Ο θάνατος μας πάει πολύ
Σε άλλες εποχές, προ Διαδικτύου και κυρίως προ μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αυτός ο «συνωστισμός» στην έξοδο από τη ζωή θα περνούσε απαρατήρητος, δεν θα είχε καταγραφεί.
Ο θάνατος μας πάει πολύ
Συμβαίνουν αυτά στις συγκυρίες της πραγματικότητας. Απανωτοί θάνατοι διάσημων προσώπων. Ετσι έγινε και τις τελευταίες μέρες. Μέσα σε λίγες ώρες έφυγαν από τη ζωή ο Κώστας Καζάκος, η Ειρήνη Παπά, ο Δημήτρης Παντερμαλής. (Και ο Γκοντάρ που «φώτισε» με τους προβολείς του τη νιότη μιας γενιάς.) Σε άλλες εποχές, προ Διαδικτύου και κυρίως προ μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αυτός ο «συνωστισμός» στην έξοδο από τη ζωή θα περνούσε απαρατήρητος, δεν θα είχε καταγραφεί. Και δεν θα είχε σχολιαστεί λόγω… έλλειψης γηπέδου. Τα σόσιαλ μίντια όμως είναι κάτι σαν το «χωριό» του κάθε χρήστη.
Τι θα γινόταν αν πέθαιναν τόσοι άνθρωποι την ίδια μέρα, στο ίδιο χωριό; Θα μαζεύονταν στο καφενείο, στο μπακάλικο, στις αυλές, στις εξώπορτες και θα σχολίαζαν το γεγονός. Θα ακούγονταν πολλά «τς, τς, τς» για το θανατικό που έπεσε. Κάποιοι θα θυμούνταν ότι είχε συμβεί κάτι ανάλογο πριν από κάμποσα χρόνια. Γενικώς, θα είχαν να πουν τα καλύτερα για τους «αποχωρήσαντες», θα ανακαλούσαν στη μνήμη τους και θα διηγούνταν – τάχα μου λίγο εμπιστευτικά – μεταξύ τους συζητήσεις, συναντήσεις, δοσοληψίες. Αλλά όσο περνούσαν οι ώρες, θα άρχιζαν να σιγομουρμουρίζουν και τα στραβά του μακαρίτη. «Ναι μεν ο νεκρός δεδικαίωται αλλά…». Γενικά, ο θάνατος και η κηδεία είναι ένα κοινωνικό γεγονός. Σε όλες τις κοινωνίες και σε όλες τις εποχές. Νομίζω ότι, σε αυτό το πεδίο, ξεπερνά και τον γάμο. Ε, όλα αυτά συμβαίνουν σήμερα στα σόσιαλ μίντια. Με τους ίδιους όρους που ακόμη και κάτω από συνθήκες τρομακτικής μεγέθυνσης διατηρούν τα βασικά τους χαρακτηριστικά.
Εδώ και καιρό ο Καζάκος ήταν στο νοσοκομείο και κανένα Μέσο δεν το έκανε είδηση. Εδώ και χρόνια η Παπά ζούσε απομονωμένη και τσακισμένη από την Αλτσχάιμερ χωρίς αυτό να έχει συζητηθεί. Και αναρωτιέμαι, πόσοι από τους χιλιάδες που έχουν επισκεφτεί το Μουσείο Ακρόπολης γνώριζαν ότι η «ψυχή» αυτού του χώρου ήταν ο Παντερμαλής; Δεν το λέω σαν ψόγο. Οι αρρώστιες των ανθρώπων είναι προσωπικό δεδομένο ενώ ο θάνατός τους κοινωνικό γεγονός. Ή η αφορμή να μάθουμε περισσότερα για αυτούς. Τότε είναι που συνθέτουμε το πορτρέτο τους με τα «δικά» μας χρώματα, σύμφωνα με τη δική μας μυθολογία. Τον Καζάκο προφανώς θα τον δω και θα τον ξαναδώ όταν η τηλεόραση θα παίζει ταινίες του όπως το «Κοντσέρτο για πολυβόλα» και το «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα». Θα τον θυμάμαι όμως από το «Μεγάλο μας τσίρκο». Και από το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;».
Η Ειρήνη Παπά με τη μεγάλη διεθνή κινηματογραφική καριέρα για μένα θα είναι η «φωνή» του επιτάφιου θρήνου. Η γυναίκα που δέχθηκε να μου δώσει συνέντευξη όταν ήμουν ακόμη νεοσσός σε αυτή τη δουλειά.
Λίγη γκρίνια ακόμη
Το βλέπω να συνεχίζεται μέχρι και την κηδεία της Ελισάβετ. Μια ξινίλα, μια γκρίνια, ένα «αν δεν ήμουν εδώ, θα ήμουν κάπου καλύτερα» για τον χρόνο που αφιερώνεται στα της κάλυψης της «αποχώρησής» της. Είναι κάτι σαν δήλωση ανωτερότητας και αποστασιοποίησης από τους υπόλοιπους πλεμπαίους που παρακολουθούν ό,τι παρακολουθεί και ολόκληρος ο κόσμος.
Εντύπωση μου κάνει το ότι αυτό ακούγεται και από συναδέλφους. Σοβαρά τώρα; Εχουμε ξεχάσει την έννοια της μοναδικότητας όσον αφορά τη δουλειά μας, ότι πρόκειται, δηλαδή, για ένα γεγονός που δεν θα ξαναδούμε; Οτι αυτές οι εικόνες θα μείνουν στα χρονικά του αιώνα μας; Κι αν δεν το ξέρουμε αυτό, δεν γνωρίζουμε τη σημαντικότητα του «παραμυθιού»; Και αυτό που παρακολουθούμε τούτες τις μέρες είναι ένα σύγχρονο παραμύθι. Σαν αυτό που, το 1997, παρακολούθησαν δυόμισι δισεκατομμύρια άνθρωποι (σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Γης), όσοι δηλαδή είδαν στην τηλεόραση την κηδεία της Νταϊάνα. Λυπάμαι που θα στενοχωρήσω συναδέλφους, αλλά την κηδεία της Ελισάβετ υπολογίζεται ότι θα παρακολουθήσουν πάνω από τέσσερα δισεκατομμύρια τηλεθεατές.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις