Κυρώσεις: Έχουν φέρει αποτέλεσμα – Οι προκλήσεις για τη Δύση στην νέα εποχή
Ο πόλεμος των κυρώσεων δεν πηγαίνει τόσο καλά όσο αναμένονταν αναφέρει σε άρθρο του ο Economist
Από την αρχή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η Αμερική, η Ευρώπη και οι σύμμαχοί τους έχουν επιδοθεί σε ένα μπαράζ κυρώσεων εναντίον χιλιάδων ιδιωτών και εταιρειών από τη Ρωσία.
Τα μισά συναλλαγματικά αποθέματα 580 δισ. δολαρίων της Ρωσίας έχουν παγώσει, ενώ οι περισσότερες από τις μεγάλες τράπεζές της είναι πλέον αποκομμένες από το παγκόσμιο σύστημα πληρωμών. Η Αμερική δεν αγοράζει πλέον ρωσικό πετρέλαιο, ενώ το εμπάργκο της Ευρώπης θα τεθεί πλήρως σε ισχύ τον Φεβρουάριο.
Οι ρωσικές επιχειρήσεις απαγορεύεται να αγοράζουν εισροές από κινητήρες μέχρι τσιπ. Ολιγάρχες και αξιωματούχοι αντιμετωπίζουν ταξιδιωτικές απαγορεύσεις και δεσμεύσεις περιουσιακών στοιχείων.
Οι στόχοι των κυρώσεων
Πέρα από την ικανοποίηση των πολιτών στις δυτικές κοινωνίες, αυτά τα μέτρα είχαν και κάποιους στρατηγικούς στόχους. Ο βραχυπρόθεσμος στόχος, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, ήταν να πυροδοτήσουν μια κρίση ρευστότητας και ισοζυγίου πληρωμών στη Ρωσία που θα δυσκόλευε τη χρηματοδότηση του πολέμου στην Ουκρανία και κατ’ επέκταση θα άλλαζε τα κίνητρα του Κρεμλίνου.
Μακροπρόθεσμα, στόχος είναι είναι να υποβαθμιστεί η παραγωγική και τεχνολογική ικανότητα της Ρωσίας, έτσι ώστε ο Πούτιν να διαθέτει λιγότερους πόρους, εάν θελήσει να εισβάλει και σε μια άλλη χώρα. Ο τελικός στόχος των κυρώσεων είναι να αποτρέψουν άλλους ηγέτες από το να επιδιώξουν πολεμικές συγκρούσεις, αναφέρει σε άρθρο του ο Economist.
Το νέο δόγμα
Πίσω από αυτούς τους φιλόδοξους στόχους, όμως, υπάρχει και ένα νέο δόγμα σχετικά με την ισχύ της Δύσης. Η απόλυτη κυριαρχία της δεκαετίας του 1990, όταν η υπεροχή της Αμερικής ήταν αδιαμφισβήτητη, έχει περάσει προ πολλού, και η όρεξη της Δύσης να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη έχει μειωθεί μετά τους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Οι κυρώσεις φάνταζαν ως μια καλή «απάντηση», καθώς επιτρέπουν στη Δύση να ασκήσει δύναμη πάνω στη Ρωσία μέσω του ελέγχου των χρηματοπιστωτικών και τεχνολογικών δικτύων της. Κατά την τελευταία εικοσαετία, η μέθοδος των οικονομικών κυρώσεων έχει χρησιμοποιηθεί ως «τιμωρία» για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για την απομόνωση του Ιράν και της Βενεζουέλας καθώς και για την άσκηση πιέσεων σε εταιρείες όπως η Huawei.
Ωστόσο, το εμπάργκο στη Ρωσία έχει πάει την έννοια των κυρώσεων σε άλλο επίπεδο, καθώς στοχεύει στην αποδυνάμωση της 11ης ισχυρότερης οικονομίας στον κόσμο και ενός εκ των σημαντικότερων εξαγωγέων ενέργειας, σιτηρών και άλλων αγαθών.
Η εικόνα δεν είναι η αναμενόμενη
Σε διάστημα τριών έως πέντε ετών, η απομόνωση από τις δυτικές αγορές αναμένεται να προκαλέσει χάος στη Ρωσία. Μέχρι το 2025, το ένα πέμπτο των πολιτικών αεροσκαφών είναι πιθανό να καθηλωθεί στο έδαφος λόγω έλλειψης ανταλλακτικών.
Οι αναβαθμίσεις στα δίκτυα τηλεπικοινωνιών καθυστερούν και η απουσία των δυτικών εταιρειών θα γίνει αισθητή στους καταναλωτές. Επιπλέον, καθώς το κράτος και οι μεγιστάνες κατάσχουν περιουσιακά στοιχεία της Δύσης, ο καπιταλισμός θα λαμβάνει όλο και περισσότερο τη μορφή πελατειακών σχέσεων.
Η Ρωσία χάνει μερικούς από τους πιο ταλαντούχους πολίτες της, οι οποίοι αποδοκιμάζουν τη δικτατορική της πραγματικότητα καθώς και την προοπτική να γίνει η χώρα τους πρατήριο βενζίνης για την Κίνα.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το πλήγμα στη ρωσική οικονομία δεν έχει υλοποιηθεί ακόμα. Το ΑΕΠ της Ρωσίας θα συρρικνωθεί κατά 6% το 2022, σύμφωνα με το ΔΝΤ, ποσοστό πολύ μικρότερο του 15% που πολλοί περίμεναν τον Μάρτιο.
Το κόστος για την Ευρώπη
Οι πωλήσεις στον τομέα της Ενέργειας θα δημιουργήσουν ένα πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών 265 δισ. δολαρίων φέτος, το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο μετά την Κίνα.
Μετά από μια σύντομη κρίση, το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ρωσίας έχει σταθεροποιηθεί και η χώρα βρίσκει νέους προμηθευτές για ορισμένες εισαγωγές, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας. Εν τω μεταξύ, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ενεργειακή κρίση που μπορεί να προκαλέσει ύφεση. Αυτή την εβδομάδα οι τιμές του φυσικού αερίου αυξήθηκαν κατά 20%, καθώς η Ρωσία περιόρισε τις προμήθειες.
Ο κόσμος δεν είναι μόνο η Δύση
Φαίνεται λοιπόν, πως οι οικονομικές κυρώσεις ως μέσο άσκησης δύναμης, έχουν ορισμένα μειονεκτήματα. Το ένα είναι η χρονική καθυστέρηση. Η απαγόρευση της πρόσβασης σε τεχνολογία, στην οποία η Δύση έχει το μονοπώλιο, θα χρειαστεί χρόνια για να πλήξει τη Ρωσία, και καθεστώτα όπως το ρωσικό έχουν τη δυνατότητα να απορροφούν το αρχικό πλήγμα ενός εμπάργκο διότι μπορούν να ανακατανείμουν προσεκτικά τους πόρους που διαθέτουν.
Παρ’ όλο που το ΑΕΠ της Δύσης είναι πολύ μεγαλύτερο από της Ρωσίας, δεν ωφελεί να ελπίζει κανείς ότι ο Πούτιν δεν θα συνεχίσει να αξιοποιεί το φυσικό αέριο ως μοχλό πίεσης. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα των κυρώσεων είναι ότι δεν υιοθετούν πλήρη ή μερικά εμπάργκο περισσότερες από 100 χώρες που να αποτελούν το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία μπορεί να προσαρμόζεται στις κρίσεις και τις νέες ευκαιρίες, ιδιαίτερα όταν οι περισσότερες χώρες δεν επιθυμούν να εφαρμόσουν την πολιτική της Δύσης.
Η περίπτωση της Κίνας
Πρέπει λοιπόν να απαλλαγούμε από την ψευδαίσθηση ότι οι δυτικές κυρώσεις είναι μια φθηνή και ασύμμετρη μέθοδος αντιμετώπισης της Κίνας, μιας ακόμα μεγαλύτερης δύναμης.
Προκειμένου να αποτρέψει ή να τιμωρήσει μια εισβολή στην Ταϊβάν, η Δύση θα μπορούσε να δεσμεύσει τα 3 τρισεκατομμύρια δολάρια των αποθεματικών της Κίνας και να αποκόψει τις τράπεζές της.
Αλλά, όπως και με τη Ρωσία, η οικονομία της Κίνας είναι απίθανο να καταρρεύσει, ενώ το Πεκίνο θα μπορούσε να προβεί σε αντίποινα με το να αποκλείσει τη Δύση από ηλεκτρικά είδη, μπαταρίες και φαρμακευτικά προϊόντα, αφήνοντας άδεια τα ράφια της και προκαλώντας χάος.
Δεδομένου ότι περισσότερες χώρες εξαρτώνται από την Κίνα παρά από την Αμερική ως τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο τους, η επιβολή ενός παγκόσμιου εμπάργκο θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο να υλοποιηθεί από ό,τι στην περίπτωση της Ρωσίας.
Το δίδαγμα λοιπόν είναι ότι για να αντιμετωπιστούν τα αυταρχικά καθεστώτα χρειάζονται δράσεις σε διάφορα μέτωπα. Η στρατιωτική δύναμη είναι σημαντική. Τα δημοκρατικά καθεστώτα θα πρέπει να είναι λιγότερο εκτεθειμένα στους αντιπάλους τους. Οι κυρώσεις παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, αλλά η Δύση δεν πρέπει να επιτρέψει να λάβουν μεγαλύτερες διαστάσεις. Όσο περισσότερο φοβούνται κάποιες χώρες τις δυτικές κυρώσεις, τόσο λιγότερο πρόθυμες θα είναι να επιβάλουν εμπάργκο σε άλλους εταίρους.
Η επιθετικότητα πέρα από τα οικονομικά μέσα
Τα καλά νέα είναι ότι, 180 ημέρες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι δημοκρατικές χώρες προσαρμόζονται σε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Ισχυρά όπλα στέλνονται στην Ουκρανία, το ΝΑΤΟ ενισχύει τα σύνορα της Ευρώπης με τη Ρωσία και η Ευρώπη διασφαλίζει νέες πηγές φυσικού αερίου και επιταχύνει τη στροφή της προς την καθαρή ενέργεια.
Επιπλέον, η Αμερική περιορίζει την εξάρτησή της από την κινεζική τεχνολογία και παροτρύνει την Ταϊβάν να βελτιώσει τη στρατιωτική της άμυνα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα αυταρχικά καθεστώτα, όπως και το κινεζικό, παρακολουθούν προσεκτικά το ζήτημα των δυτικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας και φροντίζουν να πάρουν μαθήματα από αυτό.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία σήμανε τον ερχομό μιας νέας εποχής πολεμικών συγκρούσεων, στις οποίες η στρατιωτική ισχύς, η τεχνολογία και η οικονομία είναι στοιχεία αλληλένδετα. Και στην εποχή αυτή, η Δύση δεν έχει πια περιθώριο να θεωρεί ότι υπερέχει, διότι κανένας δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την επιθετικότητα μόνο με οικονομικά μέσα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις