Σπυρίδων Ζαμπέλιος: Η ιδιότυπη Μεγάλη Ιδέα του
Ο θεωρητικός της ιστοριονομίας
[…] Για έναν τέτοιο πρωτοπόρο, γνωστό βέβαια στους ειδικούς επιστήμονες, άγνωστο όμως στους πολλούς, και σχεδόν λησμονημένο από τους ίδιους του τούς πατριώτες, τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, θα ήθελα να σας πω δυο λόγια σήμερα.
Δεν θα σταθώ στη βιογραφία του, άλλοι συνάδελφοι σας μίλησαν γι’ αυτόν. Άλλωστε, όπως παρατηρούν οι προηγούμενοι μελετητές του, λίγα πράγματα ξέρομε για τη ζωή του. Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1815. Είχε πατέρα τον Ιωάννη Ζαμπέλιο και μητέρα τη Μαρίνα Πετριτσοπούλου. Γέννημα δηλαδή παλιών αρχοντικών οικογενειών του τόπου, που είχαν διακριθεί στην πολιτική και πνευματική ζωή της Επτανήσου.
Ο παππούς του από τη μάνα του Δημήτριος Πετριτσόπουλος (1764-1818) είχε διατελέσει πρόεδρος της Επτανησιακής Βουλής το 1803 και εξάσκησε ανώτερα κρατικά πόστα στην Κεφαλλονιά το 1804, στη Λευκάδα το 1806 και το 1810. […] Ένας από τους προγόνους του, ο Νεκτάριος Ζαμπέλιος (1620-1690), είχε διακριθεί επίσης στα γράμματα.
Ο πατέρας του, Iωάννης Ζαμπέλιος, είχε σπουδάσει στην Ιταλία, όπου το 1804 είχε συναντήσει τον Φώσκολο, αργότερα στη Γαλλία συνάντησε τον Κοραή, με τον οποίο είχε διατηρήσει συνεχή επαφή. Είναι ο συγγραφέας πολλών τραγωδιών που τις στέλνει χειρόγραφες στο μεγάλο δάσκαλο του Γένους και στις οποίες θέλει να εξάψει το πατριωτικό αίσθημα των Ελλήνων που ετοιμάζουν τη μεγάλη εθνική απελευθερωτική επανάσταση του ’21. Και στην προετοιμασία αυτή συμμετέχει ενεργά όχι μόνο με το λόγο του αλλά στην πράξη. Γίνεται μέλος το 1817 της Φιλικής Εταιρείας, όπου παίζει σημαντικό ρόλο. Οργανώνει συναντήσεις Φιλικών στο σπίτι του. Όταν εκρήγνυται η Επανάσταση, φεύγει από τη Λευκάδα και περνά για λίγο στην Ακαρνανία και στην Ήπειρο για να πάρει μέρος στον Αγώνα. Αναφέρεται όμως ότι ύστερα από συμβουλή του Μάρκου Μπότσαρη ξαναγύρισε στη Λευκάδα. Ο ηρωικός οπλαρχηγός, με το αλάνθαστο λαϊκό του ένστικτο, καταλάβαινε ότι ο καλαμαράς Ζαμπέλιος θα ήταν περισσότερο χρήσιμος στο έθνος με το λόγο του και το πνευματικό του έργο, παρά με το σπαθί και το ντουφέκι, που δεν ήταν άλλωστε σίγουρο ότι θα τα χειριζόταν καλά.
Σε τέτοια πνευματική και εθνική ατμόσφαιρα γεννήθηκε και ανατράφηκε ο νεαρός Σπυρίδων Ζαμπέλιος. Μ’ όλο που ανήκε σε αρχοντική γενιά, τα οικονομικά της οικογένειας δεν φαίνεται να ήταν πλουσιοπάροχα. Λυτό βέβαια δεν εμπόδισε το νεαρό Σπυρίδωνα να κάμει καλές σπουδές. Πρώτα στη Λευκάδα, όπου είχε δασκάλους τον Αθανάσιο Ψαλίδα, διευθυντή του σχολείου της πόλης, και τον Vincenzo Nannucci, υπομνηματιστή του Dante και συνθέτη τραγουδιών σε λαϊκή γλώσσα. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ιόνιο Ακαδημία, στην Κέρκυρα, το 1833. Έπειτα σπούδασε νομικά στην Ιταλία και τη Γαλλία, επισκέπτεται επίσης τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία. Επανέρχεται στην Επτάνησο, όπου αναλαμβάνει διάφορες θέσεις. Γίνεται βουλευτής στην Ιόνιο Βουλή (1845-1850), όπου ανήκει στο κόμμα των μετριοπαθών, που θέλουν βέβαια την ένωση με την Ελλάδα αλλά σε εύθετο χρόνο, γιατί πιστεύει ότι το νεοπαγές ελληνικό κράτος βρισκόταν ακόμα σε σημαντική καθυστέρηση και η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα θα συντελούσε στην πτώση του επτανησιακού πολιτισμού. Ύστερα από τη διάλυση της Ιονίου Βουλής, το 1851, έχομε μερικά ίχνη των ταξιδιών του, παντού: στην Κωνσταντινούπολη, στην Ιταλία, Λιβόρνο, Πίζα, Ρώμη, στην Αθήνα. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στις σπουδές του, έπειτα στην πολιτική και στις φιλολογικές του απόπειρες. Γράφει ποιήματα από 17 χρονών. Αργότερα θα επηρεασθεί μάλιστα από τον Σολωμό και θα γράψει κι αυτός ποίημα («Ύστερη νυχτιά του καταδίκου»), που παρουσιάστηκε σαν το δίδυμο αδέλφι του «Λάμπρου» του Σολωμού, κι έπειτα τις διάφορες ιστορικο-φιλοσοφικές του μελέτες, που είναι και το βασικό του έργο και η πραγματική του συμβολή στην πνευματική ιστορία του τόπου.
[…]
Δεν πρόκειται στη σύντομη αποψινή παρουσίαση να ασχοληθώ με το σύνολο του έργου του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου. Θα μείνω μόνον στο ιστορικό του έργο, γιατί αυτό παρουσιάζει τέτοιο ενδιαφέρον και στοιχεία πραγματικά πρωτοποριακά, σε τέτοιο βαθμό ώστε οι σύγχρονοι έλληνες ιστορικοί να αισθάνονται την ανάγκη μιας νέας ανάγνωσης, με καινούριο μάτι, της σκέψης και της ρηξικέλευθης σε πολλά σημεία όρασης του περίεργου αυτού διανοητή.
Και πρώτα-πρώτα θα προσπαθήσω […] να σας παρουσιάσω τα κύρια σημεία της θεωρίας του, στην οποία υποτάσσει την ιστορική του έρευνα. Γιατί η μεγάλη συμβολή του Ζαμπελίου στην ιστορική ελληνική επιστήμη είναι ότι, οπλισμένος με μια γενική ιστορική θεωρία, όπως την είχε διαμορφώσει από τα διάφορα ρεύματα της φιλοσοφίας της ιστορίας της Δύσης, δεν αρκέστηκε στην παρουσίαση μιας κάποιας φιλοσοφίας της ιστορίας, αλλά πρώτος ή από τους πρώτους προσπάθησε να διερευνήσει, επί τη βάσει της θεωρίας αυτής, την ιστορική ροή του ελληνισμού κάνοντας συγχρόνως και έργο ιστοριοδίφη. Δεν αρκέστηκε, για την εξήγηση που αυτός πρότεινε του ελληνικού παρελθόντος, σε δημοσιευμένες πηγές και στην πρόχειρη ανάγνωσή τους. Αναδιφά στις ανέκδοτες συλλογές χειρογράφων των μεγάλων βιβλιοθηκών της Ευρώπης και στα πλούσια ιταλικά κυρίως αρχεία, για να βρει καινούρια στοιχεία για τη σύνθεση του έργου του. Κι αυτό είναι το πρώτο μάθημα για τους νεότερους ερευνητές.
Πήρα για βάση, στις σκέψεις που θα ακολουθήσουν, τα δυο του βασικά συγγράμματα. Τον περίφημο πλέον πρόλογό του στην έκδοση των δημοτικών τραγουδιών, που ο πλήρης τίτλος είναι «Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί μεσαιωνικού ελληνισμού», 1852, αφιερωμένο σε μια δεύτερη έκδοση τον ίδιο χρόνο «Εις τον ελληνικόν λαόν», και το άλλο σημαντικό έργο του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Βυζαντιναί μελέται περί πηγών νεοελληνικής εθνότητος από Η’ άχρι Ι’ εκατονταετηρίδος μ.Χ.», Αθήνα 1857.
Η πρώτη βασική θεωρητική μεθοδολογική αρχή του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου για τη μελέτη της ιστορίας είναι ότι ο ιστορικός πρέπει να αρχίζει την έρευνά του και την ιστορική του θεώρηση από το παρόν: «Αναχωρούμεν πρώτον από της θέσεως εις ην ευρισκόμεθα σήμερον, και παρακολουθούντες την αλληλουχίαν των κυρίων γεγονότων, ανατρέχομεν εις τας αρχικάς πηγάς, διερευνώντες καθ’ οδόν των αιτιών και αποτελεσμάτων τας αμφιπεπλεγμένας αρτηρίας.— Μεταταύτα, τον εσχεδιασμένον ήδη δρόμον ανύοντες και, μετά πλείονος πεποιθήσεως εις τας ιδίας δυνάμεις, βαθμηδόν ομαλύνοντες αυτόν, επαναστρέφομεν εις τα ίδια. Τω δε τω τρόπω συμβιούμεν συγχρόνως μετά τε των ζώντων και των κεκοιμημένων, μετά πολλής ωφελείας εναλλάσσοντες τον θάνατον και την ζωήν. Εις γαρ την ιστορίαν, καθάπερ εις τας Γραφάς, η ζωή και ο θάνατος συναρτίζουσι την άλυσον της Αποκαλύψεως» («Άσματα δημοτικά», σ. 18).
Με απλούστερα ίσως λόγια και σε ύφος λιγότερο ποιητικο-ρητορικό, αλλά το ίδιο περιεχόμενο θα έδινε στη μέθοδό του και ένας σημερινός ιστορικός. Τα προβλήματα που ζούμε στο παρόν γίνονται ερεθίσματα για τον πλουτισμό της προβληματικής της ιστορίας.
Η δεύτερη βασική αρχή της ιστορικής θεωρίας του Ζαμπελίου είναι τούτο, ότι όπως και τα άτομα έτσι και τα γένη, έτσι και τα έθνη έχουν εκ των προτέρων ιδιάζουσες ηθικές ποιότητες, ανάλογες με την αποστολή για την οποίαν είναι προορισμένα.
Αναγνωρίζει κανείς εδώ τη μεγάλη αρχή που κυριάρχησε καθ’ όλο τον 19ο αιώνα και που είχε εξαγγείλει ο μεγάλος γερμανός διανοητής Herder, την αρχή του «λαϊκού πνεύματος», το Volksgeist, που έδωσε έναυσμα στη μελέτη των ηθών και εθίμων των διαφόρων λαών, της λαϊκής δημιουργίας γενικότερα, του λαϊκού δικαίου. Η αρχή αυτή συμπληρώνεται στη σκέψη του Ζαμπελίου με μιαν άλλη θεμελιακή για το έργο του σκέψη, που εκφρασμένη για πρώτη φορά από τον Ζαμπέλιο θα κυριαρχήσει σε ολόκληρη την ιδεαλιστική ελληνική ιστοριογραφία, σχεδόν ως τις μέρες μας, και που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά τής νεοελληνικής σκέψης που στηρίζεται στη Μεγάλη Ιδέα. Το κήρυγμα της αποστολής, του προορισμού ενός γένους-λαού-έθνους, προορισμού δοσμένου άνωθεν. «Τα γένη», γράφει ο Ζαμπέλιος, «έλαβον άνωθεν ηθικάς ποιότητας, ανάλογους της αποστολής εις ην ήσαν προωρισμένα, και ότι, παρεκτός ολίγων τινών υπεριστορικών γεγονότων, εις την οικονομίαν των οποίων ο Θεός ηθέλησε, μόνος ο δάκτυλος αυτού να διαδεικνύεται, άλλας μεταβολάς δεν γινώσκομεν ασχέτους προς την ιστορίαν των προηγουμένων αιώνων, και μη οφειλούσας την αρχήν εις το παρελθόν» («Άσματα δημοτικά», σ. 19).
Από την διαπίστωση αυτή απορρέει μια τρίτη και σημαντική αρχή, βάση ολόκληρη της θεωρίας και μεθοδολογίας του Ιστορισμού, του οποίου ο Ζαμπέλιος εμφανίζεται σαν ο εισηγητής στη νεοελληνική ιστοριογραφία: η θεωρία της συνεχούς ροής της Ιστορίας, ενός συνεχούς και αδιαιρέτου ρεύματος που διατηρεί πάντοτε αναλλοίωτη την ουσία του, και παρουσιάζει μόνον αλλεπάλληλες εκφάνσεις που η μια περιέχει μέσα της την προηγούμενή της, καθώς και τη δυνατότητα της πραγμάτωσης τών κάθε φορά επιτευγμάτων και των άμεσα προορισμένων στόχων.
Για τον Ζαμπέλιο δεν υπάρχουν περίοδοι ακμής και παρακμής και πτώσης. Όλα αυτά είναι σημεία μετάβασης από μιαν κατάσταση σε κάποια άλλη, αναγκαία ίσως μετάβαση από κάποιον ιστορικό νόμο που διέπει τα φαινόμενα, όταν το χέρι του Θεού, της υπέρτατης δύναμης, δεν επεμβαίνει για να αλλάξει προς στιγμήν την ιστορία των γεγονότων, που όταν πάλιν αφεθούν στη φυσική τους κίνηση θα ακολουθήσουν τους προκαθορισμένους νόμους. Και ας αφήσουμε πάλι εδώ το δυνατό λόγο του Ζαμπελίου να ακουστεί όσο το δυνατόν καθαρότερα: «Επειδή, λοιπόν, παν έκαστον γινόμενον εμπεριέχει εν εαυτώ τα γεννητικά του αίτια, προσέτι δε τους λόγους τους συμβαλόντας εις την πραγματοποίησιν και επιτυχίαν του, έπεται ότι η αληθής επιστήμη της ιστορίας την οποίαν, αντί φιλοσοφίας της ιστορίας, ημείς, επί το ελληνικότερον, ΙΣΤΟΡΙΟΝΟΜΙΑΝ επονομάζομεν, συνίσταται εις το να διερευνώμεν, εν παντί χώρω καί χρόνω, τας απορρήτους αιτίας, αίτινες εγέννησαν τας μεταβολάς, και τας σπουδαίας περιπτώσεις, όσαι συνέτρεξαν εις την γένεσιν των συμβεβηκότων. Η οπισθόρμητος και πειραματική αύτη μέθοδος, παρεκτός της πραγματικής ωφελείας ην, ελπίζομεν, θέλει παρέξει, συνάδει προσέτι με το πνεύμα και τας έξεις της εθνικής ημών σοφίας» («Άσματα δημοτικά», σ. 19).
Ιδού λοιπόν η γενική μέθοδος, η ανίχνευση των υπόγειων ρευμάτων που κινούν την ιστορία και που αποτελούν νόμους ιστορικούς. Οι σημερινοί ιστορικοί θα λέγαμε, ύστερα από πείρα ερευνητική: σταθερές τάσεις. Κι αυτούς τους νόμους τούς διδάσκει η φιλοσοφία της ιστορίας, που ο Ζαμπέλιος την ονομάζει ιστοριονομία.
Δεν είναι διαφορετική η σημερινή μας μέθοδος. Κύρια, και αυτό είναι το μεγάλο μάθημα που κατά τη γνώμη μου μας δίνει ο Ζαμπέλιος, δεν είναι διαφορετική η απάντηση των σημερινών πραγματικών ιστορικών για την εφαρμογή της γενικής αρχής της οπισθόρμητης και πειραματικής αυτής μεθόδου, που δεν είναι τίποτα άλλο από την συνεχή παλινδρόμηση ανάμεσα στη θεωρία και στην πραγματολογική έρευνα. Η θεωρία φωτίζει την πραγματολογική έρευνα, θέτοντας τα πρώτα ερωτήματα στις πηγές, που δεν μιλούν από μόνες τους, παρά απαντούν μόνον στις ερωτήσεις που τους βάζει ο φωτισμένος από τη γενική θεωρία ιστορικός. Η δεύτερη, δηλαδή η πραγματολογική έρευνα, πλουτίζει τα ερωτήματα της θεωρίας και ελέγχει την ισχύν τους και την καθολικότητά τους.
Στο οργανωμένο αυτό σύστημα με την εσωτερική λογική συνοχή διαβλέπει κανείς, κι αυτό έχει τονισθεί από όλους τους προηγούμενους μελετητές του έργου του Ζαμπελίου, τον απόηχο ορισμένων θεωριών.
[…]
Ο Ζαμπέλιος είναι ο πρώτος νεοέλληνας ιστορικός που συλλαμβάνει και εκφράζει με δύναμη την έννοια της συνέχειας του ελληνισμού από την αρχαιότητα ως τα σήμερα αξιοποιώντας και μελετώντας όλες τις περιόδους της ιστορίας. Κλασική αρχαιότητα, βυζαντινή περίοδο, που την αποκαθιστά στα μάτια των συγχρόνων του που την περιφρονούσαν. Μέσα σε αυτή άλλωστε την περίοδο ο Ζαμπέλιος βλέπει την διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, του οποίου προσπαθεί πρώτος, επαναλαμβάνω πρώτος, να καθορίσει τα χαρακτηριστικά του και διακινδυνεύει να
προφητεύσει το μέλλον του. Αφορμή για το έργο αυτό είναι τα ίδια τα προβλήματα της εποχής του. Η επίμονη προπαγάνδα ενάντια όχι μόνο της συνέχειας του ελληνισμού, αλλά της ίδιας του της ύπαρξης από τον ιδεολογικό εκπρόσωπο τής Ιερής Συμμαχίας, που έβλεπε στην Ελληνική Επανάσταση και στη δημιουργία του ελληνικού κράτους το θανάσιμο κίνδυνο των απολυταρχικών αυτοκρατορικών καθεστώτων. Η αντίδραση των φιλοσόφων ιστορικών της Δύσης ήταν άμεση και οι έλληνες συνάδελφοί τους προχώρησαν ακόμα παραπέρα θεμελιώνοντας την ιστορική θεωρία της Μεγάλης Ιδέας με βάση όχι μόνον την ιδέα της συνέχειας του ελληνισμού και του δικαιώματός του να ολοκληρώσει την κρατική του ανάσταση, αλλά και να κυριαρχήσει στην Ανατολή.
[…]
Πρώτη και βασική ιδέα του Ζαμπελίου για την ουσία του ελληνισμού που ισχύει διαχρονικά είναι η ισονομία. «Η Ισονομία», γράφει, «υπάρχει το κύριον και πρώτιστον κίνητρον της ελληνικής ενεργητικότητος, ορμέμφυτος δύναμις, δι’ ης το γένος κινείται και πράττει, συνήθως εν αγνοία αυτού, και υπό τας ωθήσεις της οποίας πολλάκις παραβλέπει ενεστώτα συμφέροντα τιμαλφή, εις προσδοκίαν μελλόντων αγαθών, ή εις διακονίαν της προόδου των ανθρώπων».
Στην άσκηση της ορμέμφυτης αυτής ενέργειας τα ορμητήρια είναι δύο: θρησκεία ή φιλοσοφία, δηλαδή η θεωρητική του πνεύματος άσκηση και η πολιτική «ήτις διατελεί κονίστρα της πρακτικής του γένους ενεργείας».
Με άλλα λόγια θεωρία και πράξις ή αλλιώτικα πίστις και πατρίς «ιδού τα δύο άκρα του άξονος περί ον από καταβολής πολιτισμού στρέφεται θεοκελεύστως η πελωρία ελληνική σφαίρα. Διπλή τρόπον τινά ζωή, χάριτι της οποίας, εάν σήμερον ασθενή το έθνος, αύριον αναρρωνύει, εάν δε κατ’ ένα τρόπον αποθάνη, κατ’ άλλον ανίσταται».
Ισονομία, λοιπόν, είναι το ορμέμφυτον του ελληνισμού. Και η ισονομία αυτή διανύει στην ιστορία τέσσερα στάδια. Τα τρία είναι συντελεσμένα, το τέταρτο αρχίζει με την Ελληνική Επανάσταση και στις μέρες του δεν είχε ακόμα συντελεσθεί, αλλά είναι «εσχεδιασμένον».
Στο πρώτο στάδιο, που συντελείται στην αρχαιότητα, προκλασική και κλασική, είναι η βαθμιαία μεταβολή του προ-λογικού στοιχείου, που μας έρχεται από την Ανατολή, σε λογικό στοιχείο. […] Την αρχή αυτή της λογικοποίησης την συμπληρώνει αργότερα η φιλοσοφία, που εισάγει σχέδιο νέας ηθικής, νέας πολιτικής ισότητας, νέας μεταφυσικής. […]
Στο δεύτερο στάδιο οι πρωταγωνιστές είναι οι νομοθέτες που επιχειρούν «της πατρίδος την πρακτικήν κατασκευήν». […]
Το τρίτο στάδιο της ισονομίας συντελείται κατά τον Μεσαίωνα και διαιρείται σε δύο μεγάλες περιόδους, στον αρχαίο μεσαιωνισμό και στο νέο μεσαιωνισμό.
Στον πρώτο καθολικεύεται το πνεύμα της ελληνικής ισονομίας ξεφεύγοντας από τα όρια του ελληνισμού και εκτείνεται στους λαούς της Ανατολής και της Δύσης. Εδώ γίνεται η σύνθεση των αντιθέτων δογμάτων, τρόπων ζωής και φυλών μέσα στη Ρώμη και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Εδώ συγχωνεύονται ελληνισμός και χριστιανισμός, εδώ δημιουργείται ο ελληνο-χριστιανισμός, όρος που πρώτος εισήγαγε ο Ζαμπέλιος. Κατά την πρώτη αυτή περίοδο ο ελληνισμός ξεχνά τον εαυτό του και εργάζεται για όλους τους λαούς, για να δημιουργήσει μια οικουμενική ιδέα.
Κατά το δεύτερο μεσαιωνικό στάδιο ο ελληνισμός, από τον Βασίλειο τον Μακεδόνα και πέρα, επανέρχεται στον εαυτό του και προετοιμάζει την αναγέννησή του και την δημιουργία του νέου ελληνικού έθνους. Η προετοιμασία της αναγέννησης δεν διακόπτεται με την Πτώση, γιατί συνεχίζεται από την οικουμενική Εκκλησία (γράφε Ορθοδοξία).
Ποιο είναι το μέλλον της αναγεννηθείσης Ελλάδος; Ο προορισμός του νέου ελληνικού κράτους είναι, κατά τον Ζαμπέλιο, πολιτικός.
Εθνολογικά. Θα πρέπει να συγχωνευθούν οι διάφοροι ορθόδοξοι λαοί σε μια πολιτικοπολιτιστική ενότητα κάτω από μιαν ισοπολιτεία.
Το πολίτευμα. Το αναγεννώμενο ελληνικό κράτος θα δώσει το τελειότερο παράδειγμα ισόνομης συντεταγμένης δημοκρατίας. […]
Θρησκεία. Ο χριστιανισμός βέβαια είναι εναρμονισμένος με τη φιλοσοφία.
[…]
Αυτή είναι η σκέψη του Ζαμπελίου. Αυτή είναι η ιδιότυπη Μεγάλη Ιδέα που κηρύσσει, που βέβαια διαφέρει κάπως από την πολιτικοποιημένη Μεγάλη Ιδέα των πολιτικών της εποχής.
Θεωρία γεμάτη ουτοπικά στοιχεία, όνειρα των καιρών, αλλά και οξείες παρατηρήσεις ενός προδρόμου. Θεωρία επίσης δύσκολη στην κατανόησή της ιδιαίτερα στην εποχή της. Πολλά από τα στοιχεία τα πήρε και τα εκλαΐκευσε ο Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος άλλωστε ομολογεί την οφειλή του στον Ζαμπέλιο.
Ήταν φυσικό το συστηματικό και ευκολονόητο έργο του εθνικού μας ιστορικού να αμαυρώσει το έργο τού περισσότερο δοκιμιογράφου και δύσκολου στην κατανόηση Ζαμπελίου.
Δεν είναι τυχαίο όμως ότι το έργο του επανέρχεται σήμερα στην επιφάνεια και μελετιέται. Οι συνθήκες του σημερινού ελληνισμού, που μόλις τώρα βγαίνει από τις οδυνηρές περιπέτειες του τελευταίου πολέμου και από τον σάλο μιας ανώμαλης και ανελεύθερης πολιτικής ζωής, επιβάλλουν ίσως μια νέα τάση προς αυτογνωσία που συνοδεύει συνήθως τα έθνη σε κάθε ιστορική τους καμπή. Και οι σημερινοί ιστορικοί ανατρέχουν και πάλι στις πρώτες πηγές.
*Αποσπάσματα από ομιλία που είχε εκφωνήσει ο σημαντικός λευκαδίτης ιστορικός Ν. Γ. Σβορώνος (1911-1989) στις «Γιορτές Λόγου και Τέχνης» της Λευκάδας πριν από σαράντα χρόνια, τον Αύγουστο του 1982 (επιμέλεια κειμένου: Τ. Ε. Σκλαβενίτης, πηγή: «Μνήμων», 14, Αθήνα, 1992).
Ο ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας Σπυρίδων Ζαμπέλιος γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1815 (η 1η Σεπτεμβρίου αναφέρεται στις σχετικές πηγές ως επικρατέστερη ημερομηνία γεννήσεώς του) και απεβίωσε στην Ελβετία το 1881.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις