Νάνος Βαλαωρίτης: Ο Καβάφης μ’ έσωσε από έναν εφιάλτη στειρότητας
Η ποίηση του Καβάφη ήταν για τον Νάνο Βαλαωρίτη η μεγάλη αποκάλυψη
- Η αχίλλειος πτέρνα υπάρχει αλλά ακόμα δεν έχει βρεθεί ο Έκτορας
- Κύμα οργής από τους κατοίκους της Μαγιότ εναντίον του Μακρόν - «Δεν φταίω εγώ για τον κυκλώνα!»
- Αμφίβια ποντίκια και αλλόκοτα ψάρια μεταξύ δεκάδων νέων ειδών στον Αμαζόνιο
- Συνελήφθησαν ανήλικοι και οι γονείς τους μετά από επίθεση σε ναυτικό - Τον χτύπησαν με γκλοπ
[…] Τις μέρες που επισκέφθηκα τον Παλαμά, το φθινόπωρο ή το χειμώνα εκείνο του 1935, αγόρασα τα Ποιήματα του Καβάφη. Θρεμμένος στο σχολείο αποκλειστικά από τον Παλαμά και τη σχολή του, με τους γνωστούς προδρόμους, χάρις στον αξέχαστο δάσκαλό μας Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, που μας μύησε στα μυστήρια των ελληνικών γραμμάτων όχι σαν δάσκαλος μόνο αλλά και σαν λογοτέχνης δημιουργικός και κριτικός ζωντανός, σε μια εποχή που ακόμα και ο Παλαμάς ήταν τολμηρός –καθότι δημοτικιστής– βρέθηκα στη δύσκολη θέση να μην μπορώ να αντιδράσω θετικά στην ποίηση της δημοτικής παράδοσης, που δε μου μιλούσε στην καρδιά. Άλλες ήταν οι δικές μου ανησυχίες και τα καριοφίλια είχαν χάσει την επιβλητική τους μαγεία. Με άλλα λόγια δεν αισθανόμουνα ένοχος για το Εικοσιένα, ούτε αισθανόμουνα πως είχα γεννηθεί από τα ματωμένα σπλάχνα ενός βεζίρη. Πίσω μου ήταν οι πόλεμοι του Δώδεκα, η Μικρασιατική Καταστροφή. Η πραγματικότητα για μένα ήταν τα στρατιωτικά κινήματα που ελάχιστα ηρωικά έμοιαζαν να ’ναι. Μάλλον απειλητικά γελοία και μια πρόφαση για να μην πάμε στο σχολείο. Εκείνη την εποχή διερωτόμουνα μάλλον για την ύπαρξή μου, για τα ουράνια σώματα, για το μυστήριο της ζωής, για τους ανθρώπους γύρω μου, για το χαρακτήρα τους, για τη διαγωγή τους, για το σεξ. Τα ιδανικά του έθνους μ’ ενδιέφεραν ελάχιστα. Αν λοιπόν αυτά που έγραφε ο Παλαμάς και οι γύρω του ήταν η ποίηση, δεν έβλεπα πώς θα μπορούσα ποτέ μου να εκφραστώ σ’ αυτή τη γλώσσα. Η ποίηση του Καβάφη ήταν η μεγάλη αποκάλυψη. Οι αποστροφές, οι ρητορείες, δεν ήταν πια ακατανόητες απευθυνόμενες σε κάποιο αφηρημένο συμβολικό πρόσωπο ή αντικείμενο. Ήταν ειρωνικές, καυστικές, σαρκαστικές και συγκεκριμένες.
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Ναι, οι Βάρβαροι αυτοί, τα Τείχη, η Πόλις, μου ήταν γνώριμες «καταστάσεις». Η ελαφριά δόση καθαρεύουσας ενέτεινε την ειρωνεία, και το θέατρο των ιστορικών προσώπων, αν δεν το καταλάβαινα αμέσως, μου κεντούσε την περιέργεια να διαβάσω παραπάνω και να λύσω την απορία μου. Έτσι εισάχθηκα αβρόχοις ποσί στο παλάτι των υπονοουμένων, σε μια ποίηση ελλειπτική, που ο τόνος της και μόνο μου ’δινε όρεξη να γράψω, να συναγωνιστώ, να γίνω ισάξιος, καλύτερος. Και συγχρόνως μου σήκωνε από την πλάτη το μεγάλο βάρος της ελληνικής ιστορίας, της τόσο ένδοξης και ακατανόητης. Ίσως γιατί μας την παρουσίαζαν ακατανόητη, μέσω της ξερής καθαρεύουσας και της πενιχρότητας των εγχειριδίων, ακριβώς επειδή υποσυνείδητα θέλαν και οι δάσκαλοί μας να την καταργήσουν για να υπάρξουν και αυτοί στο μέτρο του δυνατού ως «μοντέρνοι». Έτσι πέρασαν από πάνω μου ο Ξενοφών, ο Θουκυδίδης, ο Ηρόδοτος, ο Σοφοκλής, ο Όμηρος, τα μαθηματικά, η φιλοσοφία, ο Πλάτωνας, ο Σωκράτης και κάμποσοι άλλοι, μεταξύ των οποίων ο Σολωμός κι ο Κάλβος, που στα μάτια μου τότε δεν ξέφευγαν απ’ τον γενικό ρητορικό κανόνα μέσα στον οποίο βαπτιζόταν ολόκληρη η ελληνική παιδεία. Καμιά ουσία πουθενά. Μόνο ένα άδειο καυκί. Ένα στείρο και άδειο περικάλυμμα. Πώς να μη μου μιλήσει άμεσα ο Καβάφης, που ολόκληρο το έργο του είναι ένα ξεφούσκωμα ακριβώς αυτού του στοιχείου στη ζωή μας;
Ναι, ο Καβάφης μ’ έσωσε από έναν εφιάλτη στειρότητας. Με προσανατόλισε σε μια κατεύθυνση που ίσως ποτέ να μην την έπαιρνα χωρίς την παρουσία του. Η αγάπη μου και η ευγνωμοσύνη μου προς αυτόν δεν σταμάτησε ακόμα κι όταν άλλα ποιητικά στερεώματα τράβηξαν την προσοχή μου. […]
Η ποιητική του είναι ακριβώς βασισμένη στην υποτίμηση στην οποία υποβάλλονται τα διάφορα πρόσωπα των ποιημάτων του. Η θεατρικότητά τους εξαρτιέται από αυτό το ξαφνικό ξεφούσκωμα των υπερβολικών ονείρων και απαιτήσεών τους. Αυτά είναι τα πρόσωπα που ζούνε με ψευδαπάτες, που οικοδομούν μάταια οχυρά εναντίον της πραγματικότητας. Ο ξεπεσμός, ο εξευτελισμός, η πτώχευση, είναι ένα μέρος της γλωσσικής του στρατηγικής. Η εγκατάλειψη της ρητορείας της καθαρεύουσας και της δημοτικής, η μεικτή καθομιλουμένη που χρησιμοποιεί, αποτελούν τη μοντερνιστική του συνείδηση. Εκείνο που αντιπαραθέτει ο Καβάφης εναντίον της φθοράς είναι η αληθινή τέχνη της γλώσσας, η νέα γλώσσα της πενίας με τους νέους τρόπους της, με τη διπλή τους αναφορά στον ψυχολογικό και τον αισθητικό τομέα.
Το μεγαλείο του Καβάφη είναι ακριβώς αυτή η αναγνώριση, που θα οδηγήσει τη Γενιά του Τριάντα στο μοντερνισμό. Παρ’ όλες τις διαφορές προσανατολισμών των κυριότερων ποιητών της εποχής αυτής, η επιρροή του Καβάφη διαγράφεται στα έργα τους και στις προσωπικές τους ομολογίες. Κατά πρώτο λόγο η μεικτή καθαρεύουσα των υπερρεαλιστών με την ειρωνική της διάθεση. Στον Εμπειρίκο και στον Εγγονόπουλο μπορούμε μάλιστα να την πούμε υπονομευτική ενός στόμφου. Η αισθητική της εκμετάλλευση από τον Ελύτη και τον Γκάτσο, όπου οι λόγιες εκφράσεις της εποχής τού Άξιον Εστί, που μερικά ηχούν τελείως καβαφικά. Στον Σεφέρη πάλι βλέπουμε μια ιδεολογική ταύτιση με την στρατηγική του μοντερνισμού, όχι μόνο στην υποβίβαση της γλώσσας στον «βαθμό μηδέν», αλλά και στη χρησιμοποίηση της αντίθεσης αρχαιότητα/σύγχρονος κόσμος, στην ελλειπτικότητα και στη χρησιμοποίηση υπονοουμένων. Και στα έργα του Παπατσώνη, του Κάλας και του Ρίτσου τα καβαφικά στοιχεία αφθονούν. Επίσης, η επιρροή του Καβάφη, γλωσσικά και θεματικά, εμφανίζεται σε δύο μυθιστορήματα, στην Ερόικα του Κοσμά Πολίτη –όπου μάλιστα σκιαγραφείται ένα καβαφικό πρόσωπο– και στο Τρίτο Στεφάνι του Κώστα Ταχτσή. Στα δύο αυτά έργα ο διάλογος με τα μεικτά του στοιχεία, με το χιούμορ του, η ανάμειξη του αρχαίου με το νέο, έχουν καβαφικές καταβολές.
Στην μεταπολεμική γενιά η επιρροή του Καβάφη εξακολουθεί. Εδώ, όμως, ένα άλλο στοιχείο, ο κόρος, η συνήθεια της πεζολογίας, οδηγεί σε μια ξερότητα του λόγου, αφ’ ενός, ή σ’ έναν βερμπαλισμό. Η καβαφική πυξίδα εξαφανίστηκε και τα δυο άκρα λειτουργούν ανεξέλεγκτα. Στη νεότερη ωστόσο γενιά βλέπω να επανέρχεται το στοιχείο εκείνο που τόσο αγαπούμε στον Καβάφη: η φροντίδα της έκφρασης. Ίσως επειδή η δυσκολία της γενιάς του Β’ Παγκόσμιου έδωσε προτεραιότητα στο περιεχόμενο, λόγω των τρομερών εμπειριών, το σημαινόμενο ξεχείλισε και έπνιξε το σημαίνον. Πρέπει φυσικά να επισημάνω κάποιες εξαιρέσεις. Στα έργα του Μιχάλη Κατσαρού, της Μαντώς Αραβαντινού, του Μίλτου Σαχτούρη, του Νώντα Γονατά, έχουμε μια έγνοια για την έκφραση, έστω και αν το ισχυρό σημαινόμενο της εμπειρίας τα σπρώχνει σε σημεία ακραία, όπου εφάπτονται με το παραλήρημα. Στα έργα αυτά, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, ο καβαφισμός επιζεί, δραματικά, γλωσσικά, στην οικονομία των μέσων έκφρασης, στη λιτότητα του ύφους και σ’ ένα στήσιμο του σκηνικού, για να δοθεί η ισχυρή εντύπωση, που τόσο την αγαπούσαν και ο Πόου και ο Καβάφης.
*Αποσπάσματα από κείμενο του Νάνου Βαλαωρίτη, που είχε συνταχθεί στην Καλιφόρνια τον Ιανουάριο του 1983 και έφερε τον τίτλο «Κ. Π. Καβάφης και Ε. Α. Πόου – Μεταξύ άλλων». Στο εν λόγω κείμενο του Βαλαωρίτη, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Χάρτης» (διμηνιαία έκδοση, διπλό τεύχος 5/6, Απρίλιος 1983), εξετάζεται η σχέση των γραπτών του Έντγκαρ Άλαν Πόου (1809-1849) με τον ποιητικό κόσμο του Κωνσταντίνου Καβάφη (1863-1933) και επισημαίνονται τα δάνεια του μεγάλου αμερικανού λογοτέχνη προς τον μεγάλο Αλεξανδρινό.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης έφυγε από τη ζωή στις 12 Σεπτεμβρίου 2019, πλήρης ημερών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις