Χόρχε Λουίς Μπόρχες: Ο καινοτόμος storyteller της Αργεντινής με τις αντιδημοκρατικές απόψεις
Το ριζοσπαστικό λογοτεχνικό του έργο ήρθε σε αντίθεση με τις συντηρητικές πολιτικές απόψεις του στηρίζοντας ανοιχτά τον Πινοσέτ στη Χιλή. «Αποφάσισα πολλές φορές να ασχοληθώ με τη μεταφυσική, αλλά με διέκοπτε η ευτυχία» έλεγε μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές του 20ού αιώνα και συνιδρητής του κινήματος του «ουλτραϊσμού».
Μαζί με τους Πάμπλο Νερούντα και Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο Αργεντίνος ποιητής και συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες συμπληρώνει την «Αγία Τριάδα» της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας.
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν Αργεντινός συγγραφέας που ειδικεύτηκε σε διηγήματα, ποιήματα και δοκίμια. Αν και δεν έγραψε ποτέ μυθιστόρημα, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της γενιάς του, όχι μόνο στη γενέτειρά του, την Αργεντινή, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Τκαινοτόμο ύφος του και οι εκπληκτικές ιδέες του τον κατέστησαν «συγγραφέα των συγγραφέων» και αγαπημένη έμπνευση για τους απανταχού «παραμυθάδες» που κοπιάρουν τα λόγια του σε εισαγωγικά ως αδιάψευστα επιχειρήματα στον συλλογισμό τους.
Ο Jorge Francisco Isidoro Luís Borges γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες, στις 24 Αυγούστου 1899, από γονείς της μεσαίας τάξης, μια οικογένεια με διακεκριμένο στρατιωτικό υπόβαθρο. Η γιαγιά από την πλευρά του πατέρα του ήταν Αγγλίδα, και ο νεαρός Χόρχε κατέκτησε την αγγλική γλώσσα από νεαρή ηλικία. Ζούσαν στη συνοικία Παλέρμο του Μπουένος Άιρες, η οποία εκείνη την εποχή ήταν αρκετά υποβαθμισμένη και επικίνδυνη. Η οικογένεια μετακόμισε στη Γενεύη το 1914 και παρέμεινε εκεί κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Χόρχε αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1918 ενώ έμαθε γερμανικά και γαλλικά όσο βρισκόταν στην Ευρώπη.
Η οικογένεια ταξίδεψε στην Ισπανία μετά τον πόλεμο, επισκεπτόμενη διάφορες πόλεις, πριν επιστρέψει στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη, ο Μπόρχες ενημερώθηκε και ασχολήθηκε με διάφορους πρωτοποριακούς συγγραφείς και λογοτεχνικά κινήματα. Ενώ βρισκόταν στη Μαδρίτη συμμετείχε στην ίδρυση του «ουλτραϊσμού», ενός λογοτεχνικού κινήματος που αναζητούσε ένα νέο είδος ποίησης, απαλλαγμένο από τη φόρμα και τις γλυκανάλατες εικόνες. Μαζί με μια χούφτα άλλους νέους συγγραφείς, εξέδωσε το λογοτεχνικό περιοδικό «Ultra». Ο Μπόρχες επέστρεψε στο Μπουένος Άιρες το 1921 και έφερε μαζί του τις πρωτοποριακές ιδέες του.
Βοήθησε στην ίδρυση του περιοδικού «Proa» και δημοσίευσε αρκετά ποιήματα στο logotexnik;o περιοδικό «Martín Fierro», που πήρε το όνομά του από το διάσημο αργεντίνικο επικό ποίημα. Το 1923 δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο με ποιήματα, το «Fervor de Buenos Aires». Ακολούθησαν και άλλα, όπως το «Luna de Enfrente» το 1925 και το βραβευμένο «Cuaderno de San Martín» το 1929. Ο Μπόρχες αργότερα θα περιφρονούσε τα πρώιμα έργα του, αποκηρύσσοντάς τα ουσιαστικά ως υπερβολικά βαριά και φορτισμένα με «τοπικό χρώμα». Έφτασε μάλιστα στο σημείο να αγοράσει αντίγραφα παλαιών περιοδικών και βιβλίων προκειμένου να τα κάψει.
