Ο υποτιθέμενος «ανενεργός πυρήνας του Ντιτρόιτ» και η απειλή για τρομοκρατία
Η ιστορία 3 ανδρών που καταδικάστηκαν άδικα στην πρώτη δίκη για τρομοκρατία μετά την 11η Σεπτεμβρίου
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Γράφει η Βασιλίνα Ριστάνη*
Μια εβδομάδα μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, κυκλοφόρησε η είδηση ότι τρεις αλλοδαποί άνδρες συνελήφθησαν στο Ντιτρόιτ στο πλαίσιο ερευνών για τρομοκρατία. Όλοι όσοι άκουγαν το γεγονός έκαναν την ίδια λανθασμένη σκέψη: Αυτοί πρέπει να είναι μέρος του δεύτερου κύματος τρομοκρατίας, για το οποίο έκαναν τότε όλοι λόγο στην Ουάσιγκτον.
- Διαβάστε επίσης: Σκότωσαν τους βιαστές τους και καταδικάστηκαν
Παράπλευρες απώλειες
Ληγμένες ταυτότητες αεροδρομίου, κασέτες εξτρεμιστών ισλαμιστών, ένα αυτοσχέδιο βίντεο με αξιοθέατα του Λας Βέγκας και ένα περίεργο σκίτσο που έμοιαζε με στρατιωτική βάση, ήταν μερικά από τα πράγματα που βρήκε το F.B.I. στο ετοιμόρροπο διαμέρισμα που διέμεναν οι τρεις άνδρες. Αυτά τα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα ήταν αρκετά για να τους συλλάβουν.
Συνεργεία ειδήσεων έσπευσαν στο Ντιτρόιτ και τα μέσα ενημέρωσης έδωσαν στους υπόπτους το απόλυτο παράσημο ατιμίας – το δικό τους ψευδώνυμο. Οι τρεις, ονομάστηκαν ο «ανενεργός πυρήνας του Ντιτρόιτ» (Detroit Sleeper Cell). Αργότερα, προστέθηκαν οι «έξι της Lackawanna», ο «βομβιστής παπουτσιών», ο «Αμερικανός Ταλιμπάν» και άλλες τρομοκρατικές απειλές.
Ο ίδιος ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους δήλωσε ότι οι συλλήψεις του Ντιτρόιτ και αρκετές άλλες παρόμοιες «απέτρεψαν την τρομοκρατία». Οι εισαγγελείς περιέγραψαν τους άνδρες ως μέλη ενός αδρανούς επιχειρησιακού πυρήνα μάχης. Η υπόθεση είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας μεγάλης τρομοκρατικής συνωμοσίας που εκτροχιάστηκε. Το F.B.I. είχε πάρει πατριωτικά τη νέα του εντολή να «συνδέει τις τελείες» και να διαλύει συνωμοσίες πριν αυτές χτυπήσουν.
Ύστερα από χρόνια νομικής διαμάχης, η υπόθεση απέγινε κάτι πολύ διαφορετικό. Μια προειδοποιητική ιστορία σχετικά με τους κινδύνους που εγκυμονεί ο υπερβολικός ζήλος στη δίωξη υποθέσεων τρομοκρατίας.
Σύμβολο της κυβερνητικής υπερβολής
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης έκανε το βήμα τον επόμενο χρόνο να ζητήσει την απόρριψη των κατηγοριών. Οι εισαγγελείς απαξίωσαν τους ίδιους τους μάρτυρες και βρήκαν λάθη σχεδόν σε κάθε μέρος της υπόθεσης που είχαν φέρει. Η ποινική δίωξη, όπως αναγνώρισε καθυστερημένα το Υπουργείο, ήταν ένα σκαμνί με τρία πόδια που ανατράπηκε από το ίδιο του το βάρος.
Τα βίντεο που βρέθηκαν δεν αποτελούσαν τρομοκρατικές ενέργειες. Ήταν απλώς τουριστικά αναμνηστικά με τα δημοφιλή αξιοθέατα του Λας Βέγκας.
Η κασέτα δεν περιείχε αντιαμερικανική ομιλία μίσους, παρά μόνο ένα παιδικό τραγούδι για μια πάπια στα αραβικά.
Το περίεργο σκίτσο σε ένα ημερολόγιο που έμοιαζε με σχέδιο επίθεσης σε μια τουρκική αεροπορική βάση; Ίσως δεν ήταν τίποτα περισσότερο από το σκίτσο ενός ψυχικά ασθενούς άνδρα του χάρτη της Μέσης Ανατολής.
Εισαγγελείς στράφηκαν εναντίον εισαγγελέων. Ανοίχθηκαν έρευνες δεοντολογίας και απαγγέλθηκαν ποινικές κατηγορίες. Αυτή τη φορά εναντίον δύο κυβερνητικών υπαλλήλων που βοήθησαν στη συγκρότηση της υπόθεσης. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Τζον Άσκροφτ δέχθηκε επίπληξη από τον δικαστή της υπόθεσης. Είχε συνδέσει ψευδώς τους υπόπτους με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, κατά παράβαση μιας εντολής αποσιώπησης.
Δεν υπήρχαν ξεκάθαροι νικητές στην υπόθεση. Σίγουρα χαμένη ήταν η ίδια η ομοσπονδιακή κυβέρνηση που συγκρούστηκε μετωπικά με τις πανάρχαιες έννοιες της δικαιοσύνης και της δέουσας διαδικασίας.
Ως η πρώτη μεγάλη δίκη για τρομοκρατία μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η υπόθεση του Ντιτρόιτ αποτύπωσε την αμερικανική ψυχοσύνθεση. Φόβος, πανικός, έντονη συνωμοσιολογία και καχυποψία. Η σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα μιας νέας επίθεσης τροφοδοτούνταν και από τους αξιωματούχους της κυβέρνησης Μπους.
Το F.B.I. και η C.I.A. είχαν αποτύχει να συνδέσουν τα στοιχεία πριν από τη μοιραία τρομοκρατική επίθεση. Όλη η χώρα ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο.
Εκ των υστέρων
Ξετυλίγοντας το κουβάρι μιας τόσο υψηλού προφίλ υπόθεσης, είναι σαφές ότι υπήρχαν εσωτερικές διαμάχες. Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν έντονες οι αμφιβολίες σχετικά με τη βασιμότητα της υπόθεσης. Τόσο οι μάρτυρες όσο και οι νομικές τακτικές είχαν τεθεί υπό αμφισβήτηση.
«Μπορούμε να απαγγείλουμε τις κατηγορίες με την ελπίδα ότι η υπόθεση μπορεί να βελτιωθεί και τη σιγουριά ότι δε γίνεται πολύ χειρότερη, σκέφτηκε ο επικεφαλής του αντιτρομοκρατικού τμήματος». Κι όμως έγινε.
Απομεινάρια της υπόθεσης εξακολουθούν να εκδικάζονται στα ομοσπονδιακά δικαστήρια. Από τη διαμάχη μεταξύ του Υπουργείου και του αρχικού εισαγγελέα της υπόθεσης, βγήκαν στην επιφάνεια πολλών ειδών κατηγορητήρια. Ποινική παρεμπόδιση, απόκρυψη στοιχείων, διαρροές και συγκάλυψη.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης κατηγόρησε τον Ρίτσαρντ Κονβερτίνο για μεγάλο μέρος της τραγικής υπόθεσης. Ο κ. Κονβερτίνο αθωώθηκε από τις κατηγορίες και επέμεινε ότι έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος για κακές αποφάσεις που είχαν ληφθεί σε μεγάλο βαθμό από ανώτερους στην Ουάσινγκτον.
Το ερώτημα είναι όχι μόνο πώς μπόρεσε να συμβεί αυτή η παρωδία δίκης μετά την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, αλλά και πόσο απίθανο ή πιθανό είναι να συμβεί ακόμη και σήμερα μια τέτοια διαστρέβλωση της Δικαιοσύνης.
*Η Βασιλίνα Ριστάνη σπουδάζει στη New Media Studies
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις