Να μη γίνουμε θύματα της τουριστικής μας επιτυχίας
Το να μετράμε «κεφάλια», δηλαδή αφίξεις, πλέον δεν σημαίνει τίποτα, αν αυτές δεν είναι κατανεμημένες στους περισσότερους μήνες του έτους και στις περισσότερες περιοχές της χώρας...
- «Υπάρχει θέμα» με το «De Grece» – Πυρά κομμάτων με το επίθετο που διάλεξαν οι Γλύξμπουργκ
- Βίντεο ντοκουμέντο λίγο μετά τη δολοφονία της Ράνιας στην Κρήτη - «Σκότωσα τον πατέρα μου» έλεγε ο δράστης
- Οι «must» προορισμοί για τα Χριστούγεννα - Ποιες περιοχές μαγνητίζουν το ενδιαφέρον
- «Συνεργαζόταν με Τούρκους για να με σκοτώσουν» - 10 μέρες σχεδίαζε τη δολοφονία του 52χρονου ο δράστης
Ετσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα με τη σύνδεση σε βαθμό εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας με την πορεία του τουρισμού, για να προβλέψουμε πώς θα πάει η ελληνική οικονομία το 2023 πρέπει να δούμε τι είδους κίνηση ξένων τουριστών πρέπει να αναμένουμε.
Είναι σαφές ότι για να πάει καλύτερα η οικονομία θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά οι αφίξεις και τα έσοδα. Για να γίνει αυτό θα πρέπει σε πρώτη φάση να σπάσουμε το ρεκόρ όλων των εποχών που καταγράφηκε το 2019 και φέτος το φτάσαμε. Να έρθουν δηλαδή περισσότεροι τουρίστες από ό,τι είχαν έρθει ποτέ στη χώρα μας και αυτοί να έχουν «παχυλά» πορτοφόλια προκειμένου να αφήσουν τα περισσότερα χρήματα που έχουν αφήσει ποτέ στη χώρα μας.
Μοιραία προκύπτουν μια σειρά από ερωτήματα, από τις απαντήσεις των οποίων θα εξαρτηθεί η πορεία της οικονομίας την επόμενη, την εκλογική όπως φαίνεται, χρονιά.
Το πρώτο είναι σε τι βαθμό έχουμε επενδύσει στη δημιουργία υποδομών προκειμένου να υποδεχθούμε τους επιπλέον τουρίστες, ειδικά έπειτα από μια χρονιά όπου οι υποδομές κάθε είδους δοκιμάστηκαν ως προς την ανθεκτικότητά τους. Παρατηρείται μια εργώδης προσπάθεια στο μέτωπο της προέλκυσης τουριστών, αλλά όχι ανάλογες κινήσεις στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των υποδομών που θα τους φιλοξενήσουν. Η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι αν και ο ιδιωτικός τομέας συνεχίζει να επενδύει με μεγάλη ένταση, ειδικά σε περιοχές όπως η Αττική, ο δημόσιος τομέας κάθε είδους (συμπεριλαμβανομένης της τοπικής αυτοδιοίκησης) δείχνει να μην ακολουθεί.
Το δεύτερο είναι αν υπάρχουν διαθέσιμες δεξαμενές εισροής επιπλέον τουριστών, δεδομένου ότι ήδη η τουριστική φήμη της Ελλάδας έπιασε το «ταβάνι» σε ένα σημαντικό κομμάτι του δυτικού κόσμου ξεπερνώντας ισχυρές τουριστικές δυνάμεις όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Η απάντηση είναι ότι υπάρχουν και προέρχονται από την αύξηση της μεσαίας τάξης σε αναδυόμενες οικονομίες (π.χ. Κίνα, Ινδία). Αρα ακόμα και στο πιθανό σενάριο αποδυνάμωσης του δολαρίου που μας έφερε χιλιάδες επιπλέον τουρίστες από τις ΗΠΑ, φαίνεται ότι υπάρχουν και άλλες εναλλακτικές δυναμικές αγορές.
Αν υποθέσουμε ότι ενισχύουμε τις επενδύσεις και η πελατεία είναι διαθέσιμη, το τρίτο ερώτημα είναι αν επιθυμούμε να έρθουν κατά πολύ περισσότεροι. Το φετινό παράδειγμα έδειξε ότι ο υπερτουρισμός δημιουργεί μια σειρά από προβλήματα που πρέπει να ληφθούν υπόψη στον οικονομικό σχεδιασμό μιας χώρας. Για παράδειγμα, πέραν της αλλοίωσης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών λόγω της ταυτόχρονης άφιξης μεγάλου αριθμού των τουριστών, απόρροια της εποχικότητας και της συγκέντρωσης σε βαθμό μονομέρειας της τουριστικής ανάπτυξης σε συγκεκριμένες περιοχές, παρατηρείται ακόμα: υπερδόμηση, επιβάρυνση του περιβάλλοντος και συντήρηση των πληθωριστικών πιέσεων (λόγω της αγοραστικής δύναμης των «παχυλών» πορτοφολιών).
Δεν λέμε ακριβώς ότι είμαστε θύματα της επιτυχίας μας, αλλά ένας προβληματισμός για τον βαθμό της επιθυμητής εξάρτησης από τις τουριστικές ροές πρέπει να υπάρξει. Το να μετράμε «κεφάλια», δηλαδή αφίξεις, πλέον δεν σημαίνει τίποτα, αν αυτές δεν είναι κατανεμημένες στους περισσότερους μήνες του έτους και στις περισσότερες περιοχές της χώρας…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις