριτζ. Έτρεξαν μισό μίλι μακριά στο πλησιέστερο σπίτι με τηλέφωνο για να καλέσουν βοήθεια. Οι κάτοικοι της πόλης που έσπευσαν στο σημείο βρήκαν τα πτώματα της Μπόρθγουικ, των δύο παιδιών, δύο εργατών και ενός 13χρονου αγοριού. Ο Λίντμπλομ υπέκυψε αργότερα στα εγκαύματά του. Επτά άνθρωποι είχαν πεθάνει. Μόνο δύο επέζησαν.
Ώρες μετά την επίθεση, ο Κάρλτον ανακαλύφθηκε σώος και αβλαβής στο υπόγειο του σπιτιού, έχοντας καταπιεί μουριατικό οξύ. Ο πολυτεχνίτης δεν έδωσε ποτέ κίνητρο για την επίθεσή του και πέθανε από ασιτία επτά εβδομάδες αργότερα. Η Γερτρούδη Κάρλτον δήλωσε ότι ο σύζυγός της είχε γίνει όλο και πιο παρανοϊκός τις εβδομάδες πριν από την επίθεση, διατηρώντας μάλιστα ένα τσεκούρι σε μια τσάντα δίπλα στο κρεβάτι του.
Σύμφωνα με τη βιογραφία της Meryle Secrest, «Frank Lloyd Wright», ένας μάρτυρας θυμάται ότι ο Λίντμπλομ είχε πει για τον Κάρλτον: «Αν κάποιος εκεί γύρω του έκανε ποτέ καμιά βρωμιά, θα τον έστελνε στην κόλαση σε ένα λεπτό». Υπήρχαν φήμες για ρατσιστικές προσβολές σε εργάτες από τον Κάρλτον και για μια έντονη διαμάχη με έναν εργάτη σχετικά με το σέλωμα ενός αλόγου. Ένας από τους επιζώντες εργάτες του Taliesin είπε ότι η Μπόρθγουικ είχε πει στους Κάρλτονς ότι θα τους άφηνε να φύγουν. Η σύζυγος του δολοφόνου επιβεβαίωσε ότι επρόκειτο να πάρουν το τρένο της επιστροφής για το Σικάγο εκείνο το βράδυ.
Ακόμη και μετά την τραγωδία, το κοινό παρέμεινε προσηλωμένο στη σχέση μεταξύ του Ράιτ και της Μπόρθγουικ. Στα ρεπορτάζ τους για τους φόνους, οι εφημερίδες εξακολουθούσαν να αναφέρονται στο Taliesin ως «Love Cottage». Η Ogden Standard ανέφερε μάλιστα ότι ορισμένοι γείτονες επισήμαναν «την τραγική καταστροφή του ‘βασιλείου της αγάπης’ ως το ισχυρότερο επιχείρημα ότι ο άγγελος της εκδίκησης πετάει ακόμα».
Μέσα στη θλίψη του, ο Ράιτ ξεκίνησε να αναστήσει το Taliesin, μεγάλο μέρος του οποίου είχε καταστραφεί από τη φωτιά. Μέχρι το τέλος του 1914, η οικιστική πτέρυγα του κτήματος είχε ανοικοδομηθεί και μέχρι το τέλος του έτους, ο Ράιτ είχε κάνει γνωστό τον έρωτά του για μια άλλη γυναίκα που του είχε στείλει συλλυπητήρια επιστολή. Οι δυο τους θα παντρευτούν το 1923 -αφού η Κάθριν συμφώνησε τελικά στο διαζύγιο- δύο χρόνια πριν το κτήμα του Ράιτ καεί ολοσχερώς -αυτή τη φορά από ελαττωματικά καλώδια. Ο Ράιτ ανοικοδόμησε και πάλι το Taliesin, το οποίο σήμερα αποτελεί εθνικό και ιστορικό ορόσημο για την Αμερική.
*Με στοιχεία από history.com
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις