Το τραύμα 1922
H Μικρασιατική Καταστροφή παραμένει ένα βαθύ ιστορικό τραύμα
Το 2021 είχαμε εκτεταμένους εορτασμούς και μεγάλες συζητήσεις, αρκετές από αυτές όντως αναστοχαστικές και κριτικές, με αφορμή την δισεκατονταετηρίδα από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Πράγμα εύλογο, αφού τη θεωρούμε γενέθλια στιγμή του νεοελληνικού κράτους. Φέτος, όμως, ίσως δεν έχει δοθεί η σημασία που πρέπει στη δεύτερη μεγάλη τομή, αυτή του 1922, παρότι η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε καταλυτικός παράγοντας για τη διαμόρφωση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, της κοινωνικής του διάρθρωσης και της πολιτισμικής του ταυτότητας.
Ίσως γιατί εξακολουθούμε να μην μπορούμε να αναμετρηθούμε με το τραύμα αυτής της ιστορικής εμπειρίας. Πιο σωστά, γιατί εξακολουθούμε να την αντιμετωπίζουμε κυρίως ως τραύμα – εξ ου και η επιλογή να επικεντρώνουμε ακόμη και ως προς την ονοματοδοσία στην έννοια της «καταστροφής» – παρά να προσπαθούμε να κατανοήσουμε την ιστορική διεργασία που οδήγησε στον βίαιο εκτοπισμό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι πολύ συχνά η συζήτηση επικεντρώνεται στα «λάθη» που οδήγησαν στην καταστροφή, από τις επιπτώσεις του Διχασμού έως την επιλογή της εκστρατείας προς την Άγκυρα, ή ότι όταν συζητάμε τη διεθνή διάσταση, συχνά περιοριζόμαστε στην καταδίκη της «προδοσίας» των δυνάμεων της Entente που δεν «στάθηκαν στο πλευρό» της Ελλάδας.
Η ανάγκη ιστορικής ερμηνείας
Αυτό σημαίνει ότι δεν συζητάμε τη συνολική ακολουθία που οδήγησε στην καταστροφή και ιδίως τον τρόπο που την επαύριον του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ελληνική ηγεσία επέλεξε να είναι τμήμα μιας προσπάθειας διαχείρισης των περιοχών που ήταν υπό Οθωμανικό έλεγχο, που αποτελούσε μια ακόμη πράξη του ευρύτερου φαινομένου που ονομάζουμε αποικιοκρατία. Κι αυτό παρότι είναι σε σχέση με τη Μικρά Ασία που η «Μεγάλη Ιδέα» χάνει ακόμη περισσότερο τον χαρακτήρα απελευθέρωσης εδαφών με σαφή ελληνική πλειονότητα – άλλωστε αυτό ήταν ήδη ένα ερώτημα και στους Βαλκανικούς Πολέμους –, και γίνεται τμήμα μιας προβολής ισχύος που αντιμετώπιζε τη διανομή τέως αυτοκρατορικών εδαφών με όρους ουσιαστικά του 19ου αιώνα, παραβλέποντας ότι ήδη είχε αρχίζει να διαμορφώνεται η αντίρροπη δυναμική, αυτή των μεγάλων αντιαποικιακών κινημάτων. Αυτό, άλλωστε, οδήγησε αργά ή γρήγορα στην ανάπτυξη κινημάτων για ανεξαρτησία σε όλες τις περιοχές που βρέθηκαν υπό «Εντολή».
Ουσιαστικά, στην αφετηρία της Καταστροφής δεν βρίσκεται τόσο η αδυναμία αποτελεσματικού χειρισμού της ίδιας της Μικρασιατικής Εκστρατείας, όσο το ίδιο το γεγονός της, η ίδια η αντίληψη ότι η ισχύς του ελληνικού κράτους, αυτή που καταγράφηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους και παρά τον Διχασμό διατηρήθηκε από την έκβαση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θα μπορούσε να αποκτήσει τα εδάφη που διεκδικούσε και το αναδυόμενο κίνημα του τουρκικού εθνικισμού, που αποδείχτηκε ότι είχε εξαρχής το στρατηγικό πλεονέκτημα να εκπροσωπεί όντως μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική δυναμική (και έχοντας το ίδιο επιδείξει βάναυση επιθετικότητα απέναντι σε άλλες εθνότητες, ενδεικτική η Γενοκτονία των Αρμενίων). Ούτε ελήφθη όσο έπρεπε υπόψη το γεγονός ότι το ελληνικό στοιχείο μπορεί να είχε πολύ σημαντική οικονομική και πολιτιστική παρουσία, όμως δεν ήταν πλειοψηφικό, πέραν συγκεκριμένων περιοχών, και για ένα μέρος του η άφιξη στην περιοχή ήταν σχετικά ιστορικά πρόσφατη.
Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι παρά τη φόρτιση ως προς την απόδοση ευθυνών, φόρτιση που εκφράστηκε και σε γεγονότα όπως η Δίκη των Εξ (καθεαυτή ένα ακόμη τραύμα ως προς το πολιτικό σύστημα), η συζήτηση για τον ίδιο τον χαρακτήρα της εκστρατείας παραμένει περιορισμένη και διαστάσεις της όπως ήταν η σύνδεσή της με μια κρίσιμη φάση της αποικιοκρατίας συχνά δεν συζητιούνται καθόλου, πιθανώς γιατί η «Μεγάλη Ιδέα» αποκηρύσσεται περισσότερο ως «υπερβολή» παρά ως έκφραση ενός επιθετικού εθνικισμού, με την εξαίρεση των τοποθετήσεων, ήδη από τότε, του κομμουνιστικού κινήματος. Ας μην ξεχνάμε ότι η ανάληψη του ρόλου του θύματος μιας ιστορικής διαδικασίας – και πώς αλλιώς να περιγραφεί κάτι που βιώθηκε ως εθνική τραγωδία – ήταν πολύ προτιμότερη από την αναμέτρηση με τις ευθύνες που υπήρχαν όχι σε επίπεδο διαχείρισης αλλά στον πυρήνα ενός ολόκληρου «εθνικού αφηγήματος».
Και αυτή είναι ίσως η πιο άβολη και αμήχανη διάστασης της τρέχουσας απροθυμίας συζήτησης του πυρήνα μιας τραγωδίας που είχε συνέπεια χιλιάδες θύματα και έναν ξεριζωμό χωρίς προηγούμενο (και από τις δύο πλευρές, ας μην το ξεχνάμε αυτό). Όμως, η αναμέτρηση με το ιστορικό παρελθόν, ακόμη και στις πλευρές του που έχουν να κάνουν με στιγμές οδυνηρές και τραυματικές, αποτελεί πάντα μια διαδικασία χειραφετητική, προσφέροντας μια διάσταση ιστορικής αυτογνωσίας που επιτρέπει στις κοινωνίες να αποφύγουν πλευρές ενός πολεμοχαρούς εθνικισμού και ενός σχεδόν νεοαποικιακού ρατσισμού που δείχνουν, με διάφορες πλευρές να σφραγίζουν πάλι τον πλανήτη. Και σίγουρα είναι προτιμότερη από την αποσιώπηση αυτών των ερωτημάτων στο όνομα της αντιμετώπισης της υπαρκτής τουρκικής επιθετικότητας (που με τη σειρά της είναι ενδεικτική του τι συμβαίνει όταν ένα εθνικό όραμα γίνεται εθνικιστική προβολή ισχύος).
Η διαμόρφωση της σύγχρονη Ελλάδας
Ο ερχομός του προσφυγικού ελληνισμού, η μάχη της αποκατάστασης και τα υπαρκτά εμπόδια και οι διακρίσεις που συνάντησαν για χρόνια οι πρόσφυγες, υπήρξαν καταλυτικά στοιχεία για τη διαμόρφωση της σύγχρονης Ελλάδας. Οι πρόσφυγες προσέφεραν όχι μόνο το πολιτιστικό φορτίο τους αλλά και συνέβαλαν, με αμετάκλητα στη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής λαϊκότητας, όπως φάνηκε και με τον τρόπο που πρωταγωνίστησαν σε όλες τις μεγάλες ιστορικές κοινωνικές κινητοποιήσεις, από την Αντίσταση, μέχρι τους αγώνες για τη δημοκρατία.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις