Ο αινιγματικός κύριος Ντούγκιν
Αν ο Τσόρτσιλ είχε προλάβει να γνωρίσει τον Ντούγκιν θα τον περιέγραφε όπως τη Ρωσία: «ένας γρίφος, τυλιγμένος σε μυστήριο, μέσα σε ένα αίνιγμα»
- Economist: Οι εργαζόμενοι αγαπούν τον Τραμπ, τα συνδικάτα πρέπει να τον φοβούνται
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
Στις αρχές του 2013 ενημερώθηκα ότι επρόκειτο να επισκεφθεί την Ελλάδα μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που ήταν (και παραμένει) άγνωστο αν βρίσκεται στον στενό κύκλο του Πούτιν ή έστω επηρεάζει τη διαμόρφωση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής ή τελοσπάντων ο λόγος του έχει απήχηση εντός Ρωσίας, μια και εκτός αυτής είχε κερδίσει έως και τον θαυμασμό κυρίως ακραίων κύκλων. Αποφάσισα λοιπόν ότι θα είχε ενδιαφέρον να του δίναμε βήμα για να αποκτούσαμε πιο ολοκληρωμένη άποψη γι’ αυτόν και τις ιδέες του. Ο λόγος για τον Αλεξάντερ Ντούγκιν.
Οταν τον Απρίλιο του 2013 τον συνάντησα στην είσοδο του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, η πρώτη μου παρατήρηση είχε να κάνει με την ενδυμασία, που παρέπεμπε σε ρακένδυτο άνδρα, αποστεωμένο, με μακριά γενειάδα που θύμιζε τον Ρασπούτιν. Αλλωστε, του είχε αναγνωριστεί η ομοιότητα, κάτι που, αν δεν συντηρούσε ως αίσθηση ο ίδιος, πάντως δεν τον ενοχλούσε. Το βλέμμα του ήταν απλανές και παγωμένο, κάτι σαν τις θερμοκρασίες Σιβηρίας στη διάρκεια του χειμώνα. Η δεύτερη παρατήρηση αφορούσε την εξαιρετική γνώση και προφορά της αγγλικής γλώσσας, που προσομοίαζε σε αμερικανό καθηγητή, κάτι που μου σχολίασε αμέσως μετά τη γνωριμία μας και ο Χάρης Παπασωτηρίου, καθηγητής στο Πάντειο και απόφοιτος του Πανεπιστημίου Στάνφορντ.
Στη διάρκεια της κατ’ ιδίαν συζήτησης, ο Ντούγκιν είχε μια ψυχρή ευγένεια, παρέμενε σχετικά απόμακρος και λιγομίλητος. Εδειξε θαυμασμό για την ελληνική ιστορία, θέλησε να μάθει την άποψη των Ελλήνων για ΗΠΑ – Γερμανία – Ρωσία αλλά και τον Πούτιν, εντούτοις θεωρούσε πως οι ελληνορωσικές σχέσεις είχαν σοβαρούς περιορισμούς λόγω του δυτικού προσανατολισμού της χώρας μας. Είχε ανάλογους ενδοιασμούς για το μέλλον των σχέσεων Αθήνας – Μόσχας και είχε απορρίψει ως ανοησίες τις διαρροές ότι δήθεν η Ελλάδα είχε ζητήσει, πριν προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, πακέτο 100 δισ. δολαρίων από τη Ρωσία, λέγοντας με φλεγματικό τρόπο βρετανού διπλωμάτη ότι η Μόσχα δεν επρόκειτο να «πετάξει» τα λεφτά της για μια χώρα που θα παρέμενε αγκυροβολημένη στη Δύση. Οταν, δε, με έμμεσο και ευγενικό τρόπο τού έθεσα το ζήτημα τυχόν δεσμών του με τη Χρυσή Αυγή και άλλα φασιστικά και νεοναζιστικά κινήματα στην Ευρώπη, το απέρριψε μετά βδελυγμίας, χρεώνοντάς το σε κύκλους που ήθελαν να τον απαξιώσουν. Ομολογώ ότι δεν ήταν όσο πειστικός θα ήθελα, παρ’ όλα αυτά θέλαμε να ακούσουμε έναν γνήσιο εκφραστή της σχολής σκέψης των Ευρασιανιστών, αν και εντός αυτής υπάρχουν διάφορες τάσεις.
Στη διάρκεια της συζήτησης με το κοινό ήταν προσεκτικός και οξυδερκής, επέδειξε ψυχραιμία ακόμα και απέναντι στις πιο επιθετικές ερωτήσεις και σχόλια που του έγιναν, έφερνε τις απαντήσεις στα δικά του μέτρα, ωστόσο σε καμία περίπτωση οι τοποθετήσεις του δεν ήταν προκλητικές ή εμπρηστικές. Αναγνώρισε τον ιδιαίτερο ιστορικό ρόλο και λόγο της Ρωσίας, αλλά και την πραγματική κατάσταση και τις δυνατότητές της, μίλησε κλασικά για τον συμβολισμό του εμβλήματος του δικέφαλου αετού, λέγοντας ότι το ένα κεφάλι κοιτάει στη Δύση και το άλλο στην Ανατολή. Αν και καταδίκασε τις πολιτικές της Δύσης απέναντι στη Ρωσία, δίνοντας έμφαση στην άνοδο της Ασίας που αλλάζει τους παγκόσμιους συσχετισμούς, θεωρούσε την Κίνα τον υπ’ αριθμόν 1 ανταγωνιστή της Ρωσίας και πρότεινε τη συνεργασία Μόσχας – Δύσης, επικαλούμενος ιστορικούς, πολιτιστικούς και εν μέρει θρησκευτικούς δεσμούς για να αντιμετωπιστεί από κοινού η άνοδος του Πεκίνου. Εκτίμησε σωστά ότι αν η Ρωσία εξωθούνταν σε σύμπραξη με την Κίνα, αυτή θα γινόταν με δυσμενείς όρους για την πρώτη και οπωσδήποτε θα την έβαζε σε ρόλο μικρού και όχι ισότιμου εταίρου της δεύτερης. Πιθανολογώ ότι η ομιλία του ήταν προσαρμοσμένη για το ελληνικό κοινό και επέμεινε στους θρησκευτικούς δεσμούς, επαναφέροντας τη θεωρία της δεκαετίας του 1990 περί ορθόδοξου τόξου ανάμεσα σε Αθήνα, Βελιγράδι και Μόσχα, χωρίς ωστόσο να φανεί εμμονικός ή θρησκόληπτος.
Καταληκτικά, οραματιζόταν την επιστροφή της Ρωσίας στις ρίζες της, με άξονα ένα βαθιά συντηρητικό αξιακό υπόβαθρο γύρω από τη θρησκεία, με ισχυρές δόσεις πραγματισμού, αλλά και εισηγήσεις για αποκατάσταση των ιστορικών αδικιών (με έμφαση στον μετασοβιετικό χώρο) που υπέστη η χώρα του, της οποίας το μεγαλείο εξήρε συνεχώς. Πιστεύω πως αν ο Τσόρτσιλ είχε προλάβει να γνωρίσει τον Ντούγκιν θα τον περιέγραφε όπως τη Ρωσία: «ένας γρίφος, τυλιγμένος σε μυστήριο, μέσα σε ένα αίνιγμα». Ακριβώς αυτόν τον μύθο αρέσκεται να καλλιεργεί ο ίδιος ο Ντούγκιν, αφήνοντας τους υπόλοιπους να υποθέτουν και να εικάζουν τα πάντα. Πλέον όμως καλείται να διαλευκάνει ένα οδυνηρό για αυτόν μυστήριο, τη δολοφονία της κόρης του.
Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και αναπληρωτής καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Κυκλοφορεί σε επιμέλειά του το βιβλίο «Το μέλλον της Ιστορίας» (εκδόσεις Παπαδόπουλος)
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις