Καταρράκτης: Μια συχνή πάθηση των ματιών
Η θεραπεία για τον καταρράκτη είναι η χειρουργική αφαίρεσή του και η αντικατάσταση του φακού από τεχνητό ενδοφακό
- Ο Κηφισός δεν θα άντεχε το νερό του Ντάνιελ ή της Βαλένθια - Καθηγητής του ΕΜΠ εξηγεί τον λόγο
- Ανδρουλάκης: Να επενδύσουμε στη βιωσιμότητα, την αειφορία και στις συνέργειες μεταξύ του τουρισμού
- Ο Σπηλιωτόπουλος εξηγεί γιατί δεν υπέγραψε τη διακήρυξη του κόμματος Κασσελάκη
- Στοιχεία σοκ για την ενδοοικογενειακή βία: Πάνω από 15.000 γυναίκες έχουν πέσει θύματα σε δέκα μήνες
*Γράφει η Ειρήνη Χατζηράλλη
Το μάτι μας λειτουργεί σαν μια φωτογραφική μηχανή. Το φως αρχικά περνάει τον πρόσθιο διαφανή χιτώνα του οφθαλμού, τον κερατοειδή, και εν συνεχεία από το φακό, για να φτάσει στο οπίσθιο τμήμα του οφθαλμού, στον αμφιβληστροειδή χιτώνα, όπου εστιάζονται οι εικόνες σαν το «φιλμ» της φωτογραφικής μηχανής. Ο κρυσταλλοειδής φακός του οφθαλμού φυσιολογικά είναι διαφανής, πράγμα που οφείλεται στη διάταξη των κυττάρων του. Ο καταρράκτης προκαλείται από αλλαγή στον τρόπο διάταξης των κυττάρων του φακού και της περιεκτικότητάς τους σε νερό, δημιουργώντας θολερότητες στο φακό. Ένας φακός, που έχει γίνει θολός, «θαμπός» και «ομιχλώδης», λέγεται ότι έχει καταρράκτη (Εικόνα 1α).
Ο καταρράκτης θεωρείται η κύρια αιτία τύφλωσης παγκοσμίως, που όμως είναι αναστρέψιμη με χειρουργική επέμβαση. Η πιο συχνή αιτία του καταρράκτη είναι η ηλικία. Οι περισσότεροι άνθρωποι μετά τα 65 χρόνια, αρχίζουν προοδευτικά να αναπτύσσουν καταρράκτη. Εκτός όμως από την ηλικία, υπάρχουν και άλλες αιτίες, όπως ο διαβήτης, η χρήση κορτιζόνης, τραυματισμοί ή χειρουργικές επεμβάσεις για άλλα οφθαλμολογικά προβλήματα (πχ μετά από χειρουργείο υαλοειδεκτομής για αποκόλληση αμφιβληστροειδούς), η παρατεταμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία χωρίς προστατευτικά γυαλιά και αιτίες που ακόμη διερευνώνται (κάπνισμα, δίαιτα φτωχή σε αντιοξειδωτικά). Σε μικρό ποσοστό (περίπου 4 στις 10.000 γεννήσεις) μπορεί να εμφανιστεί καταρράκτης εκ γενετής (συγγενής καταρράκτης). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο καταρράκτης δεν προλαμβάνεται με φάρμακα.
Ποια είναι τα συμπτώματα;
Ο καταρράκτης δεν προκαλεί πόνο. Το βασικό σύμπτωμα που παρουσιάζει κάποιος που πάσχει από καταρράκτη είναι η θολή όραση, η οποία καθώς ο καταρράκτης εξελίσσεται γίνεται ολοένα και χειρότερη, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Ο ασθενής δυσκολεύεται να αναγνωρίσει πρόσωπα ή λεπτομέρειες σε μακρινή απόσταση, να παρακολουθήσει τηλεόραση, να δει αντικείμενα που βρίσκονται γύρω του ή σκαλοπάτια, με αποτέλεσμα να είναι επιρρεπής σε ατυχήματα. Επίσης, άλλο συχνό σύμπτωμα είναι η έντονη ενόχληση που αντιμετωπίζει ο ασθενής σε δυνατό φωτισμό ή στον ήλιο. Στην περίπτωση αυτή τα φώτα φαίνονται σαν να τρεμοπαίζουν ή κάποιες φορές σαν να είναι πιο δυνατά από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Αυτό προκαλεί δυσκολία στην οδήγηση και στη νυχτερινή όραση. Κάποιες φορές παρουσιάζεται εξασθενημένη αντίληψη χρωμάτων, καθώς και προσωρινή βελτίωση της κοντινής όρασης. Εάν παρατηρήσετε κάποια από αυτές τις αλλαγές στην όρασή σας, θα πρέπει να επισκεφτείτε τον οφθαλμίατρό σας για τον έλεγχο ύπαρξης καταρράκτη και το βαθμό που επηρεάζει την όρασή σας, ώστε να αποφασίσετε σε συνεργασία με το γιατρό σας πιθανή επέμβαση αφαίρεσης του καταρράκτη.
Υπάρχει θεραπεία;
Η θεραπεία για τον καταρράκτη είναι η χειρουργική αφαίρεσή του και η αντικατάσταση του φακού από τεχνητό ενδοφακό. Μάλιστα, το χειρουργείο καταρράκτη θεωρείται η συχνότερη χειρουργική επέμβαση, που γίνεται στο ανθρώπινο σώμα παγκοσμίως. Η επέμβαση μπορεί πλέον να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάπτυξης του καταρράκτη. Δεν υπάρχει λόγος να περιμένει κάποιος να «ωριμάσει» ο καταρράκτης για να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Οι περισσότεροι αποφασίζουν να χειρουργηθούν όταν η όρασή τους έχει επηρεαστεί σε αρκετό βαθμό και τους δημιουργεί προβλήματα στην καθημερινή τους ζωή, κυρίως στο διάβασμα, στην εργασία ή στην οδήγηση. Στην πραγματικότητα, αυτό ποικίλλει ανάμεσα σε άτομα ακόμα και της ίδιας ηλικίας.
Σήμερα, η πλέον διαδεδομένη και σύγχρονη χειρουργική τεχνική που εφαρμόζεται για την αφαίρεση του καταρράκτη είναι η φακοθρυψία. Το χειρουργείο γίνεται συνήθως με τοπική αναισθησία (υπό μορφή σταγόνων) και ο ασθενής φεύγει από το νοσοκομείο την ίδια μέρα. Πριν την επέμβαση, μετράται η διαθλαστική δύναμη του ενδοφακού που θα εισαχθεί στο μάτι και θα χρειαστεί να μπουν σταγόνες στο μάτι, για να μεγαλώσει η κόρη (μυδρίαση). Κατά την επέμβαση, με τη βοήθεια του μικροσκοπίου, αφαιρείται ο θολωμένος φακός του ματιού μέσω μιας μικρής τομής στο κερατοειδή με τη χρήση υπερήχων ή/και στροφικών παλμικών μικροκινήσεων του ειδικού εργαλείου-χειρουργικού μηχανήματος. Κατόπιν, ένας τεχνητός φακός τοποθετείται μέσα στο μάτι και η τομή συνήθως κλείνει χωρίς ράμματα. Η επέμβαση κρατά περίπου 10-15 λεπτά και είναι ανώδυνη, ενώ οι επιπλοκές της (πχ. ρήξη οπισθίου περιφακίου, μετεγχειρητικό οίδημα ωχράς, μόλυνση, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς) είναι σπάνιες. Η όραση αποκαθίσταται μετά από μερικές ημέρες, ενώ ο ασθενής χρησιμοποιεί σταγόνες (κολλύρια) για περίπου 3-4 εβδομάδες μετά το χειρουργείου. Μετά την επέμβαση, οι ασθενείς μπορούν να επιστρέψουν στις δραστηριότητές τους, αποφεύγοντας για μικρό χρονικό διάστημα την έντονη σωματική άσκηση, την άρση μεγάλου βάρους, το τρίψιμο του ματιού, το πλύσιμο του προσώπου με σαπούνι και την έκθεση σε δύσκολες καιρικές συνθήκες (αέρας, σκόνη).
Νεότερες τεχνικές εφαρμόζουν laser σε καίρια στάδια της εγχείρησης, μειώνοντας τη συμμετοχή του ανθρώπινου παράγοντα στο μετεγχειρητικό αποτέλεσμα. Επιπλέον, σήμερα έχουμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε το είδος του τεχνητού ενδοφακού, που θα τοποθετηθεί στον οφθαλμό, με βάση τις ανάγκες του ασθενούς, κάτι που αποφασίζεται μετά από συζήτηση του ασθενούς με τον θεράποντα ιατρό προεγχειρητικά. Υπάρχουν διάφορα είδη φακών, με ή χωρίς φίλτρο για την μπλε ακτινοβολία, που μπορεί να διορθώσουν την προϋπάρχουσα μυωπία ή υπερμετρωπία (μονοεστιακοί φακοί) ή τον αστιγματισμό (τορικοί φακοί), επιτρέποντας στον ασθενή να έχει καλή μακρινή όραση, αλλά να χρειάζεται διορθωτικά γυαλιά για την κοντινή όραση. Εκτός αυτών, κάποιος μπορεί να επιλέξει πολυεστιακό ενδοφακό, που διορθώνει μερικώς και την πρεσβυωπία, προσφέροντας καλή όραση και για μακριά και για κοντά. Ωστόσο, μερικές φορές το είδος αυτό των ενδοφακών δεν είναι καλά ανεκτό από τους ασθενείς καθώς δημιουργούνται παραθλάσεις (halos) γύρω από τα φώτα, ενώ μπορεί να χρειαστεί να φορέσει κάποιος γυαλιά μετά το χειρουργείο για ορισμένες δραστηριότητες μέσης απόστασης, όπως εργασία σε υπολογιστή. Τελευταία, έχουν αναπτυχθεί ενδοφακοί αυξημένου βάθους εστίασης (EDOF), οι οποίοι λόγω του ευρέως φάσματος εστίασης παρέχουν καθαρή όραση σε ενδιάμεσες και σε μεγάλες αποστάσεις, καθώς συνδυάζουν τα χαρακτηριστικά τόσο των μονοεστιακών όσο και των πολυεστιακών ενδοφακών, απαλλάσσοντας σε μεγάλο βαθμό τον ασθενή από τη χρήση διορθωτικών γυαλιών μετεγχειρητικά.
*H Ειρήνη Χατζηράλλη είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Οφθαλμολογίας, Β’ Πανεπιστημιακή Οφθαλμολογική Κλινική, ΠΓΝ «Αττικόν», Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις