Μαρία Μοντεσσόρι: Ένα ποτάμι δε θα έφτανε ποτέ στη θάλασσα εάν δεν υπήρχαν οι όχθες
Στόχος του σχολείου και του γονέα είναι να μάθει στο παιδί πώς να μαθαίνει
- Αίθριος ο καιρός την Πέμπτη, καταιγίδες από την Παρασκευή - Έρχονται «λευκά» Χριστούγεννα
- Τον απόλυτο εφιάλτη έζησε μαθητής από την Πάτρα σε πενθήμερη - Του έδωσαν ποτό με ούρα και τον χτύπησαν
- Νεκρός ανασύρθηκε από τα συντρίμμια γάλλος υπήκοος στο Βανουάτου μετά τον σεισμό των 7,3 Ρίχτερ
- Η Νικόλ Κίντμαν απαντά με «αγένεια» στο κόκκινο χαλί της πρεμιέρας του Babygirl και διχάζει
Από τη στιγμή που γεννιέται το παιδί, που κόβεται ο ομφάλιος λώρος, μπαίνει σε μια διαδικασία ανεξαρτητοποίησης. Πόσο έτοιμος είναι ο γονιός γι’ αυτόν το ρόλο; Πόσο για παράδειγμα είναι έτοιμος να δεχθεί ότι το πολυτιμότερο πράγμα που έχει στον κόσμο, δεν είναι κτήμα του, δεν είναι η προέκταση του εαυτού του, αλλά είναι ένας ανεξάρτητος άνθρωπος που πρέπει να τον βοηθήσει να δομήσει την προσωπικότητά του; Η εκπαίδευση του παιδιού αρχίζει από την ώρα που γεννιέται, κι όσο πιο οργανωμένα γίνει αυτή η εκπαίδευση στο κομμάτι της συγκέντρωσης, της ανεξαρτησίας, των ορίων και στη διατήρηση και ανάπτυξη του εσωτερικού κινήτρου, τόσο πιο ομαλό κι εύκολο θα γίνει το πέρασμα στην ουσιαστική αφομοίωση της γνώσης.
Μια από τις πρώτες αγαπημένες εκφράσεις του παιδιού είναι το «μόνο μου». Εδώ μιλάει η εσωτερική του ανάγκη για προσωπική δραστηριότητα, που του χρειάζεται για την ομαλή εξέλιξή του. Η βοήθειά μας συνίσταται στο να του δώσουμε τη δυνατότητα να δρα και να κινείται όσο το δυνατό μόνο του, και μόνο όταν το ίδιο ζητά βοήθεια να επεμβαίνουμε. Ας το αφήσουμε να φάει μόνο του, να ντυθεί μόνο του, να κινηθεί ελεύθερα στο χώρο μέσα κι έξω από το σπίτι, να τρέξει, να παίξει το ίδιο με τα παιχνίδια του. Ας είμαστε απλά διακριτικά κοντά του. Είναι το άγχος της ελληνίδας μαμάς ότι κανένα παιδί δεν μπορεί να φάει μόνο του. Θεωρούμε το παιδί μας μικρό κι ανίκανο να ντυθεί, ή δεν έχουμε την υπομονή να το περιμένουμε – καθώς όλα κινούνται στο δικό μας χρόνο! Φοβόμαστε ότι εάν τρέξει, θα χτυπήσει, εάν σκαρφαλώσει, θα πέσει – κι αυτό του το επισημαίνουμε πριν ακόμη κάνει την κίνηση, χωρίς να το αφήσουμε να το δοκιμάσει.
Ξέρουμε καλύτερα από το ίδιο πότε κρυώνει και πότε ζεσταίνεται κι αδιαφορούμε εντελώς για τις διαμαρτυρίες του. Δεν ακούμε τις επιθυμίες του, γιατί εμείς ξέρουμε πάντα τι συμβαίνει. […] Παίρνουμε το παιδί μας πάντα αγκαλιά όταν βιαζόμαστε να πάμε κάπου και η ζωή του είναι πάντα προσαρμοσμένη όχι στους δικούς του ρυθμούς, αλλά στους δικούς μας. Κι ενώ θεωρούμε ότι η δική μας ζωή είναι προσαρμοσμένη στο παιδί μας, κι ότι έχουμε εγκαταλείψει τα πάντα για να το υπηρετούμε, κάποιες φορές χάνουμε την υπομονή μας, εκνευριζόμαστε, νιώθουμε ότι έχουμε ξεπεράσει τα όριά μας και τότε βλέπουμε το καμάρι μας, την αγάπη μας, ως τύραννο και τιμωρία μας. Και ξεσπάμε με φράσεις: «δε σ’ αντέχω άλλο, δε σε μπορώ, θα σηκωθώ να φύγω» κ.λπ. Πολλές φορές τις φράσεις αυτές τις ακολουθεί λεκτική ή και σωματική βία με διάφορες τιμωρίες ή και το «ξύλο» σε κάποιες περιπτώσεις. Το ίδιο το παιδί γίνεται αποδέκτης και της υπερπροστασίας μας και της τιμωρίας μας. Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί το παιδί μας δεν το ακούμε, ξεχνάμε τις ανάγκες του.
Κι ενώ θέλουμε το παιδί να μεγαλώνει με όρια, με συνέπεια κι εμπιστοσύνη προς τον ενήλικα, εντούτοις καταλήγει να εμφανίζεται ο ενήλικας σαν ένας άδικος τιμωρός στα μάτια του.
Μια ακόμη σύγχυση στο ρόλο του γονιού προς το παιδί είναι ακριβώς αυτό: το θέμα των ορίων και της ελευθερίας. Τα όρια είναι απαραίτητο να τίθενται στην ηλικία αυτή και τα έχει ανάγκη το παιδί. Χρειάζεται εξωτερική δόμηση αρχικά, για να δομήσει στη συνέχεια το εσωτερικό του «εγώ». Ενώ είναι απολύτως απαραίτητα σε αυτές τις ηλικίες, ο γονιός τις περισσότερες φορές αδυνατεί να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στην ελευθερία που πρέπει να έχει το παιδί και στην ασυδοσία. Η ελευθερία πάντοτε περνά μέσα από την πειθαρχία. Όμως, πολλές φορές παρατηρείται να μην μπορεί να βάλει καθόλου τα όρια στο παιδί του, επειδή κι εκείνος ως ενήλικας αδυνατεί να θέσει τα δικά του προσωπικά όρια. Φοβάται ότι εάν του θέσει τα όρια, θα γίνει καταπιεστικός και θα δημιουργήσει προβλήματα στο χαρακτήρα και την προσωπικότητα του παιδιού, ενώ ήδη αυτό το έχει κάνει με το να το αφήνει ασύδοτο λέγοντας: «Παιδί είναι, άσ’ το να κάνει ό,τι θέλει».
Η Μαρία Μοντεσσόρι έλεγε ότι «ένα ποτάμι δε θα έφτανε ποτέ στη θάλασσα εάν δεν υπήρχαν οι όχθες». Και για τα παιδιά οι όχθες είναι όρια που πρέπει να θέτουν οι ενήλικες, και πρώτα απ’ όλα οι γονείς.
Στην ηλικία των 2 ετών οι γονείς καλούνται να διαλέξουν –αν βέβαια έχουν αυτήν την πολυτέλεια– τον κατάλληλο χώρο φιλοξενίας για το παιδί τους. Με ποια κίνητρα και με ποια κριτήρια γίνεται αυτή η επιλογή; Επειδή η μητέρα εργάζεται και δεν υπάρχει κάποιος σπίτι να το προσέχει; Είναι μόνο θέμα πρακτικής ανάγκης; Ή είναι και η περίοδος ειδικής ευαισθησίας που καλεί το παιδί να βρεθεί σε ένα επιστημονικά οργανωμένο περιβάλλον για να αναπτύξει τις εν δυνάμει ικανότητές του; Συνήθως, όμως, ο γονιός αναζητά έναν παιδικό σταθμό που δε γνωρίζει ή δε λειτουργεί με βάση τα αναπτυξιακά στάδια και τις πραγματικές ανάγκες του παιδιού, με αποτέλεσμα συχνά η επιλογή να προσβάλλει το παιδί και τελικά να επιδρά αρνητικά στην ομαλή ανάπτυξή του. Αυτό που κυρίως αναζητά ο γονιός είναι η ασφάλεια, η εξυπηρέτηση, εάν το ταΐζουν, εάν το αλλάζουν, εάν το διασκεδάζουν αρκετά, ώστε να παραμείνει χαρούμενο μέχρι που αργά το απόγευμα θα έρθει να το πάρει. Την ίδια στιγμή, η συνέχεια στο σπίτι είναι γεμάτη υπερπροστασία, τιμωρία, επαίνους, έλεγχο για το τι έκανε όλη την ημέρα στο σχολείο, εάν πέρασε καλά, κριτική, απόρριψη, αντιφάσεις που μόνο στην ομαλή εξέλιξη της προσωπικότητας δεν οδηγούν.
Όταν το παιδί φτάσει στην ηλικία του δημοτικού, από κει που άκουγε εντολές τύπου «ντύσου», «φάε», «πλύσου», «παίξε», ακούει τώρα «διάβασε – γράψε». Πώς όμως να διαβάσω μόνο μου, που μέχρι τώρα δεν έχω κάνει τίποτε απολύτως μόνο μου; Που δεν έχω μάθει πώς γίνεται αυτό; Και ποιος είναι ο ρόλος του γονιού τώρα, όταν το παιδί του πρέπει πλέον να ανταποκριθεί στο γνωστικό κομμάτι που εκείνος θεωρεί αναγκαίο, καθώς το δημοτικό αποτελεί γι’ αυτόν το πρώτο βήμα για την επιτυχή είσοδο στο πανεπιστήμιο;
Όταν ο γονιός συνειδητά επιλέξει τη μοντεσσοριανή αγωγή για το δημοτικό, ο ρόλος του δεν μπορεί να είναι να «διαβάζει» το παιδί του το απόγευμα, να το ελέγχει και να το συγκρίνει με τις επιδόσεις άλλων συνομηλίκων του. Δε θα πρέπει άμεσα να ελέγχει εάν το παιδί του κατέκτησε τη διδακτέα ύλη. Δεν είναι ο ρόλος του να παρεμβαίνει στη μαθησιακή διαδικασία, όπως τουλάχιστον κακώς την εννοούσε ο ίδιος στην παραδοσιακή εκπαίδευση που έχει λάβει. Ζητούμενο είναι το παιδί να αποκτήσει υπευθυνότητα, να ξέρει τις υποχρεώσεις του για το σχολείο, να βρίσκει τη χαρά της δημιουργίας χωρίς την απειλή του βαθμού και χωρίς το εξωτερικό κίνητρο «αν είσαι καλός μαθητής, αν πάρεις 10, θα σου πάρω ό,τι θέλεις» κ.λπ., αλλά έχοντας χτίσει πάνω σε μια προσωπικότητα που βρίσκει την ευχαρίστηση στο να δημιουργεί πράγματα για εκείνο, να αναπτύσσεται πνευματικά και να ανταγωνίζεται όχι τους συμμαθητές του, αλλά τις ίδιες του τις αδυναμίες, τον εαυτό του.
Θα πρέπει ο γονιός να επεμβαίνει και να παρεμβαίνει μόνο σε θέματα αγωγής. Κι όταν με ρωτούν οι γονείς: «Τι πρέπει να κάνω εγώ εάν τελικά φέρω το παιδί μου σε σας;», η πρώτη απάντηση που παίρνουν είναι: «Τίποτε όσον αφορά τη γνωστική εξέλιξη του παιδιού, τη μαθησιακή διαδικασία και τις υποχρεώσεις που έχει το παιδί απέναντι στο σχολείο». Στο σπίτι το παιδί αποκτά άλλες δεξιότητες καθώς παίζει, ασχολείται με δημιουργικές δραστηριότητες (που δεν πρέπει να είναι, βέβαια, ένας σωρός δραστηριοτήτων σε αμφιβόλου ποιότητας κέντρα, που η μια διαδέχεται την άλλη), κυρίως όμως συμμετέχοντας στην οικογενειακή ζωή σαν ισότιμο μέλος της. Με αυτόν τον τρόπο το παιδί δομεί την προσωπικότητά του και αναπτύσσεται πνευματικά.
Προκύπτει όμως το ερώτημα: όλοι οι γονείς μπορούν να υποστηρίξουν τη μοντεσσοριανή αγωγή; Εάν με ρωτούσατε αν όλα τα παιδιά μπορούν να φοιτήσουν σε ένα μοντεσσοριανό σχολείο, θα σας απαντούσα χωρίς δεύτερη σκέψη «ναι». Για τους γονείς, όμως, δεν ισχύει αυτό.
Το μοντεσσοριανό σύστημα, αντικειμενικά, αποτελεί μια στάση ζωής. Οφείλει να στοχεύει όχι στην παροχή στείρας και αποστεωμένης γνώσης, δημιουργώντας έναν καλό μαθητή, αλλά στη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου ατόμου, ενός κριτικά σκεπτόμενου ανθρώπου, μιας ψυχικά υγιούς προσωπικότητας, που τελικά θα είναι και ο καλός μαθητής. Μια τέτοια αγωγή θα πρέπει πρώτιστα να αρχίζει από το ίδιο το σπίτι. Εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, το πλεονέκτημα του μοντεσσοριανού συστήματος, αν βέβαια αυτό υπηρετηθεί σωστά μακριά από αγκυλώσεις και αντιεπιστημονικούς δογματισμούς.
Όταν ένας γονιός επιλέξει για το παιδί του να λάβει «μοντεσσοριανή» αγωγή, πόσο είναι έτοιμος να την ακολουθήσει και ο ίδιος στο σπίτι; Το συνηθισμένο ερώτημα που θέτω στους γονείς όταν έρχονται να δουν το σχολείο είναι γιατί και με ποιο κριτήριο διάλεξαν το μοντεσσοριανό σχολείο για να φοιτήσει το παιδί τους και όχι το διπλανό παιδικό σταθμό. Εκεί συνήθως ακούω το «επειδή έρχεται κάποιος φίλος και είναι πολύ ευχαριστημένος», «γιατί τα παιδιά δεν έχουν το απόγευμα διάβασμα στο σπίτι», «επειδή η μοντεσσοριανή αγωγή βγάζει πάρα πολύ έξυπνα παιδιά και πιάνει πολύ καλά στις σπουδές τους», «γιατί είναι πολύ κοντά στο σπίτι μου». Κι εκεί είμαι υποχρεωμένη να τους τονίσω ότι, εάν δε συνάδει και δε συμπλέει η μοντεσσοριανή νοοτροπία και στο σπίτι, δεν έχει νόημα το παιδί να προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ δύο διαφορετικών αντιλήψεων. Όχι μόνο τελικά δε θα ωφελήσει, αλλά θα προκαλέσει συγχύσεις.
Στόχος, επομένως, του σχολείου και του γονέα είναι να μάθει στο παιδί πώς να μαθαίνει. Να το κάνει υπεύθυνο και ενεργητικό στην κατάκτηση της γνώσης. Μιας γνώσης που γίνεται βίωμα, καθώς προέρχεται από το ενδιαφέρον του παιδιού και έχει στόχο τη χαρά της αυτοπραγμάτωσης και της δημιουργίας.
Όσον αφορά το παιδί, θεωρεί κανείς πως είναι αναπόφευκτο να πρέπει ο μαθητής να υποφέρει για τις σχολικές του υποχρεώσεις, ενώ θα ’θελε κανείς μάλλον να χαίρεται γι’ αυτές. Είναι υποχρεωτικό και πρέπει να υπακούσει, μα θα ’θελε κανείς να ήταν ελεύθερο. Αυτές οι επιθυμίες, αντίθετα προς τις αληθινές αναγκαιότητες των γεγονότων, δημιουργούν τα προβλήματα γύρω από την αγωγή. Οι προσπάθειες των επιστημόνων καταλήγουν σε μια σειρά από μεμψιμοιρίες του ενήλικα, που ορίζει ένα αδιάβατο πεπρωμένο πάνω στο παιδί. Κι όλες οι μεταρρυθμίσεις του σύγχρονου σχολείου τείνουν να ανακουφίσουν αναπόφευκτα κακά με λάθος τρόπο, όπως π.χ. ξαλάφρωμα των προγραμμάτων, υποχρεωτικά διαλείμματα, που δεν αποτελούν λύση, αντίθετα ίσως και να επιδεινώνουν το πρόβλημα.
Τα λεγόμενα προβλήματα της αγωγής, ειδικά όσα αφορούν την ατομικότητα, το χαρακτήρα, τη διανοητική ανάπτυξη, έχουν την αρχή τους στη διαρκή διαμάχη μεταξύ ενήλικα και παιδιού. Τα εμπόδια που ο ενήλικας βάζει στο παιδί είναι πολλά και σοβαρά. Και γίνονται πιο επικίνδυνα, όσο αυτός αποτείνεται συνεχώς προς το παιδί και σχεδόν οπλίζεται εναντίον του με το δίκαιο, την επιστήμη, με τη θέλησή του να το διευθύνει, ανάλογα με τις δικές του πεποιθήσεις. Οι πιο κοντινοί επομένως ενήλικες στο παιδί, οι γονείς, είναι εκείνοι ακριβώς που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο κίνδυνο για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Το πρόβλημα της πρωτόγονης αυτής διαμάχης μεταξύ του δυνατού και του αδύνατου δεν ενδιαφέρει μόνο την αγωγή, αλλά αντανακλάται στην ψυχική ζωή του ανθρώπου, δίνοντας το κλειδί για πολλές ψυχοπάθειες του χαρακτήρα και του αισθήματος. Το πρόβλημα, λοιπόν, αναπαράγεται περνώντας από τον ενήλικα στο παιδί και από το παιδί στον ενήλικα, και διαιωνίζεται όσο η κοινωνία μέσω του επίσημου κράτους αρνείται να αναλάβει το ρόλο της στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού.
Με βάση την αντίληψή μας αυτή, το βασικό βήμα για να λύσουμε γενικά το πρόβλημα της αγωγής δεν πρέπει να γίνεται προς το παιδί, αλλά προς τον ενήλικα. Πρέπει να φωτίσει τη συνείδησή του, να απαλλαγεί από πολλές προκαταλήψεις και τέλος να αλλάξει τις ηθικές του στάσεις. Αυτό το πρώτο βήμα διαδέχεται η ευθύνη μας να προετοιμάσουμε για το παιδί ένα περιβάλλον προσαρμοσμένο στη ζωή του και απαλλαγμένο από τα εμπόδια. Το περιβάλλον μπορεί να προσδιοριστεί με γνώμονα ένα και μόνο πρόσωπο, το πρόσωπο του παιδιού. Έτσι το παιδί, όταν σιγά-σιγά απελευθερωθεί από την ανάγκη να αγωνίζεται εναντίον των εμποδίων, αρχίζει να εκδηλώνει τον ανώτερό του χαρακτήρα, τις υψηλές του τάσεις για τη δημιουργία μιας νέας προσωπικότητας. Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται η διαδικασία διαμόρφωσης μιας νέας ηθικής τάξης και για τον ενήλικα και για το παιδί.
Η μοντεσσοριανή αγωγή και εκπαίδευση, όπως και κάθε σύστημα, δεν αποτελεί απλά ένα σύστημα εκπαίδευσης, αλλά ένα σύστημα αγωγής. Δεν μπορεί να την αντιμετωπίσουμε έξω από το ίδιο το περιεχόμενο και την ουσία που της δίνεται κάθε φορά, τις αρχές, τις αξίες και το σύστημα αντιλήψεων, ανεξάρτητα από τους ανθρώπους που την υπηρετούν. Είναι σαφές ότι δεν μπορεί το εκπαιδευτικό σύστημα να είναι αδιάφορο για το τι «τύπο» ανθρώπου διαμορφώνει και με τι χαρακτηριστικά.
Στην ανθρώπινη κοινωνία υπάρχουν υποχρεώσεις αναπόφευκτες για το άτομο, που πρέπει να προσαρμοστεί, αλλά και ηθικοί περιορισμοί που απορρέουν από την κοινωνική συμβίωση. Κι αυτό πρέπει να γίνει υποτάσσοντας την κακώς εννοούμενη ελευθερία στη γνώση της αναγκαιότητας. Πρέπει να γίνει θυσιάζοντας τον εγωιστικό ατομισμό στις αξίες της συλλογικότητας και της κοινωνικής συμβίωσης, αν βέβαια μπορούμε να δεχτούμε ότι ο άνθρωπος προσδιορίζεται κυρίως κοινωνικά.
*Αποσπάσματα από ομιλία της ψυχολόγου Γιάννας Καλησπέρη αναφορικά με το ρόλο των γονέων στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών και την ιδιαίτερα σημαντική συμβολή τους στη μοντεσσοριανή αγωγή.
Η μοντεσσοριανή αυτή προσέγγιση ήταν το αντικείμενο της εισηγήσεως που είχε παρουσιάσει η Καλησπέρη στο πανελλήνιο συνέδριο με θέμα «Το μοντεσσοριανό σύστημα εκπαίδευσης σήμερα και αύριο: Προβληματισμοί και προοπτικές», το οποίο είχε πραγματοποιηθεί στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 2013 με διεθνή συμμετοχή.
Η Μαρία Μοντεσσόρι (Maria Montessori), η διάσημη ιταλίδα γιατρός και παιδαγωγός που κατόρθωσε να αλλάξει την κουλτούρα της εκπαίδευσης, την αντίληψη της παγκόσμιας κοινότητας για την όλη εκπαιδευτική διαδικασία, είχε γεννηθεί στις 31 Αυγούστου 1870 στο Chiaravalle, στην ευρύτερη περιοχή της Ανκόνα (Αγκώνας).
Φορέας πρωτοποριακών εκπαιδευτικών ιδεών, υπέρμαχος μιας νέας αγωγής, που τασσόταν υπέρ της ελευθερίας στην έκφραση, της δυνατότητας του παιδιού να διδάσκεται μόνο του, της ουσιαστικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον διδάσκοντα και τον διδασκόμενο, η Μοντεσσόρι απεβίωσε στις 6 Μαΐου 1952.
Στη χώρα μας η μοντεσσοριανή αγωγή εισήχθη το 1936 από τη γεννηθείσα στην Οδησσό παιδαγωγό Μαρία Εδελστάιν – Γουδέλη (1906-1991), που είχε μαθητεύσει κοντά στη Μαρία Μοντεσσόρι και εφάρμοσε το μοντεσσοριανό σύστημα, με τη βοήθεια του Δημήτρη Γληνού και με έναν τρόπο δημιουργικό, στο νηπιαγωγείο της Μαρασλείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις