Το ερώτημα για τη σχέση πολιτικής και οικολογίας μπορεί να φαντάζει ακόμη και ως κάτι που παραπέμπει σε μια ταυτολογία. Και αυτό γιατί μπορεί να υπήρξαν οικολογικά ρεύματα ή οργανώσεις, που διεκδίκησαν να αποστασιοποιηθούν από πολιτικά τάσεις, θεωρώντας ότι αποτελούν ένα κατεξοχήν περιβαλλοντικό κίνημα, εντούτοις σε μεγάλο βαθμό η οικολογία διεκδίκησε να είναι ένα πολιτικό κίνημα. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις η ταυτότητα των σύγχρονων «πράσινων» κομμάτων έχει ως αφετηρία ακριβώς τη διεκδίκηση να είναι ένα πολιτικό ρεύμα διακριτό από τα υπόλοιπα.

Αυτό εν μέρει αντανακλά μια πραγματικότητα: τα ιστορικά πολιτικά ρεύματα της νεωτερικότητας σε γενικές γραμμές δεν είχαν μια προβληματική για το οικολογικό ζήτημα. Αντιθέτως, τόσο ο φιλελευθερισμός, που άλλωστε, υπήρξε πάντοτε απολογητικός της ανεξέλεγκτης καπιταλιστικής συσσώρευσης, όσο όμως και αρκετές παραλλαγές σοσιαλισμού και κομμουνισμού, που υιοθέτησαν μια αντίληψη απεριόριστης ανάπτυξης των «παραγωγικών δυνάμεων» ως δρόμο για την κοινωνική ισότητα, στις περισσότερες περιπτώσεις κατέληξαν σε οικονομικές πολιτικές και παραγωγικά μοντέλα που οδήγησαν σε μεγάλες οικολογικές καταστροφές.

Ωστόσο και πάλι το ερώτημα για το ποια πολιτική μπορεί να εκπροσωπήσει σήμερα το οικολογικό αίτημα, με τον επείγοντα χαρακτήρα που αυτό αποκτά μπροστά σε μια επικείμενη κλιματική καταστροφή, παραμένει ανοιχτό, ιδίως από τη στιγμή που η απλή προσθήκη οικολογικών αιτημάτων και «πράσινων» στόχων στο σύνολο σχεδόν των πολιτικών προγραμμάτων μάλλον δεν έχει αποδειχτεί αρκετά αποτελεσματική μέχρι τώρα.

O Serge Audier

Η οικολογία σε πολιτική προοπτική

Αυτό εξηγεί και τη σημασία βιβλίων όπως το Για μια πολιτική οικολογία του Serge Audier (εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Άγγελος Μουταφίδης, επίμετρο Λευτέρης Παπαγιαννάκης). Και αυτό γιατί ο Audier προσπαθεί να στοχαστεί το ποια πολιτική πραγματικά αναλογεί στον επείγοντα χαρακτήρα των οικολογικών αιτημάτων. Η προσέγγισή του σίγουρα έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ο Audier έχει μια σαφή τοποθέτηση για το πώς η οικολογική κρίση έχει να κάνει με τον τρόπο που διαμορφώθηκε η δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης, χωρίς ωστόσο να παραλείπει να υπογραμμίζει το «οικολογικό τυφλό σημείο του κυρίαρχου σοσιαλισμού». Αυτό εξηγεί τη δική του προτίμηση προς την τοποθέτηση του Κορνήλιου Καστοριάδη θεωρώντας ότι συνδυάζει την κριτική στον καπιταλισμό και την τεχνοκρατία παράλληλα με μια έμφαση στη δημοκρατική αυτονομία. Την ίδια ώρα ο Audier δεν παραλείπει την κριτική επερώτηση της έννοιας της προόδου, σε μια οριοθέτηση τόσο από σχήματα που επενδύουν μόνο στην τεχνική πρόοδο, όσο και από τις παραλλαγές της άρνησης κάθε έννοιας προόδου.

Ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος που ο Audier προσπαθεί να αναδείξει όχι μόνο τα πολιτικά αλλά και τα ηθικά ερωτήματα που αφορούν την οικολογική προοπτική, συμπεριλαμβανομένων και των ερωτημάτων που αφορούν μια προοπτική που να περιλαμβάνει στην ηθική κοινότητα το σύνολο του περιβάλλοντος. Κυρίως, όμως, έχει σημασία ότι προσπαθεί να δει πώς το δημοκρατικό αίτημα συνδέεται με μια οικολογική προοπτική, μέσα από αυτό που ορίζει ως έναν οικο-ρεπουμπλικανισμό (δηλαδή, το αίτημα μιας οικολογικής res-publica), έναν συνδυασμό ανάμεσα στην οικολογική προοπτική και τη δημοκρατική συμμετοχή και απόφαση, με έμφαση όμως στον διεθνισμό και την αλληλεγγύη (σε αντιδιαστολή με τον παραδοσιακή σύνδεση ρεπουμπλικανισμού, εθνικού κράτους και εθνικισμού) αλλά και με παραδοχή του αναγκαστικά συγκρουσιακού χαρακτήρα με δομές και συμφέροντα που θα έχει μια τέτοια κατεύθυνση.

Σίγουρα μπορεί κανείς μπορεί να ασκήσει κριτική σε αρκετά σημεία της τοποθέτησης του Audier. Το κυριότερο είναι ίσως ότι ο τρόπος που ενώ παραδέχεται την ιστορική διασύνδεση ανάμεσα σε καπιταλιστική συσσώρευση και οικολογική κρίση, την ίδια στιγμή είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός στο να υιοθετήσει μια οικο-σοσιαλιστική προοπτική. Και όσο και εάν είναι κατανοητό το βάρος που είχε η αδυναμία του ιστορικού σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος να ξεφύγει από τα όρια του παραγωγισμού, την ίδια στιγμή η αδυναμία να προσδιοριστεί ένα σύνολο κοινωνικών ομάδων, αντιστάσεων και κινημάτων που να μπορούν να διαμορφώσουν μια προοπτική υπέρβασης του καπιταλισμού, καθιστά το πολιτικό αίτημα που θέτει ο Audier να φαντάζει – ως έναν βαθμό τουλάχιστον – ηθικό πρόταγμα περισσότερο, παρά συγκεκριμένη ιστορική δυναμική. Αυτό είναι, ίσως, ένα συγκριτικό πλεονέκτημα τοποθετήσεων όπως ο «οικολογικός λενινισμός» του Andreas Malm, στο βαθμό που κατορθώνουν να περιγράψουν και το είδος της τομής και των ρήξεων που απαιτούνται για να αντιστραφεί η πορεία προς την οικολογική καταστροφή.

Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό ότι τοποθετήσεις όπως του Audier έρχονται να υπογραμμίσουν ότι όταν μιλάμε για την οικολογική προοπτική δεν αναφερόμαστε απλώς σε μια αναπαραγωγή, έστω και με διορθώσεις, του σημερινού προτύπου κοινωνικής και παραγωγικής οργάνωσης, ούτε απλώς σε μια τεχνολογική πρόκληση, αλλά σε μια βαθιά διεργασία κοινωνικού μετασχηματισμού και αναπροσανατολισμού.

 

Το ερώτημα του οικο-σοσιαλισμού

Σε αυτό το φόντο και παρά την επιφύλαξη του Audier, η πρόκληση μιας οικοσοσιαλιστικής προοπτικής παραμένει ενεργή. Όχι μόνο γιατί ενσωματώνει τη διάσταση του ριζικού μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων και παραγωγικών μορφών, που είναι αναγκαία για την αποφυγή της περεταίρω περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, αλλά και γιατί συνδέει το οικολογικό αίτημα με ένα σύνολο αιτημάτων, διεκδικήσεων, αναζητήσεων και συγκρούσεων, ορίζοντας το δικαίωμα στην επιβίωση ως τμήμα της χειραφέτησης από ένα ευρύτερο φάσμα μορφών εκμετάλλευσης και καταπίεσης.