Τις δεκαετίες του 1930 και 1940, ο Μπόρχες άρχισε να γράφει διηγήματα -δημοσιεύοντας αρκετά από αυτά στα διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά-, του Μπουένος Άιρες, το είδος που θα τον έκανε διάσημο. Κυκλοφόρησε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, «Ο κήπος των διχαλωτών μονοπατιών» και το 1949 δημοσίευσε το «El Aleph», τη δεύτερη μεγάλη συλλογή διηγημάτων του. Αυτές οι δύο συλλογές αποτελούν το σημαντικότερο έργο του Μπόρχες, καθώς περιέχουν αρκετές φαντασμαγορικές ιστορίες που οδήγησαν τη λατινοαμερικανική λογοτεχνία σε νέα κατεύθυνση.
Με την άνοδο του Χουάν Περόν στην εξουσία το 1946 απολύθηκε από τη θέση του λόγω της στήριξης που είχε εκφράσει στου Συμμάχους κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την απομάκρυνση του Περόν το 1955 ανέλαβε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης και καθηγητής Αγγλικής και Αμερικανικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες. Ο Μπόρχες ήταν ήδη τυφλός, από μια κληρονομική ασθένεια που είχε επηρεάσει και τον πατέρα του. Έκτοτε ο Μπόρχες εγκατέλειψε τη συγγραφή μεγάλων κειμένων και άρχισε να υπαγορεύει στη μητέρα του ή σε γραμματείς και φίλους.
Ο Μπόρχες ήταν συντηρητικών ως και αντιδημοκρατικών αντιλήψεων, καθώς θεωρούσε την καθολική ψηφοφορία υπεύθυνη για την επάνοδο του Περόν το 1973, μετά την ανατροπή του το 1955. Έφτασε μάλιστα σε σημείο να υποστηρίξει ανοιχτά τον Πινοσέτ στη Χιλή, από τον οποίο έλαβε το ανώτερο μετάλλιο της χώρας, καθώς και την δικτατορία του Βιντέλα στην Αργεντινή το 1976, που έβαλε τέλος στην κυριαρχία των Περόν, πρώτα του Χουάν και μετά της συζύγου του Ισαμπέλ.
Η στήριξη του στις αιματηρότερες δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής του 20ου αιώνα εικάζεται πως βρίσκεται πίσω από τη μη απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, παρά την αδιαμφισβήτητα λογοτεχνική του δεινότητα. O ίδιος αρεσκόταν να αυτοαποκαλείται «μετριοπαθής αναρχικός» που πίστευε «στο άτομο, όχι στο κράτος».
Η παγκόσμια φήμη του είχε εδραιωθεί όταν μοιράστηκε το βραβείο Φορμέντορ με το διάσημο θεατρικό συγγραφέα Σάμιουελ Μπέκετ, το οποίο δινόταν για αδημοσίευτα χειρόγραφα ενώ ο εφιαλτικός τόνος πολλών κειμένων του συγκρίθηκε με εκείνον του Φραντς Κάφκα.
Το 1967 ο Μπόρχες παντρεύτηκε την Έλσα Αστέτε Μιλάν, μια παλιά του φίλη, αλλά δεν κράτησε πολύ. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του ζώντας με τη μητέρα του, η οποία πέθανε το 1975 σε ηλικία 99 ετών.
Το 1986 παντρεύτηκε την επί χρόνια βοηθό του Μαρία Κοντάμα. Ο γάμος διήρκεσε μόνο μερικούς μήνες προτού ο Μπόρχες πεθάνει.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις