Ενέργεια: Η δυσκολία της ΕΕ να μεταρρυθμίσει μια αγορά που η ίδια δημιούργησε
Αντιμέτωπη με την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να μεταρρυθμίσει ένα μοντέλο για την αγορά ενέργειας που η ίδια διαμόρφωσε
- Το ΠΑΣΟΚ θα προτείνει άλλο πρόσωπο για ΠτΔ αν ο Μητσοτάκης επιλέξει «στενή κομματική επιλογή»
- Κατεπείγουσα εισαγγελική παρέμβαση από τον Άρειο Πάγο μετά την αποκάλυψη in – Για το χαμένο υλικό από τις κάμερες στα Τέμπη
- Πολάκης: Η άσχημη εικόνα των δημοσκοπήσεων θα αλλάξει μετά τις εσωκομματικές εκλογές
- Το μετέωρο βήμα της ΝΔ και οι τριγμοί στη δεξιά πολυκατοικία
Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον πιο δύσκολο ενεργειακά χειμώνα της πρόσφατης ιστορίας που έχει τον κίνδυνο να μετατραπεί στον πιο βασικό παράγοντα λαϊκής δυσαρέσκειας και απονομιμοποίησης των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Και το πρόβλημα που έχει να λύσει είναι ότι για να το κάνει αυτό χρειάζεται να φέρει μεγάλες αλλαγές σε μια αγορά ενέργειας την οποία η ίδια δημιούργησε και η οποία πήρε αρκετό καιρό για να διαμορφωθεί.
Ο λόγος είναι ότι η αγορά ενέργειας στην Ευρώπη επηρεάζεται όχι απλώς από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον τρόπο που επηρεάζει ιδίως τις ροές φυσικού αερίου, αλλά και από τον τρόπο που τιμολογείται η ενέργεια.
Η Ευρώπη παραμένει ιδιαίτερα εξαρτημένη από το φυσικό αέριο, ιδίως από τη στιγμή που έχει εδώ και χρόνια προκριθεί ως το κρίσιμο «μεταβατικό» ορυκτό καύσιμο μέχρι την πλήρη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ο γαιάνθρακας προσκρούσει πάνω στην μεγάλη περιβαλλοντική του επιβάρυνση και η πυρηνική ενέργεια πάνω στις αντιδράσεις των κοινωνιών που έχουν οδηγήσει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (εξαίρεση η Γαλλία) σε πολιτικές δεσμεύσεις για αποπυρηνικοποίηση.
Όμως, η Ευρώπη είναι υποχρεωμένη να εισάγει πολύ μεγάλες φυσικού αερίου, είτε από τη Ρωσία – από την οποία θέλει να απεξαρτηθεί ως απάντηση στον πόλεμο στην Ουκρανία και η οποία επίσης «κλείνει τη στρόφιγγα» ως απάντηση στην ευρωπαϊκή ενίσχυση της Ουκρανίας – είτε από τις διεθνείς αγορές όπου η ούτως ή άλλως αυξημένη ζήτηση – που ενισχύεται από τις αναταράξεις που φέρνουν ο πόλεμος – αυξάνει τις τιμές του φυσικού αερίου.
Όμως, αυτή είναι η μία πλευρά του προβλήματος. Πιο σωστά, η μία διάσταση του προβλήματος, ότι δηλαδή η τιμή του φυσικού αερίου έχει εκτιναχθεί και αυτό πέραν της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αυξάνει πάρα πολύ το κόστος για τη βιομηχανία, αλλά και για τα νοικοκυριά που το χρησιμοποιούν για θέρμανση.
Η άλλη διάσταση είναι ότι το φυσικό αέριο παίζει τον κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της τιμής της ηλεκτρική ενέργειας.
Η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας
Για μεγάλο διάστημα σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες δεν υπήρχε «αγορά ηλεκτρικής ενέργειας». Το ηλεκτρικό ρεύμα παραγόταν από μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούσαν ένα μίγμα από διαφορετικές πηγές (γαιάνθρακα, πυρηνική ενέργεια, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, υδροηλεκτρικά) και διαμόρφωναν την τιμή με βάση ένα μέσο κόστος και συχνά με κριτήρια πολιτικά και κοινωνικά. Άλλωστε, ήταν εταιρείες που είχαν στην κατοχή τους και την παραγωγή και τη διανομή ενέργειας.
Ένας από τους στόχους της ΕΕ εδώ και δεκαετίες ήταν η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Αυτό έγινε με την αποσύνδεση ανάμεσα στην παραγωγή και τη διανομή ενέργειας και την εισαγωγή μορφών ανταγωνισμού και αγοράς στην προσφορά ενέργειας. Αυτό θεωρήθηκε ότι θα ενίσχυε την επένδυση, θα βοηθούσε την επένδυση και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειες και θα διευκόλυνε τον καταναλωτή.
Όλα αυτά συνδυάστηκαν με την παράλληλη ύπαρξη του αγοράς δικαιωμάτων ρύπου και της έμφασης και στην ύπαρξη μιας διασυνοριακής αγοράς ενέργειας.
Αυτό σταδιακά οδήγησε στη σημερινή διαμόρφωση αυτού που περιγράφεται ως το target model, που εφαρμόζεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό περιλαμβάνει δύο αγορές που λειτουργούν ως δημοπρασίες – την προημέρήσια αγορά και την ενδοημέρήσια αγορά), την προθεσμιακή αγορά και την αγορά εξισορρόπησης που καλύπτει τις απρόβλεπτες ανάγκες του συστήματος. Στην Ελλάδα τις τρεις πρώτες τις διαχειρίζεται το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας και την τέταρτη ο ΑΔΜΗΕ.
Παρότι η λειτουργία του μοντέλου είναι αρκετά σύνθετη, εντούτοις στον πυρήνα του έχει ένα στοιχείο που το συναντάμε σε όλες τις αγορές αγαθών όπου μπορεί να υπάρξει σπάνη: η τιμή του αγαθού – εν προκειμένω της ηλεκτρικής ενέργειας – διαμορφώνεται κάθε στιγμή με βάση την τιμή της οριακής προσφερόμενης ποσότητας αυτής που κατορθώνει να καλύπτει τη ζήτηση. Αν δύο χωράφια παράγουν στάρι και είναι αναγκαία η ποσότητα και των δύο για να καλυφθεί η ζήτηση τότε η τιμή του σιταριού θα διαμορφωθεί με βάση αυτή του χωραφιού που έχει πιο μεγάλο κόστος, καθώς εκεί αυτό θα μπορεί να παράγει, ενώ το άλλο, που παράγει με μικρότερο κόστος θα έχει μεγαλύτερο κέρδος. Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό π.χ. στο πετρέλαιο όπου την τιμή τη διαμορφώνει το εξαιρετικά χαμηλό κόστος εξόρυξης της Σαουδικής Αραβίας αλλά π.χ. το αρκετά πιο κοστοβόρο πετρέλαιο της Βόρειας Θάλασσας.
Στην περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, το πρόβλημα είναι ότι η οριακή τιμή είναι αυτή της ενέργειας που παράγεται από το φυσικό αέριο, που ακόμη και όταν αποτελεί μέρος μόνο του συνολικού «μείγματος καυσίμων», εντούτοις καθορίζει και την τιμή συνολικά. Και όταν η τιμή του φυσικού αερίου υπερπολλαπλασιάζεται, αυτό συμπαρασύρει και τις τιμές της ηλεκτρικές ενέργειας, όπως βλέπουμε αυτό το διάστημα στην Ευρώπη.
Τα διλήμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Όμως, την ίδια στιγμή για την Ευρωπαϊκή Ένωση η διαμόρφωση αυτής ακριβώς της αγοράς ενέργειας θεωρήθηκε από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά της. Θεωρήθηκε ότι απελευθέρωσε τις αγορές, ενίσχυσε τις επενδύσεις και επέτρεψε μεγαλύτερη επένδυση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που κανονικά θα είχαν μικρότερο περιθώριο κέρδους. Αυτό εξηγεί και γιατί ήδη από τον Απρίλιο η ACER, ο οργανισμός της ΕΕ που είναι αρμόδιος για την ενέργεια, ήδη από τον Απρίλιο επέμεινε ότι δεν πρέπει να αλλάξει η τρέχουσα μορφή οργάνωσης της χονδρικής αγοράς ενέργειας στην Ευρώπη. Το ίδιο και άλλα think tanks. Αλλά και το ΔΝΤ είχε επιμείνει ότι δεν πρέπει να υπάρξουν μεγάλες παρεμβάσεις στο πώς λειτουργούν οι αγορές, αντιπροτείνοντας ουσιαστικά την επιδότηση των περισσότερο ευάλωτων κοινωνικών κατηγοριών.
Μέχρι τώρα οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν κυρίως προκρίνει μορφές επιδότησης των καταναλωτών ώστε να μην χρειάζεται να επωμιστούν το σύνολο των μεγάλων αυξήσεων. Όμως, είναι σαφές ότι αυτό έχει όρια στο πόσο μπορεί να εφαρμοστεί και αυτό εξηγεί γιατί ανοίγει η συζήτηση για αλλαγή του μηχανισμού τιμολόγησης.
Αυτό εξηγεί γιατί μελετώνται οι προτάσεις που έχουν υπάρξει ουσιαστικά για αποσύνδεση της τιμής του φυσικού αερίου από την τιμολόγηση του ρεύματος, ή γιατί εξετάζεται η αποτελεσματικότητα της εμπειρίας των χωρών της Ιβηρικής που έλαβαν μια μορφή «εξαίρεσης που επέτρεψε να μπει όριο στην τιμή του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (με παράλληλη επιδότηση των εταιρειών αερίου στη βάση των χρεώσεων στην παραγωγή ενέργειας). Από την άλλη υπάρχουν πάντα οι φωνές που υποστηρίζουν ότι εάν υπάρξει μια μεγάλη ανατροπή στην οργάνωση της αγοράς ενέργειας στην Ευρώπη, αυτό θα δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα και αντιπροτείνουν κυρίως την βραχυπρόθεσμη φορολόγηση των υπερκερδών ώστε να επιδοτηθούν οι καταναλωτές. Παράλληλα, υπάρχουν και οι φωνές που επιμένουν ότι πέραν της ανάγκης κοινωνικής στήριξης είναι σημαντικό ο μηχανισμός των τιμών να είναι και κίνητρο στους καταναλωτές να μειώσουν την κατανάλωση ενέργειας, με βάση και το στόχο που έχει θέσει η ΕΕ.
Μένει να δούμε εάν στα δύο ορόσημα που έχουν τεθεί, τη σύνοδο των υπουργών Ενέργειας στις 9 Σεπτεμβρίου και την ομιλία για «την κατάσταση της Ένωσης» που θα κάνει η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο Ευρωκοινοβούλιο στις 14 Σεπτεμβρίου θα παρουσιαστεί το νέο συνολικό σχέδιο.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις