Η σειρά των ιστορικών γεγονότων που συγκροτούν τη λεγόμενη «Μικρασιατική Καταστροφή», από της οποίας την τραγική κορύφωση συμπληρώνονται αυτές τις μέρες εκατό χρόνια, προσφέρουν μια ευκαιρία να θυμηθούμε και κυρίως να στοχαστούμε. Τι πήγε στραβά τότε, θα μπορούσε άραγε να αποφευχθεί και μήπως διορθώθηκαν στη συνέχεια οι δομικές δυσλειτουργίες; Πού βρίσκεται, από πλευράς θεσμών και παθών, εθνικών επιδιώξεων και πραγματώσεων, διεθνούς θέσης και πολιτικής αποτελεσματικότητας, η σημερινή Ελλάδα;

Η «Μικρασιατική Καταστροφή» μπορεί να θεωρηθεί ότι εκτείνεται στην περίοδο 1919-1922 και σε διακριτά, όσο και επικαλυπτόμενα, πεδία. Πρόκειται αρχικά για μια μεγάλη διπλωματική επιτυχία, που οδήγησε σε (προσωρινή) «ανακατάληψη» της Σμύρνης: πρώτα (1919) μέσω της συμφωνίας των επικεφαλής των «μεγάλων δυνάμεων» της εποχής (Ουίλσον, Λόιντ Τζορτζ, Κλεμανσό) για εγκατάσταση ελληνικής «δύναμης» προς «εξασφάλιση της ειρήνης» και πιο επίσημα μέσω της Συνθήκης των Σεβρών (1920), που αναγνώρισε στην Ελλάδα δικαίωμα διοίκησης της Σμύρνης και της ενδοχώρας για πέντε χρόνια και στη συνέχεια διενέργεια δημοψηφίσματος για την οριστική ένωση με την Ελλάδα. Είναι η φάση της εθνικής ανάτασης και της, κατά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, «ούτε μια φορά στα χίλια χρόνια» παρουσιαζόμενης ευκαιρίας.

Οι επόμενες δύο φάσεις, και σειρές γεγονότων, δεν είναι ένδοξες. Στον καθαυτό πόλεμο στη Μικρασία, παρότι άρχισε με επιτυχίες και προελάσεις του ελληνικού στρατού, η Ελλάδα ηττήθηκε, μέσα από έναν συνδυασμό τεχνικών δυσκολιών (διάρκεια, απόσταση, τεράστιο μέτωπο, οικονομικό βάρος), κόπωσης (των στρατιωτών και του κοινωνικού σώματος), εσφαλμένων αποφάσεων (συνέχιση της εκστρατείας από την κυβέρνηση που είχε εκλεγεί για να την σταματήσει, προαναγγελθείσα σύμπτυξη του μετώπου τον Μάιο του 1922, άτακτη αποχώρηση του στρατού με πλήρη εγκατάλειψη των τοπικών πληθυσμών) και πετυχημένων διπλωματικών και πολεμικών κινήσεων του Κεμάλ. Κορύφωση βέβαια της ήττας, και του όλου δράματος, ήταν η φωτιά, η σφαγή και η μαζική αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού από τη Σμύρνη, τον Σεπτέμβριο του 1922, μέσα σε συνθήκες που δεν είχαν καμία σχέση με «συνωστισμό» και στενή σχέση με κόλαση (όπως ξέρω, μαζί με εκατομμύρια άλλους Ελληνες, από πρώτο χέρι: από τη γιαγιά μου).

Στο εσωτερικό μέτωπο η Ελλάδα εξώκειλε στον διχασμό και οδηγήθηκε σε θεσμική κατάρρευση: συνεχείς εναλλαγές κυβερνήσεων, επιστροφή βασιλιά Κωνσταντίνου, πραξικόπημα μετά την Καταστροφή, Δίκη και θανάτωση των 6. Σημείο καμπής εντός αυτών των εξελίξεων, οι εκλογές του 1920, με τη σαρωτική ήττα του θριαμβευτή των Σεβρών, την άνοδο στην εξουσία φιλοβασιλικών και δήθεν φιλειρηνικών κομμάτων, την απώλεια στήριξης των ξένων δυνάμεων.

Γεγονότα που άφησαν πίσω τους κοντά στο ένα εκατομμύριο νεκρούς και ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες δεν μπορούν να συγκριθούν με οποιαδήποτε άλλη εθνική ήττα ή απώλεια: η Μικρασιατική Καταστροφή, και η μνήμη της, θα έπρεπε να έχουν σφραγίσει τη σύγχρονη Ελλάδα με τη σφραγίδα της ταπεινότητας και της ύβρεως. Συμβαίνει άραγε αυτό; Ας μού επιτραπεί, παρατηρώντας το σημερινό πολύ λιγότερο σκοτεινό αλλά ιδιαίτερα ανησυχητικό τοπίο, να αμφιβάλλω. Αθικτος σχεδόν επιζεί η αλληλοσπαραγμός, η υπέρμετρη πολιτικοποίηση εθνικών ή συλλογικών στόχων και επιλογών, οι κατηγορίες για «προδοσίες», η ατέρμονη και ανόητη διαμάχη μεταξύ «Δύσης» και «Ανατολής», η προσπάθεια χρησιμοποίησης αλλά και η συνεχής απόρριψη του διεθνούς παράγοντα και του διεθνούς δικαίου. Το 1922 δεν είναι απλώς μια δύσκολη επέτειος, είναι μια στιγμή αναγκαίας και μάλλον ανέφικτης ανόρθωσης.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος