Ζαν Λυκ Γκοντάρ: Στον τάφο του ήθελε να γραφτεί η λέξη «Αντιθέτως»
Μια μίνι σταχυολόγηση των σεναρίων του σπουδαίου σκηνοθέτη -«Όσο περισσότερο μιλάει κανείς, τόσο λιγότερο σημαίνουν τα λόγια».
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
«Το μόνο που χρειάζεσαι για να γυρίσεις μια ταινία είναι ένα κορίτσι και ένα όπλο». Αυτή φράση αποδίδεται επίσης στον DW Griffith αλλά την έχει πει ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ, ο κινηματογραφιστής-επαναστάτης. Κορυφαία μορφή της γαλλικής Nouvelle Vague στη δεκαετία του 1960, οι ταινίες του ήταν γρήγορες και ψύχραιμες, ημι-σεναριακές και ελεύθερες. Έκανε γυρίσματα με φυσικό φως, με χειροκίνητες κάμερες και χωρίς μακιγιάζ. Ανακάτευε την υψηλή και τη χαμηλή κουλτούρα, τις δραματικές και τις ντοκιμαντερίστικες φόρμες.
«Μια ιστορία πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος, αλλά όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά» πίστευε, απόλυτα άνετος με την ασυνέχεια και την παρέκκλιση.
Για τον Γκοντάρ η ανάγκη ήταν η μητέρα της εφεύρεσης: η περίφημη τεχνική του «jump cut» αναπτύχθηκε αρχικά για να επιταχύνει τη δράση- χρησιμοποίησε αναπηρικό καροτσάκι για πλάνα παρακολούθησης επειδή δεν είχε την οικονομική δυνατότητα για dolly και μερικές φορές χρησιμοποιούσε άπειρους ηθοποιούς επειδή του άρεσε η αμήχανη γοητεία τους.
Ωστόσο, παρά τη φαινομενική χαλαρότητα του στυλ του Γκοντάρ, είχε πάντα ένα σχέδιο:
«Δεν έχει νόημα να έχεις ευκρινείς εικόνες όταν έχεις ασαφείς ιδέες».
Σε όλες τις ταινίες του ο Γκοντάρ επανέρχεται επανειλημμένα στο θέμα της κακής επικοινωνίας. Στην ταινία του, Με Κομμένη την Ανάσα, ο Mισέλ, ένας μικροκακοποιός που υποδύεται ο αιώνιος καπνιστής Ζαν Πολ Μπελμοντό, συνοψίζει ιδανικά μια ελαττωματική σχέση:
«Όταν μιλούσαμε, μιλούσα για μένα και εσύ μιλούσες για σένα, ενώ θα έπρεπε να είχαμε μιλήσει ο ένας για τον άλλον».
Παρομοίως, στον Τρελό Πιερό οι κακότροποι εραστές αναρωτιούνται αν πραγματικά ταιριάζουν ο ένας στον άλλον:
Φερντινάρντ: «Γιατί φαίνεσαι τόσο λυπημένος;».
Μαριάν: «Επειδή μου μιλάς με λόγια και εγώ σε κοιτάζω με συναισθήματα».
Στην ταινία του Ζούσε τη Ζωή της του 1962, η λαμπερή Άννα Καρίνα υποδύεται τη Νανά, μια νεαρή γυναίκα που παλεύει να επιβιώσει μόνη της στη μεγάλη πόλη. Η Νανά ξεκινάει μια συζήτηση με έναν φιλόσοφο σε ένα καφέ.
«Ξαφνικά δεν ξέρω τι να πω. Μου συμβαίνει συχνά. Σκέφτομαι πρώτα αν είναι οι σωστές λέξεις. Αλλά όταν έρχεται η στιγμή να μιλήσω, δεν μπορώ να το πω. Γιατί πρέπει πάντα να μιλάει κανείς; Νομίζω ότι συχνά πρέπει να σιωπάμε, να ζούμε στη σιωπή. Όσο πιο πολύ μιλάει κανείς, τόσο λιγότερο σημαίνουν οι λέξεις».
Οι ταινίες του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ είναι προκλητικές, ενθαρρυντικές για τη ζωή. Όσο κι αν ασχολούνται με τη φιλοσοφία και την ηθική, είναι επίσης χαρούμενες, δροσερές και αστείες. Και οι χαρακτήρες του Γκοντάρ δεν φοβούνται να χορέψουν.
Προς το τέλος του Τρελού Πιερό, ο Φερδινάνδος, ένας φυγάς από την αστική κοινωνία, τα συνοψίζει όλα αυτά πολύ ωραία σε μία φράση:
«Πριν από δέκα λεπτά είδα παντού τον θάνατο. Τώρα είναι ακριβώς το αντίθετο. Κοιτάξτε τη θάλασσα, τα κύματα, τον ουρανό. Η ζωή μπορεί να είναι θλιβερή, αλλά είναι πάντα όμορφη!».
Ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ άρχιζε σχεδόν κάθε του φράση με τη λέξη «αντιθέτως». Au contraire. Αυτό θέλει να γραφτεί στον τάφο του.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις