Η πρώτη ελληνίδα αλεξιπτωτίστρια που πολέμησε τους Ναζί – Πώς κατασκεύασε μυστικό αεροδρόμιο
Εκπαιδεύτηκε στα Αλεξίπτωτα και άρχισε να συμμετέχει σε μυστικές επιχειρήσεις στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Ελλάδα. Η ίδια περιγράφει την πορεία της την εμπόλεμη εκείνη περίοδο.
- Ο αντίπαλος της Starlink του Έλον Μάσκ έχει ευρωπαϊκή σφραγίδα
- Με τι δεν είναι ικανοποιημένοι οι εργαζόμενοι - Και δεν είναι ο μισθός η μεγαλύτερη ανησυχία τους
- Το ύστατο μήνυμα του Κώστα Χαρδαβέλλα στους θεατές του: Μέσα μας υπάρχει μία βόμβα χιλίων μεγατόνων, η ψυχή
- ΣΥΡΙΖΑ: Τα νέα μέλη του Εκτελεστικού Γραφείου και οι χρεώσεις στην Πολιτική Γραμματεία
Η πρώτη Ελληνίδα Αλεξιπτωτίστρια, η Σόνια – Σοφία Στεφανίδου έδωσε μια συνέντευξη στο περιοδικό «Η Ελληνοπούλα» (τεύχος 25ης Δεκεμβρίου 1945). Σε αυτήν για πρώτη φορά αναφέρθηκε στην δράση της στο αγώνα κατά των Γερμανών και των συμμάχων τους.
Ήταν απλή δημόσια υπάλληλος στην Διεύθυνση Στατιστικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομίας. Όταν χρειάστηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες της, κατατάχθηκε στον Ερυθρό Σταυρό.
Από την οικογένειά της τόσο ο πατέρας της όπως και τα δύο αδέλφια της, καθώς ήταν ιατροί στο επάγγελμα, βρέθηκαν να υπηρετούν στην υγειονομική υπηρεσία στο μέτωπο. Η Στεφανίδου δεν μπορούσε να αρκεστεί στην προσφορά της στον Ερυθρό Σταυρό. Επιζητούσε κάτι περισσότερο από αυτό.
Έτσι εκπαιδεύτηκε στα Αλεξίπτωτα και άρχισε να συμμετέχει σε μυστικές επιχειρήσεις στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Ελλάδα. Η ίδια περιγράφει την πορεία της την εμπόλεμη εκείνη περίοδο.
Η αφήγηση της ίδιας
«Όταν άρχισε ο Ελληνο-ιταλικός πόλεμος υπηρετούσα ως Δημόσιος υπάλληλος. Καταλαβαίνοντας όμως τη σημασία του αγώνος που άρχιζε θέλησα να προσφέρω τη μικρή μου συμβολή σε αυτόν. Σαν άρχισε λοιπόν ο Ελληνο-ιταλικός πόλεμος αμέσως κατατάχθηκα στον Ερυθρό Σταυρό ως εθελοντής.
Εκπαιδεύτηκα, πήρα το δίπλωμά μου κι έφυγα με την πρώτη ευκαιρία για προκεχωρημένο τομέα του μετώπου. Εκεί υπηρετούσαν τα δύο μου αδέλφια ως Ανθυπίατροι Έφεδροι κι ο πατέρας μου, 65 χρονών ως Έφεδρος Αρχίατρος στο άλλο μέτωπο.
Ο πατέρας της αιχμάλωτος των Βουλγάρων
Προσέφερα, όσες μπόρεσα υπηρεσίες. Μετά την γερμανική επίθεση και την υποχώρηση, γύρισα μαζί με τους τελευταίους τραυματίες στα Γιάννενα. Εν τω μεταξύ ο πατέρας μου πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Βούλγαρους. Ακόμα μέχρι σήμερα δεν μπόρεσα να τον δω (δηλαδή μέχρι τον Δεκέμβριο του 1945), αν και είναι ελεύθερος τώρα στην Δράμα.
Στα Γιάννινα ζω τη μεγάλη φρίκη του βομβαρδισμού του Πάσχα, όπου ευρήκαν τον θάνατο επτά συνάδελφοί μου νοσοκόμοι και πολλοί Έλληνες ιατροί.
Κατόρθωσα να επιζήσω και με πολλές προσπάθειες και κινδύνους γυρίζω στην Αθήνα. Εδώ η θέα του Αγκυλωτού Σταυρού πάνω στην Ακρόπολη θανατώνει τη ψυχή μου. Αποφασίζω να φύγω και κάνω ό,τι μπορώ για αυτό.
Θα μας τουφέκιζαν, αλλά ο Μουσολίνι είχε γενέθλια
Κατορθώνω στις 9 Νοεμβρίου 1941 να φύγω για τη Σάμο. Από εκεί μια σκοτεινή νύκτα, Έλληνες αξιωματικοί και εγώ μαζί τους επιχειρούμε να αποβιβαστούμε στο τουρκικό έδαφος, αλλά δεν τα καταφέρνουμε.
Μας πιάνουν οι Ιταλοί και μας διατάσσουν να γυρίσουμε πίσω από εκεί που ήλθαμε. Αν μας ξαναέβλεπαν, όπως μας είπαν οι γελοίοι, θα μας τουφέκιζαν, πράγμα που δεν μας έκαναν τότε, γιατί ο κωμικοτραγικός αρχηγός τους, ο Μουσολίνι, είχε την ημέρα εκείνη τα γενέθλιά του!
Το ταξίδι Πειραιά – Χάιφα διήρκεσε σε τρεις μήνες!
Σαν κυνηγημένα πουλιά σκαρφαλώσαμε στα βουνά της Σάμου και επί 17 ημέρες. Ζούσαμε εκεί πάνω, χωρίς τροφή, χωρίς νερό και με διαρκή την απειλή των Ιταλών. Στο τέλος βρίσκουμε το μέσο και φτάνουμε στο τουρκικό λιμανάκι του Κουσάντασι, όπου βρήκαμε θερμή υποδοχή.
Από εκεί ταξιδέψαμε για την Κύπρο στην οποία και οι Κύπριοι και οι Άγγλοι μας επεφύλαξαν θερμή υποδοχή.
Τέλος ένα απόγευμα επιβιβαστήκαμε σε ένα αγγλικό πλοίο και φτάνουμε στη Χάιφα. Είχα φύγει από τον Πειραιά στις 9 Νοεμβρίου 1941 και έφτασα στη Χάιφα στις 2 Φεβρουαρίου 1942.
Από τη Χάιφα μας στέλνουν στα Ιεροσόλυμα όπου και πήρα το διαβατήριό μου για την Αίγυπτο. Ύστερα από σχετικά διαβήματα, επέτυχα να μου ανατεθεί υπηρεσία, ως προϊσταμένης αδελφής νοσοκόμου, στο Α’ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Χεντέρας. Εκεί εργάστηκα επί 11,5 μήνες και μπόρεσα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στην αρχή ως Γενική Προϊσταμένη και κατόπιν ως Προϊσταμένη του Χειρουργικού τμήματος.
Αφού πέρασε το διάστημα αυτό και είδα ότι δεν ήμουν απολύτως απαραίτητη, διότι είχε ενισχυθεί το προσωπικό των Νοσοκόμων, παρουσιάστηκα στον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Του ζήτησα να με κατατάξει σε μια δύσκολη κι επικίνδυνη υπηρεσία, που να μπορώ να προσφέρω κάτι καλύτερο για την Ελλάδα μας και γενικά για το συμμαχικό αγώνα. Η ψυχή μου φλεγόταν από την επιθυμία να προσφέρω και τη ζωή μου ακόμα, στη προσπάθεια της κατασυντριβής των δυνάμεων της βίας που είχαν υποδουλώσει την πατρίδα μας.
Έτσι κατατάχθηκα στην αγγλική μυστική υπηρεσία και εκπαιδεύτηκα για λίγο καιρό ως Αλεξιπτωτίστρια στο όρος Καρμάλ, στη Χάιφα, στη Σχολή Αλεξιπτωτιστών της ΡΑΦ. Η ειδικότητα αυτή είναι, όπως το ξέρουν όλοι, η πιο επικίνδυνη, αλλά ακριβώς για αυτό τη ζήτησα. Και τότε άρχισα την δράση μου στο τομέα αυτό.
Η πρώτη της αποστολή
Την 1η Ιουνίου 1943 έπεσα για πρώτη φορά με το αλεξίπτωτό μου στα βουνά της Βορείου Ελλάδος που κατείχε ο κατακτητής.
Εκεί άρχισα να εκτελώ την αποστολή μου και νομίζω ότι έκαμα, ό,τι θα έκαμε κάθε Ελληνίδα πατριώτισσα για την Ελλάδα. Και συνέχισα. Αφού πέρασα 24 χωριά εχθροκρατούμενα έφτασα ύστερα από αφάνταστες περιπέτειες και κακουχίες στην Θεσσαλία.
Στην περιοχή εκείνη έπεσε με αλεξίπτωτο στη μονάδα μας ένας Άγγλος αρχιτέκτονας. Με τη βοήθειά του και υπό τας διαταγές του, επιδοθήκαμε στο έργο της κατασκευής ενός μυστικού αεροδρομίου.
Όταν το αεροδρόμιο ήταν έτοιμο ειδοποιήσαμε τη μονάδα μας, της Μέσης Ανατολής, και σε λίγο ένα Βρετανικό και ένα Αμερικανικό αεροπλάνο προσγειώνονταν στο γήπεδό μας. Η στιγμή εκείνη ήταν μεγάλη για μας, ήταν γεμάτη ψυχική ικανοποίηση, γιατί μπορέσαμε να φέρουμε σε πέρας, ένα τέτοιο δύσκολο έργο μέσα στην υποδουλωμένη Ελλάδα και κάτω από τα μάτια του εχθρού.
Το καθήκον κάθε Ελληνίδας
Τα αεροπλάνα πήραν όσους έπρεπε να πάρουν, κι εμένα μαζί, κι έτσι φτάσαμε πάλι σε ένα αεροδρόμιο της Μέσης Ανατολής όπου η υποδοχή ήταν εξαιρετική και οι ζητωκραυγές για την Ελλάδα δόνησαν την ατμόσφαιρα.
Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς τι στιγμές αξέχαστες εθνικής υπερηφάνειας νοιώσαμε όλοι.
Για μένα ήταν η πιο γλυκιά και η πιο μεγάλη στιγμή της ζωής μου. Ναι, μεγάλη! Ας μου επιτραπεί να μεταχειριστώ την έκφραση αυτή, γιατί εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα να πλημμυρίζει τον εαυτό μου μια υπερηφάνεια -η υπερηφάνεια της Ελληνίδας, της πραγματικής Ελληνίδας- που τα δίνει όλα χωρίς να ζητήσει τίποτα, γιατί κάνει αυτό που νομίζει ότι πρέπει να κάνει, το καθήκον της.
Η αποστολή της στην Ιταλία
Μετά το πέρας της αποστολής μου γύρισα στο Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών και μαζί με τις υπηρεσίες του πήγα ύστερα στην Ιταλία (είχε καταταχθεί καταταχθεί στο νεοσύστατο Γυναικείο Σώμα που είχε αποσταλεί στο Ρίμινι).
Γεμάτη συγκίνηση γύρισα πάλι στην Ελλάδα, που τη βρήκα ελεύθερη.
Νομίζω πως δεν έκαμα τίποτα σπουδαίο, απλώς υπηρέτησα πιστά τη γλυκιά μας Πατρίδα.
Ελπίζω ο ελληνικός στρατός στον οποίο υπηρετώ ακόμα, να με μεταχειριστεί και πάλι, όταν οι ανάγκες της πατρίδας το ζητήσουν, σε όποια ειδικότητα θέλει και σε όποια αποστολή έστω και την πιο επικίνδυνη, αρκεί εκείνο που θα προσφέρω, έστω και τη ζωή μου, να το προσφέρω για την μεγάλη μας Ελλάδα, σαν γνήσια Ελληνοπούλα».
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις