«Εθνικ έκανε και ο Τσιτσάνης, έθνικ έκανε και ο Σαντάνα»
Ο μουσικός και συνθέτης, ένας από τους καλύτερους της χώρας, μιλάει για την πορεία του στην κιθάρα, το ούτι και άλλα όργανα, για τις διεθνείς συμπράξεις του αλλά και για το πώς αντιλαμβάνεται τη μουσική είτε παίζει σε τζαζ φεστιβάλ είτε στους δρόμους της πόλης.
Ξεκινά να παίζει με μια ομάδα μουσικών στον πεζόδρομο του Μακρυγιάννη και θέλω να πηγαίνω ανά τραπέζι και να τους λέω: ακούτε έναν από τους καλύτερους στην Ελλάδα.
Ο Αντώνης Απέργης όμως τα έχει ξεπεράσει αυτά. Και ταπεινά παίζει στον λαό. Εθνικ, βιωματικός, λαϊκός είναι ένας μεγάλος κιθαρίστας και ουτίστας και άλλα πολλά και ένας σπουδαίος συνθέτης. Και στη διαδρομή του από τη Νίκαια μέχρι τις συμπράξεις του με ξένους αλλά και παιξίματα και συνεργασίες δεν έχει πάψει να λέει πως συνεχώς μαθαίνει και ασκείται.
Με τα χρόνια το χαρμάνι των δικών του δημιουργιών αποτυπώνει τις δικές του επιρροές και αγάπες. Ισορροπεί σε Δύση και Ανατολή όπως το μαγνητάκι-ενισχυτής πίσω του που γαντζωμένο στην μπλούζα τον βοηθάει στο παίξιμό του στον δρόμο.
• Εχω την αίσθηση πως είστε μια σιωπηλή δύναμη της ελληνικής μουσικής. Δεν έχετε τόσο την έγνοια της προβολής της δουλειάς σας.
Ετσι είναι, και ας πούμε πως είναι μισή δική μου επιλογή αυτό και μισή εκ των πραγμάτων.
• Γιατί το λέτε;
Γιατί δεν μπορώ να πάρω τη χαρά πως το κάνω μόνος μου και εκ των πραγμάτων γιατί έτσι είναι αντικειμενικά.
• Σας ενδιαφέρει να είστε απλώς αφοσιωμένος στη δουλειά σας;
Βέβαια. Μόλις βγαίνω από το στούντιο, νιώθω πως η εργασία μου έχει ολοκληρωθεί και δεν χρειάζεται να σηκώσω κάποιο τηλέφωνο.
• Ας πούμε, φέτος πόσα χρόνια είστε στη μουσική;
Από την προσχολική ηλικία παίζω κιθάρα. Εχω κάνει κάποια χρόνια σπουδές κλασικής κιθάρας δηλαδή. Διδάχθηκα και αυτές είναι οι σπουδές μου. Χωρίς θεωρητικά.
• Πώς ξεκινάτε την περιπέτεια;
Είχε ξεχάσει μια κιθάρα ένας θείος μου σπίτι και την ψιλοπιάναμε τα τρία αδέλφια που ήμασταν. Ετσι κι εγώ την έπαιρνα και δοκίμαζα διάφορα.
• Συγγενείς είχατε μουσικούς;
Είχαμε έναν συγγενή στην Κωνσταντινούπολη τραγουδιστή, τον είδα μόνον ένα απόγευμα όταν έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για να μεταναστεύσει στην Αμερική. Ερασιτεχνικά έπαιζε και ο πατέρας μου φυσαρμόνικα και κάτι μπαρμπάδες μου είχαν ωραίες φωνές.
• Σε ποια περιοχή όλα αυτά;
Στη Νίκαια.
• Εκεί τότε είχε άρωμα μικρασιάτικο, μουσικό φαντάζομαι…
Φτάνει να σου πω πως στα περίπτερα πουλούσαν πένες και χορδές. Στου κυρ-Μήτσου το περίπτερο στην πλατεία της Οσίας Ξένης είχε σίγουρα. Είχε και μπαλάκια του πινγκ πονγκ. Σε κάθε γειτονιά μια κιθαρούλα την άκουγες. Υπήρχε μια συνοικία στα Γερμανικά και εκεί γνώρισα και ορισμένους παίκτες. Ηταν κάποιος Παντελής Κιουλόγλου, εγώ γνώρισα τον γιο του που έπαιζε κι αυτός ούτι και βιολιά. Υπήρχε ένας άλλος που έπαιζε περιπλανώμενος ούτι και που μετά έπαιζε μαντολίνο σε ταβέρνες γιατί δεν έβγαινε οικονομικά και μια τσιγγάνα που έκανε σφουγγάρι (περιπλανώμενη) στα καφενεία τραγουδώντας.
• Πώς μπαίνετε στην κιθάρα;
Μου πήρε ο αδελφός μου μια φλογέρα, σκάλιζα σιγά-σιγά κι άλλα όργανα. Τώρα πια παίζω μόνον κιθάρα. Ετσι κι αλλιώς δεν μαθαίνεται ποτέ ένα όργανο. Βασικά δεν θέλει δουλειά αυτό, εσύ πρέπει να κοπιάσεις, κι αυτό μπορεί να είναι απληστία, μπορεί να είναι και καλή πρόθεση. Να θες να εξελίξεις την τέχνη, για παράδειγμα. Εγώ βλέπω πολλή απληστία να υπάρχει. Γι’ αυτό ακούς κάποιους που λένε πως παίζουν πολλά και δεν λένε τίποτε.
• Υπάρχει και θετική φιλοδοξία βέβαια, κύριε Απέργη…
Βέβαια. Κατ’ αρχάς αυτό συνήθως.
• Η μετάβαση πάντως στο πιο επαγγελματικό πώς γίνεται;
Εκλεψα την πρώτη μου γυναίκα και πήγαμε να μείνουμε στην Κρήτη. Στο Καλαμάκι στα Χανιά άρχισα να δουλεύω επαγγελματικά. Το μαγαζί λεγόταν Λυχνάρι. Εμφανίζονταν εκείνη την εποχή ο Μανώλης Λυδάκης και η Ελένη Δήμου πριν ακόμη γίνουν γνωστοί. Μαζί τους έπαιζα. Το 1981 περίπου. Και μπαίνω τότε πιο επαγγελματικά, κάθομαι εκεί στα Χανιά, χωρίσαμε στον έναν χρόνο με τη γυναίκα μου, ζήσαμε τον αιώνιο έρωτα για έναν χρόνο. Αλλά εγώ μπήκα στην πρίζα. Αρχισα μετά να δουλεύω σε κάτι ταβέρνες στη Δροσιά και σε κάτι σκυλάδικα στην Καβάλας. Κέντρα στη Θηβών. Στον Τοξότη στην Καβάλας που μετά έκλεισε κι έγινε pet shop. Εκεί τραγούδαγε ένας Ελευθεριάδης, η Βερνάρδου, που ήταν αδελφή του ληστή με τις γλαδιόλες, αλλά έχω δουλέψει και με τον Τάκη Αθανασιάδη που είχε πει την παραγγελιά το βράδυ του φονικού με τον Κοεμτζή, αλλά έπαιξα και με τη Σου Κύρκου και με Μανώλη Αγγελόπουλο μια σεζόν στο Στορκ στη Χαλκίδα. Ανοιξε μόνο μία χρονιά.
• Κιθάρα παίζατε πάντα; Πώς ήταν να συνοδεύετε τον Αγγελόπουλο;
Πολύ καλή εμπειρία. Μεγάλη φωνή, έπαιζες και ήταν ξεκούραστα τα πράγματα, ενώ με άλλους, όχι του ίδιου βεληνεκούς, γινόταν πιο σκληρή η κιθάρα.
• Μετά πώς σας βρίσκουμε στην έθνικ όχθη;
Εκεί ασχολήθηκα με το ούτι με τον γιο του Κιουλόγλου που μου έδωσε το μουσικό όργανο του πατέρα του.
• Τότε παίζανε άλλοι ούτι;
Υπήρχε ο κυρ-Νίκος ο Σαραγούδας που δεν ήταν της αναβίωσης αλλά ούτε και ακριβώς τότε πολύ παλιός. Το ‘πιασε επειδή ήταν πανηγυριώτης τραγουδιστής, κιθάρα βασικά έπαιζε. Υπήρχε όμως κάποιος Αντώνης Αναγνώστου που δεν τον γνώρισα αλλά βρήκα μια κασέτα του στην Ομόνοια, ήταν ένας πολύ καλός μουσικός. Εγώ το 1983-84 μπήκα στο ούτι. Δεν υπήρχε κανείς τότε. Ρωτούσα και δεν ήξερε κανείς. Ο Χάιγκ Γιαζιτζιάν άρχισε μετά από 2 ή 3 χρόνια. Ερχόταν σε ένα αραβικό μαγαζί που δούλευα, μόλις είχε έλθει από τη Συρία.
• Σταδιακά περνάτε στην άλλη όχθη; Πώς γίνεται αυτό το πέρασμα;
Στον εαυτό μου δεν έχω δει ποτέ καμία αλλαγή επειδή δεν ήμουν ποτέ από κείνους που κάθονταν να μελετήσουν. Δεν είχα και το άγχος να γίνω καλός παίκτης, τουλάχιστον τότε. Μετά δεν ξέρω καθώς μεγάλωνα. Οταν άκουγα μουσική δεν την έβλεπα σαν μαθητής αλλά σαν ακροατής, οπότε δεν ξεχώριζα είδος. Δεν έλεγα αυτό είναι λαϊκό, ή αυτό είναι παραδοσιακό. Επαιζα ό,τι μου έβγαζε εκείνη την ώρα η ψυχή μου και έτσι είναι ακόμη για μένα. Κι αν έχω κινδυνέψει να μην είναι έτσι, συνεχίζει αυτό να λειτουργεί για μένα με τον ίδιο τρόπο.
• Μετά πάντως σας κατατάσσουμε σε μια σκηνή σπουδαίων λόγιων και βιωματικών μουσικών. Εγώ σας άκουσα πρώτη φορά στο Αλάβαστρον.
Ναι, έτσι είναι, αλλά μετά δεν μου άρεσε πια και από το 1999 αποφάσισα να παίζω μόνο δικές μου δημιουργίες. Εξι ολοκληρωμένους δίσκους. Δύο για σόλο ούτι. Και εσχάτως εργασίες στο Ιντερνετ που πάντως είναι κύκλοι τραγουδιών. Οπως με τη Νεφέλη Φασούλη, τη Σοφία Παπάζογλου και ένα χορωδιακό έργο. Αυτά για την ώρα. Εχω βρει κάτι ωραία πιτσιρίκια σε Δράμα και σε Καβάλα ή Σέρρες. Δύο καταπληκτικές φωνές. Θέλω να κάνω κάτι και με τον Νεκτάριο Μαλλά. Συνήθως τα γράφουμε όλα αυτά ζωντανά στο στούντιο Σιέρα.
• Πώς είναι για εσάς το νέο τοπίο στη δισκογραφία;
Αλλαξε πολύ. Κάποτε σου έλεγε ένας δημιουργός «έλα να παίξουμε και αυτά είναι τα λεφτά σου», τώρα θες έρανο για να γράψεις. Εγώ, όπως βλέπεις, από τη δουλειά που κάνω δεν μπορώ εύκολα να υποστηρίξω μια ηχογράφηση της δισκογραφίας μου.
• Σε γνωστούς δίσκους έχετε συμμετάσχει ως μουσικός μέσα στα χρόνια;
Σε πολλούς. Θυμάμαι τους «Καθρέφτες» με την Ελένη Τσαλιγοπούλου, τα «Λάφυρα της νύχτας» του Θανάση Παπακωνσταντίνου, το «Μέλι των Γκρεμών» του Νίκου Ξυδάκη και πιο παλιές και πιο λαϊκές και λιγότερο γνωστές. Δεν τις θυμάμαι όλες. Σε εργασία του Βαγγέλη Γερμανού έχω παίξει, με την Ρεμπούτσικα, με πολλούς. Παλιά ήμουν τρωκτικό στο στούντιο και το λέω αυτό γιατί ήμουν συνέχεια εκεί.
• Δύο ονόματα έχουν συνδεθεί μαζί σας. Η αξέχαστη Σοφία Ασσυχίδου και ο Κώστας Παυλίδης.
Στη μουσική πάντα η δύναμη είναι ο ρυθμός. Και οι δύο τους είναι – ήταν – πολύ καλοί στον ρυθμό. Την αείμνηστη Σοφία τη γνώρισα όταν είχα μια ορχήστρα στη Νίκαια και ήλθε και έκανε οντισιόν το «Μανούλα μου μανίτσα μου θα πάρω τη βαλίτσα μου» και έπαθα ζημιά με τον ρυθμό της. Και από κει και πέρα ξεκίνησε και μια μεγάλη σχέση, ήταν μαγική φωνή. Ο Παυλίδης είναι σαν να θροΐζουν φύλλα όταν τραγουδάει. Σε ένα μαγαζί τον γνώρισα, στη Σφίγγα, που παίζαμε με τον Κώστα Καλδάρα, Τσαλιγοπούλου, τη Μόρφω Τσαϊρέλη, τον Ηλία Λιούγκο. Εκεί γνώρισα τον Παυλίδη πρώτη φορά και έπαθα ζημιά.
• Κάτι ακόμη πολύ εμβληματικό που σας χρωστάμε. Τη διασκευή πάνω στο «Θαλασσάκι».
Κοίταξε να δεις, το άκουσα από μια χορωδία σχολική που το λέγανε ως «Μανώλαρος» που είναι στη Σκύρο συρτό γρήγορο και που είχε τον στίχο «γίνε πουλί μου θάλασσα και γω το ακρογιάλι», που όταν το άκουσα με συγκλόνισε. Γιατί φαντάζομαι τον αγριάνθρωπο Μανώλαρο να λέει αυτά τα τρυφερά λόγια. Το διασκεύασα από την αγάπη μου για τη Σοφία Ασσυχίδου για να το πει σε εκείνη την ταβέρνα που λέγαμε πριν, στη Νίκαια. Εκείνη το είπε πρώτη.
• Εχει πολλές επανεκτελέσεις, μια διαδρομή μεγάλη αυτό το τραγούδι.
Ελπίζω να μην το βρίσκουν εθνομουσικολογικά κάτι άσχημο. Μερικοί έχουν τρέλα με τις πιστές εκτελέσεις, δεν θέλουν τις διασκευές.
• Εσείς;
Καθόλου. Εντελώς το αντίθετο. Επηρεάζομαι πολύ από την παράδοση. Φαντάζομαι πως αυτοί που είναι κολλημένοι με τις αυθεντικές εκτελέσεις δεν μπορούν να επηρεαστούν από αυτές. Δεν είναι κάτι πεθαμένο και ακινητοποιημένο στον χρόνο: Η παράδοση πρέπει να ρέει, είναι δυναμικό πεδίο, αλλιώς καταντά μια φωτογραφία του παρελθόντος.
• Παίζετε άταστη κιθάρα. Τι σημαίνει;
Χωρίς τάστα, την κάνει πιο λαστιχένια, αλλά πιο λυρική. Παίζουν κι άλλοι. Και μερικοί παίζουν και πολύ ωραία.
• Παίζετε χρόνια στον δρόμο;
Εδώ και κάποια χρόνια το κάνω.
• Παρατηρείτε τις αλλαγές στη συμπεριφορά του κόσμου;
Τις βλέπεις και από τραπέζι σε τραπέζι.
• Ποια η ομάδα σας;
Παίζω με τον Πέτρο τον Χρηστάκη που είναι στο ακορντεόν και σε κιθάρα. Τον Γιάννη Τοπούλη σε φλογέρα ή κρουστό. Τον Νίκο Μανίκα στα κρουστά. Ενίοτε μαζί μας είναι ο Κώστας Φότσας στο κλαρίνο, ο Κλεάνθης Γληνός στην κιθάρα και σε βιολί, ο Χάρης Λύγκος στο βιολί και κορίτσια που κρατούν το καπέλο.
• Πόσα χρόνια το κάνετε;
Τέσσερα. Είναι μαγική εμπειρία, αμεσότατη, αν και πολύ κουραστική. Σήμερα, ας πούμε, θα καταλήξουμε στο Κουκάκι, αλλά η διαδρομή έχει πισωγυρίσματα, σταματάμε συνέχεια… Κάτι γίνεται, βλέπεις τον άνθρωπο που θα σου δώσει. Τον καταλαβαίνεις. Είμαστε και λίγο ψυχολόγοι. Σε κάποιους δεν πας καν. Πετάς από πάνω σου την ψευτοπερηφάνια. Ηταν παράξενο κάπως στην αρχή, έβλεπα εκεί που παίζαμε συναδέλφους που είχαμε συνεργαστεί ή φίλους παλιούς. Μια μητέρα ενός συμμαθητή της κόρης μου με είδε μια μέρα και έβαλε τα γέλια. Αρχικά αισθάνθηκα χάλια αλλά μετά ήμουν ταξικά περήφανος. Τώρα το βλέπω πιο υγιώς το θέμα.
• Το έθνικ το δέχεστε ως όρο;
Το δέχομαι, υπάρχει από την εποχή του Μότσαρτ. Αυτό το ρεύμα υπάρχει από πολύ παλιά, δεν μπορείς να το κρατήσεις, ούτε και πρέπει. Μαθαίνω νέα από την Υεμένη, θα τα μεταφέρω, αν έμαθα μια συνταγή θα προσκαλέσω ένα φίλο μου να τη δοκιμάσει. Το έθνικ είναι οι μουσικές πληροφορίες που έχουμε. Αλλά να βγαίνουν όταν παίζουμε με φυσικό τρόπο. Δεν μπορείς εκ των προτέρων να λες θα βάλω λίγη τζαζ και λίγο αραβική μουσική. Αμα το λες εκ των προτέρων θα είναι γάμος που θα καταλήξει σε σύντομο διαζύγιο ή θα μοιάζει με ένα κινέζικο βάζο πάνω σε ένα αφρικάνικο τραπέζι που γρήγορα θα πέσει. Αν απλώς έχεις τις πληροφορίες πρέπει να τις έχεις αφομοιώσει και να τις αγαπάς χωρίς να είναι εμφυτεύματα. Δεν γίνεται να το σταματήσεις αυτό. Και ο Τσιτσάνης έθνικ έκανε με όσα έρεαν μέσα του από την παλιότερη εκείνου μουσική μέχρι την πιο αστική. Εγραφε νέες μελωδίες με νέα φερίσματα στις μελωδίες των παλιών δρόμων. Και ο Σαντάνα αυτό έκανε. Αυτό του έβγαινε.
• Ανατολή ή Δύση;
Δεν μπορείς να το πεις. Ο Μάριος Μαυροειδής, πατέρας της τραγουδίστριας Μάρθας, είχε γράψει ένα βιβλίο που έλεγε πως αν πεις πως αυτό είναι καλύτερο από το άλλο είναι ανοησία. Δεν μπαίνω στο δίλημμα. Μόνο θεία οικουμενικότητα.
• Το Ιντερνετ βοηθάει;
Σαν γερογκρινιάρης που με λέει ο γιος μου βλέπω τα στραβά, αλλά έχει και καλά. Το στραβό είναι η εύκολη πρόσβαση στη γνώση που δεν γίνεται αφομοίωση. Οταν ακούσει κανείς για να μαθητεύει, η πληροφορία πάει στη βιβλιοθήκη, όχι στο συγκινησιακό πεδίο. Από το συγκινησιακό όμως πεδίο βγαίνει κατευθείαν η μουσική. Ακούς στο Ιντερνετ όλους να παίζουν το ίδιο. Από την άλλη, επικοινωνείς τη δουλειά σου, ή ακούς πολλά είδη εύκολα.
• Κάτι που κάνατε και αγαπήσατε πολύ εσχάτως;
Με τη χορωδία Χώρες ανακάλυψα πως αγαπημένο μου όργανο είναι η γυναικεία χορωδία. Εχει μαγικό ηχόχρωμα και μπορείς να δώσεις διαστήματα που δεν μπορούν να δώσουν άλλα όργανα.
• Το βλέπετε ως όργανο;
Βέβαια. Και θέλω να γράψω έργο πάνω σε αυτό.
• Με ξένους έχετε συνεργαστεί πολύ…
Με τους Ασκαμπαντ από το Τουρκμενιστάν στα «Λάφυρα της Νύχτας». Με τον Σάλεμ Μπάλι από το Χαλέπι. Και στο εξωτερικό έχω κάνει διάφορα. Δεν τελειώνει αυτό.
Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις