Ειρήνη Παπά: Από το Μπρόντγουεϊ στο Χόλιγουντ και πάλι πίσω – «Μάτια που σιγοκαίνε»
Μια τεράστια διεθνής καριέρα πίσω από την επιβλητική προσωπικότητα, η οποία ξεκίνησε επειδή οι Έλληνες κινηματογραφιστές τη θεώρησαν μη εμπορική ηθοποιό και αυτή δοκίμασε τις δυνάμεις της στο εξωτερικό.
Η Παπά γεννήθηκε ως Ειρήνη Λελέκου στο χωριό Χιλιομόδι, έξω από την Κόρινθο. Η μητέρα της, Ελένη Πρεβεζάνου, ήταν δασκάλα και ο πατέρας της, Σταύρος Λελέκος, δίδασκε κλασικό δράμα στη σχολή Σοφικού στην Κόρινθο. Η ίδια θυμάται ότι από παιδί έπαιζε πάντα θέατρο, φτιάχνοντας κούκλες από κουρέλια και ξύλα.
Η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα όταν ήταν επτά ετών. Σπούδασε από την ηλικία των 15 ετών στη Βασιλική Σχολή Δραματικής Τέχνης στην Αθήνα, παρακολουθώντας μαθήματα χορού και τραγουδιού. Βρήκε το στυλ υποκριτικής που υποστήριζε η Σχολή παλιομοδίτικο, επίσημο και στυλιζαρισμένο και επαναστάτησε εναντίον του, με αποτέλεσμα να χρειαστεί να επαναλάβει ένα έτος- τελικά αποφοίτησε το 1948.
Η Ειρήνη και το θέατρο
Η Παπά ξεκίνησε την καριέρα της ως ηθοποιός στην Ελλάδα στο θέατρο, σε έργα του Ίψεν, του Σαίξπηρ και της κλασικής ελληνικής τραγωδίας, πριν περάσει στον κινηματογράφο το 1951. Συνέχισε να εμφανίζεται κατά καιρούς στο θέατρο, μεταξύ άλλων στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο στην Αθήνα το 1958 και στη Νέα Υόρκη στο έργο Ο ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι και στο Inherit the Wind των Τζερόμ Λόρενς και Ρόμπερτ Ε. Λι, ενώ το 1968 έπαιξε στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι στο Circle in the Square Theatre του Μπρόντγουεϊ και το 1973 στη Μήδεια.
Κριτικάροντας την παράσταση στους New York Times, ο Clive Barnes την περιέγραψε ως μια «πολύ ωραία, ελεγχόμενη Μήδεια», που σιγοκαίει από ένα «προσεκτικά αποσβεσμένο πάθος», διαρκώς άγριο.
Ο θεατρικός κριτικός Walter Kerr εξήρε επίσης τη Μήδεια της Παπά- τόσο ο Barnes όσο και ο Kerr είδαν στην ερμηνεία της αυτό που ο Barnes αποκάλεσε «την αμείλικτη αποφασιστικότητά της και την ακλόνητη επιθυμία της για δικαιοσύνη». Ο Άλμπερτ Μπέρμελ θεώρησε θρίαμβο της υποκριτικής την απόδοση της Μήδειας από την Παπά ως συμπαθητικής γυναίκας.
Ο κινηματογράφος της ανήκε
Η Παπά ανακαλύφθηκε από τον Έλια Καζάν στην Ελλάδα, όπου απέκτησε ευρεία φήμη. Η πρώτη της κινηματογραφική δουλειά ήταν ένας μικρός ρόλος στην ταινία του Νίκου Τσιφόρου «Έκπτωτοι άγγελοι» το 1948) και άρχισε να προσελκύει την προσοχή με τον ρόλο της στην ταινία του Φρίξου Ηλιάση «Νεκρή Πόλη» του 1952. Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών, όπου η Παπά έγινε δεκτή από τον διεθνή Τύπο και φωτογραφήθηκε να περνάει χρόνο με τον πάμπλουτο Αγά Χαν.
Οι Έλληνες κινηματογραφιστές τη θεώρησαν μη εμπορική ηθοποιό και δοκίμασε τις δυνάμεις της στο εξωτερικό, υπογράφοντας συμβόλαιο με την Lux Film στην Ιταλία, όπου η διαφήμιση της Νεκρής Πόλης ήταν αρκετή για να την εκτοξεύσει ως σταρ του κινηματογράφου.
Το 1954 έπαιξε στις ταινίες «Theodora» και «Slave Empress», οι οποίες τράβηξαν την προσοχή του Χόλιγουντ. Ακολούθησαν πολλές άλλες ταινίες, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς.
Πρωταγωνίστησε στις κινηματογραφικές μεταφορές της αρχαίας τραγωδίας, παίζοντας τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στην Αντιγόνη, το 1961, του Γιώργου Τζαβέλλα και στην Ηλέκτρα, το 1962, του Μιχάλη Κακογιάννη, με τη δυνατή ερμηνεία της καταδικασμένης ηρωίδας- αυτό της χάρισε τη ιδιότητα της σταρ. Έπαιξε την Ελένη στις Τρωάδες του 1971, του Κακογιάννη απέναντι από την Κάθριν Χέπμπορν, και την Κλυταιμνήστρα με «μάτια που σιγοκαίνε», σύμφωνα με τους New York Times, στην Ιφιγένεια το 1977.
Η Παπά μιλούσε άπταιστα ιταλικά και πολλές από τις ταινίες της γυρίστηκαν στη γλώσσα αυτή. Είπε ότι ο Κακογιάννης ήταν ο μόνος σκηνοθέτης με τον οποίο αισθανόταν πραγματικά άνετα, περιγράφοντας τον εαυτό της ως «πολύ υπάκουο» για να σταθεί απέναντι σε άλλους σκηνοθέτες. Ο Κακογιάννης είπε ότι η εικόνα της Κλυταιμνήστρας με τη δύναμη και τη σωματική διάπλαση της Ειρήνης Παπά, και τον απρόσωπο θυμό της ενάντια στην αδικία της ζωής, χωρίς ίχνος αυτολύπησης ήταν, κατά την άποψή του, προσιτή σε ηθοποιούς από χώρες όπως η Ελλάδα που είχαν βιώσει μακρόχρονη καταπίεση.
Ο Αλεχάντρο Βαλβέρδε Γκαρσία περιέγραψε τον ρόλο της Παπά στις Τρωάδες ως «την πιο πειστική κινηματογραφική Ελένη που έχει παρουσιαστεί ποτέ», σημειώνοντας ότι το σενάριο γράφτηκε με γνώμονα αυτήν.
Το Χόλιγουντ δε μπορεί να περιμένει
Η Παπά έκανε το ντεμπούτο της στον αμερικανικό κινηματογράφο με έναν μικρό ρόλο στην B-movie ταινία, The Man from Cairo του 1953,- η επόμενη αμερικανική ταινία της ήταν ένας πολύ μεγαλύτερος ρόλος ως Jocasta Constantine, δίπλα στον James Cagney, στο γουέστερν Tribute to a Bad Man, το 1956. Στη συνέχεια πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως Τα Κανόνια του Ναβαρόνε , το 1961 και τον Ζορμπά του 1964, του Κακογιάννη, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, εδραιώνοντας τη φήμη της διεθνώς.
Η επιτυχία αυτή δεν της χάρισε μια εύκολη ζωή- η ίδια δήλωσε ότι δεν εργάστηκε για 2 χρόνια μετά την Ηλέκτρα, παρά τα βραβεία και την καταξίωση- και πάλι, έμεινε χωρίς δουλειά για 18 μήνες μετά τον Ζορμπά. Αποδείχθηκε η πιο δημοφιλής ταινία της, αλλά η ίδια δήλωσε ότι κέρδισε μόνο 10.000 δολάρια από αυτήν.
Η Παπά έπαιξε πρωταγωνιστικούς ρόλους σε ταινίες που έτυχαν μεγάλης αποδοχής από την κριτική, όπως το Ζ του 1969, που κερδίζει το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Η Ειρήνη Παπά είχε πάρει μέρος σε περισσότερες από 80 ταινίες, με γυρίσματα σε όλο τον κόσμο (Τσινετσιτά, Χόλιγουντ, Γιουγκοσλαβία, Λίβανος, Μαρόκο, Βραζιλία, Αυστραλία, Πορτογαλία κ.α.) έχοντας στο πλευρό της συμπρωταγωνιστές , μεταξύ άλλων, τους Μάρλον Μπράντο, Ιβ Μοντάν, Γκρέγκορι Πεκ, ‘Αντονι Κουίν, Ρίτσαρντ Μπάρτον, Τζαν Μαρία Βολοντέ, Τζέιμς Κάγκνεϊ.
Η ίδια η ηθοποιός έχει δηλώσει για τους ρόλους που επέλεγε: «Ποτέ δεν θέλησα να παίξω αισθησιακούς ρόλους ή ρόλους επιθυμητών γυναικών. Αυτό που ήθελα πάντα είναι να παίζω εμένα, δηλαδή την ανεξάρτητη αγωνίστρια».
Η κλασική, ελληνική ομορφιά (της)
Οι μελετητές έχουν σημειώσει ότι η Παπά συχνά φωτογραφιζόταν σε προφίλ δίπλα σε ελληνικά γλυπτά για να την παρουσιάσουν ως την «πεμπτουσία της ιδέας της ελληνικής ομορφιάς».
Η Enciclopedia Italiana περιέγραψε την Παπά ως μια τυπική μεσογειακή ομορφιά, με υπέροχη φωνή τόσο στο τραγούδι όσο και στην υποκριτική, εξαιρετικά ταλαντούχα και με περιπετειώδες πνεύμα.
«Το κιμωλία-λευκό δέρμα και τα μακριά μαύρα μαλλιά της, τα σκούρα καστανά μάτια, τα πυκνά τοξωτά φρύδια και η ίσια μύτη κάνουν την Παπά να εμφανίζεται ως η πεμπτουσία της ιδέας της ελληνικής ομορφιάς» γράφουν οι κριτικές.
Ο συγγραφέας Γεράσιμος Κατσάν έγραψε ότι είναι η πιο γνωστή και αναγνωρίσιμη Ελληνίδα σταρ του κινηματογράφου, «μια ηθοποιός με απίστευτη γκάμα, δύναμη και λεπτότητα».
Ο κριτικός κινηματογράφου Ρότζερ Έμπερτ παρατήρησε ότι υπήρχαν πολλά «όμορφα κορίτσια» στον κινηματογράφο «αλλά όχι πολλές γυναίκες», και χαρακτήρισε την Παπά σπουδαία ηθοποιό. Ο Έμπερτ σημείωσε τον δύσκολο αγώνα της, το ύψος της, 1,78 μ., που περιόριζε τους πρωταγωνιστές δίπλα στους οποίους μπορούσε να παίξει, την προφορά της που περιόριζε τους ρόλους που μπορούσε να αναλάβει, και ότι «η ασυνήθιστη ομορφιά της δεν είναι το είδος με το οποίο οι σούπερ σταρ ηθοποιοί αρέσκονται να ανταγωνίζονται».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις