Αργά ή γρήγορα, όλα μαθαίνονται
Ολα βγαίνουν κάποια στιγμή στο φως. Ολα θα βγουν, αργά ή γρήγορα στο φως. Ισως, όμως, να είναι πια αργά.
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Ο Τραμπ διορίζει τον παραγωγό του «Apprentice», ως ειδικό απεσταλμένο στη Μεγάλη Βρετανία
To 2014, ενόψει των περιφερειακών εκλογών στη Γαλλία, το Εθνικό Μέτωπο, το ακροδεξιό κόμμα που μετονομάστηκε αργότερα σε Εθνική Συσπείρωση, είχε στραφεί στη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν για χρηματοδότηση. Πιο συγκεκριμένα, είχε δανειστεί 9,6 εκατομμύρια ευρώ από τη ρωσική τράπεζα First Czech-Russian Bank. Ακόμα τα αποπληρώνει: η First Czech-Russian Bank έχει πια κλείσει αλλά το δάνειο μεταβιβάστηκε αρχικά σε μία ρωσική εταιρεία ενοικίασης αυτοκινήτων, και κατόπιν σε μία εταιρεία που διοικείται από πρώην στρατιωτικούς, και ειδικεύεται σε ανταλλακτικά αεροσκαφών, την Aviazaptchast, με την οποία το Εθνικό Μέτωπο επέτυχε, το 2020, συμφωνία αναδιάρθρωσης των οφειλών του.
Το κόμμα της Μαρίν Λεπέν αντιμετωπίζει πάγια οικονομικά προβλήματα. Από το 2017, ωστόσο, οι υποψήφιοι για τη γαλλική προεδρία δεν μπορούν πλέον να δανείζονται χρήματα από μη ευρωπαϊκές τράπεζες. Εκείνη τη χρονιά, λοιπόν, και ενόψει των τότε προεδρικών εκλογών, το Εθνικό Μέτωπο είχε δανειστεί έξι εκατομμύρια ευρώ από το μικρο-κόμμα Cotelet του πατρός Λεπέν και ακόμη οκτώ εκατομμύρια ευρώ από έναν γάλλο επιχειρηματία, τον Λοράν Φουσέρ. Η ρωσική σύνδεση ήταν, αυτή τη φορά, λιγότερο προφανής: σύμφωνα με τον γαλλικό ερευνητικό ιστότοπο Mediapart, είχε και το Cotelet δανειστεί, το 2014, δύο εκατομμύρια ευρώ από ρωσική τράπεζα. Οσο για τον Λοράν Φουσέρ, τον επιχειρηματία που ερευνάται πλέον για «ξέπλυμα χρήματος» από τις ελβετικές Αρχές, την εποχή που δάνεισε στη Λεπέν εκατομμύρια ευρώ ήταν, όπως αποδεικνύεται, απένταρος, καταχρεωμένος σε… ρώσους πιστωτές.
Ενόψει των γαλλικών προεδρικών εκλογών του 2022, λοιπόν, η Λεπέν στράφηκε σε πιο ασφαλείς επιλογές, δανείστηκε 10,6 εκατομμύρια ευρώ από «μία ευρωπαϊκή τράπεζα»: αυτό ανακοίνωσε απλώς το κόμμα, με λίγο ψάξιμο όμως ο γαλλικός Τύπος διαπίστωσε πως πρόκειται για την ουγγρική τράπεζα ΜΚΒ. «Τα ηγετικά στελέχη του κόμματος», επεσήμανε τότε η «Le Monde», «αρνήθηκαν να πουν αν ο Βίκτορ Ορμπαν, ο ανελεύθερος ούγγρος πρωθυπουργός, ανέλαβε ρόλο διευκόλυνσης». Κατά το τηλεοπτικό ντιμπέιτ με τον Εμανουέλ Μακρόν μεταξύ πρώτου και δεύτερου εκλογικού γύρου, ωστόσο, η Λεπέν έμεινε να ψελλίζει κάτι του τύπου «Εγώ είμαι μία γυναίκα ελεύθερη» όταν ο αντίπαλός της την κατηγόρησε ότι εξαρτάται «από το ρωσικό καθεστώς και την εξουσία του κυρίου Πούτιν» – χαρακτηρίζοντας μάλιστα τον τελευταίο «τραπεζίτη» της.
Κάποια πράγματα είναι γνωστά. Αλλα, πάλι, όχι και τόσο.
Το πρωί της 23ης Ιανουαρίου του 2017, η Λίντα Σάρσουρ ξύπνησε, συνδέθηκε στο Ιντερνετ, και υπέστη σοκ. Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, είχε σταθεί στην Ουάσιγκτον στην κεφαλή της «Women’s March», μιας λαϊκής κινητοποίησης εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ, που είχε ξεπεράσει κάθε προσδοκία: περισσότερες από τέσσερα εκατομμύρια γυναίκες είχαν συμμετάσχει, σε ολόκληρες τις ΗΠΑ. Ηταν μία από τις μεγαλύτερες διαμαρτυρίες στην ιστορία της χώρας. Επειτα όμως κάτι άλλαξε, φαινομενικά εν μια νυκτί. Μπαίνοντας στο Twitter εκείνη τη Δευτέρα, η Σάρσουρ ένιωσε να ορμάει πάνω της ένας χείμαρρος μίσους. Κόρη ενός Παλαιστίνιου Αμερικανού, μεγαλωμένη στο Μπρούκλιν, ακτιβίστρια από μικρή ηλικία, πρωτίστως υπέρ των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων, ήταν συνηθισμένη στις επιθέσεις, αυτή η επίθεση ήταν όμως διαφορετικού μεγέθους.
Υπήρχαν πράγματα, εκείνο το πρωί, που η Λίντα Σάρσουρ δεν μπορούσε να φανταστεί. Κάπου 6.500 χιλιόμετρα μακριά, οργανώσεις συνδεόμενες με τη ρωσική κυβέρνηση είχαν επιφορτίσει ομάδες ολόκληρες με τη Women’s March. Καθισμένοι στα γραφεία της Υπηρεσίας Ερευνών για το Ιντερνετ στην Αγία Πετρούπολη, χρησιμοποιώντας μοντέλα από τους χώρους της διαφήμισης και των δημόσιων σχέσεων, κειμενογράφοι δοκίμαζαν στα σόσιαλ μίντια την απήχηση μηνυμάτων επικριτικών προς το κίνημα, υιοθετώντας τις περσόνες φανταστικών Αμερικανών. Παρουσιάζονταν σαν Αφροαμερικανές που στηλίτευαν τον λευκό φεμινισμό, συντηρητικές γυναίκες που ένιωθαν αποκλεισμένες, ή άνδρες που χλεύαζαν τις συμμετέχουσες ως μίζερες με τριχωτά πόδια. Διαπίστωσαν όμως πως ένα μήνυμα είχε μεγαλύτερη απήχηση από όλα τα υπόλοιπα. Στόχος του, ήταν η Λίντα Σάρσουρ, μία από τις τέσσερις συμπροεδρεύουσες της Women’s March, η μόνη που φορούσε χιτζάμπ.
Τους 18 μήνες που ακολούθησαν, τα ρωσικά εργοστάσια τρολ και η υπηρεσία πληροφοριών του ρωσικού στρατού έστησαν μία οργανωμένη επιχείρηση απαξίωσης του κινήματος διασπείροντας fake news για τη Σάρσουρ και την πρόθεσή της να «εγκαθιδρύσει τη σαρία» στις ΗΠΑ. Ηταν άλλωστε η χρυσή εποχή των ρωσικών τρολ. Θα περνούσε ένας ολόκληρος χρόνος πριν ξεκινήσουν εκκαθαρίσεις οι πλατφόρμες των σόσιαλ μίντια. Μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική προεδρία, ο προϋπολογισμός της Υπηρεσίας Ερευνών για το Ιντερνετ είχε διπλασιαστεί. Μετά τις εκλογές, πρωταρχική αποστολή της ήταν πλέον να βαθύνει τα ρήγματα στην αμερικανική κοινωνία, να συνδαυλίσει τις φυλετικές και εθνοτικές εντάσεις. Η Σάρσουρ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το πόστο της – όσο για τις ιδέες που είχαν γεννήσει τη Women’s March, αυτές πνίγηκαν κάτω από τη λασπολογία και την πόλωση. Οπως αποκαλύπτουν τώρα οι «New York Times», επικαλούμενοι μία ανάλυση της ερευνητικής οργάνωσης Advance Democracy Inc., 152 διαφορετικοί ρωσικοί λογαριασμοί παρήγαγαν υλικό για εκείνη – χιλιάδες tweet, που βγήκαν γρήγορα το κοινό τους στις ΗΠΑ.
Ολα βγαίνουν κάποια στιγμή στο φως. Ολα θα βγουν, αργά ή γρήγορα στο φως. Ισως, όμως, να είναι πια αργά.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις