Η ιστορία του πιο διάσημου serial killer: Βίαζε τους εραστές του, τους κομμάτιαζε και τους έτρωγε
Ο Τζέφρι Ντάμερ ήταν υπεύθυνος για δεκαεπτά δολοφονίες νεαρών ανδρών μεταξύ των ετών 1978 και 1991 με ιδιαίτερα σκληρές μεθόδους, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας, νεκροφιλίας, κανιβαλισμού.
- Γάζα: Το Ισραήλ ανακοίνωσε ότι ολοκληρώθηκε η επιχείρηση στο νοσοκομείο Καμάλ Αντουάν – Συνέλαβε 240 άτομα
- Οι σκοτεινές διαδρομές της κοκαΐνης: Η παγκόσμια έκρηξη στην διακίνηση της και οι νέοι κυρίαρχοι του εμπορίου
- Τι ανακάλυψαν έκπληκτοι Ρώσοι ειδικοί που εξέτασαν δυτικά λάφυρα από το ουκρανικό μέτωπο
- 5+1 συγκλονιστικές καταρρίψεις αεροπλάνων της γραμμής από πυρά
Η νέα σειρά του Netflix Monster: The Jeffrey Dahmer Story δεν είναι σαν καμία άλλη που έχετε δει, αν βεβαίως καταφέρετε και αντέξετε να τη δείτε.
Η σειρά πραγματεύεται την αληθινή ιστορία του Τζέφρι Ντάμερ, ένας από τους πιο γνωστούς serial killers των ΗΠΑ που τα εγκλήματα του σόκαραν την υφήλιο.
Ο Τζέφρι Ντάμερ ήταν υπεύθυνος για δεκαεπτά δολοφονίες νεαρών ανδρών μεταξύ των ετών 1978 και 1991 με ιδιαίτερα σκληρές μεθόδους, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας, νεκροφιλίας, κανιβαλισμού.
Η ιστορία του Τζέφρι Ντάμερ
Όταν οι αστυνομικοί έψαξαν το σπίτι του Τζέφρι Ντάμερ, βρήκαν 83 φωτογραφίες πτωμάτων σε διάφορα στάδια αποσύνθεσης. Ένα βαρέλι με οξύ που περιείχε τα διεμελισμένα κορμιά τριών αντρών, μια κατάψυξη γεμάτη με τα άκρα των θυμάτων, κουτιά με μουμιοποιημένα χέρια και γεννητικά όργανα και τέσσερα κομμένα κεφάλια στο ψυγείο.
Ήταν η συλλογή που απέκτησε ύστερα από τις δολοφονίες 17 νεαρών αντρών.
Ό,τι κομμάτι έλειπε απ’ τους άντρες, είτε είχε διαλυθεί στο βαρελί με το οξύ είτε είχε φαγωθεί από τον ίδιο τον Ντάμερ!
Δεν ήταν τυχαίο που ο Τζέφρι Ντάμερ έγινε ένας από τους διασημότερους κατά συρροήν δολοφόνους της Αμερικής.
Τα εγκλήματά του ξεπερνούσαν σε φρίκη ακόμα και τις πιο ευφάνταστες ταινίες τρόμου.
Αλλά ο Ντάμερ ήταν ένας δολοφονός με “αισθήματα”.
Τον τυραννούσαν οι ενοχές και ένιωθε εγκλωβισμένος στη διεστραμμένη σεξουαλικότητά του.
Ο “καλός” δολοφόνος
Ο Τζέφρι Ντάμερ γεννήθηκε στις 21 Μαΐου του 1960 και μεγάλωσε σε μία απολύτως φυσιολογική οικογένεια.
Οι γονείς του δεν τον κακοποιούσαν και δεν μεγάλωσε μέσα στις κακουχίες και την φτώχεια.
Ο πατέρας του ήταν χημικός και η μητέρα του νοικοκυρά.
Αν και καβγάδιζαν συχνά, ήταν αφοσιωμένοι στη φροντίδα του γιου τους και ποτέ δεν τον παραμέλησαν.
Όταν ήταν 4 χρονών, παρακολούθησε τον πατέρα του που μάζευε τα κόκκαλα ψόφιων ζώων από την αυλή και τη δασική περιοχή γύρω απ’ το σπίτι τους.
Ο πατέρας του αργότερα σχολίασε ότι του είχε κάνει εντύπωση πόσο ενθουσιασμένος φάνηκε ο γιος του, όταν άκουσε κόκκαλα να σπάνε.
Τότε ξεκίνησε το ενδιαφέρον του Τζέφρι για τα ζώα, το οποίο όσο περνούσαν τα χρόνια, γινόταν όλο και πιο μακάβριο.
Συνήθιζε να μαζεύει τα ζώα που σκοτώνονταν από αυτοκίνητα και να τα εγχειρεί για να εξετάσει την ανατομία τους.
Κάποια στιγμή ρώτησε τον πατέρα του τι θα γινόταν αν έβαζε τα κόκαλα ενός κοτόπουλου στη χλωρίνη.
Ο πατέρας του, πιστεύοντας ότι ο γιος του ρωτούσε από επιστημονική περιέργεια, του έδειξε πώς να χειρίζεται τις χημικές ουσίες, που αργότερα θα χρησιμοποιούσε στις δολοφονίες του.
Όταν μπήκε στην εφηβία, συνειδητοποίησε ότι ήταν ομοφυλόφιλος.
Δεν αποκάλυψε σε κανέναν τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, ειδικά όταν οι φαντασιώσεις του άρχισαν να παίρνουν βίαιη τροπή.
Ήθελε ο παρτενέρ του να είναι τελείως ήσυχος και ακίνητος, σχεδόν σαν πτώμα και συνέδεσε πολύ στενά την έννοια της σεξουαλικής ευχαρίστησης με τον διαμελισμό ζώων, που ήταν η κύρια ασχολία του εκείνη την περίοδο.
Δεν άργησε να πραγματοποιήσει τις φαντασιώσεις του.
Ο πρώτος φόνος
Στις 18 Ιουνίου του 1978, ο Ντάμερ είχε μόλις αποφοιτήσει από το λύκειο και έμενε για ένα διάστημα μόνος του, επειδή οι γονείς του είχαν χωρίσει.
Οδηγούσε προς το σπίτι του ένα απόγευμα, όταν τον σταμάτησε ο 18χρονος Στίβεν Χικς και του ζήτησε να τον μεταφέρει στη διπλανή πόλη.
Ο Ντάμερ δέχτηκε, αλλά πρoτού συνεχίσουν, του πρότεινε να κάνουν ένα διάλειμμα και να χαλαρώσουν.
Οι δύο νεαροί έπιναν μπύρες στο υπόγειο του σπιτιού των Ντάμερ και συζητούσαν.
Όταν ο Χικς ετοιμάστηκε να φύγει, ο Ντάμερ τον χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού με ένα βαράκι.
Είδε ότι ο Χικς ακόμα ανέπνεε και τον στραγγάλισε με ένα σχοινί.
Ολοκλήρωσε τη σεξουαλική του φαντασίωση, όταν αυνανίστηκε πάνω απ’ το πτώμα του νεαρού αγοριού.
Την επόμενη μέρα διαμέλισε το σώμα, το επεξεργάστηκε με την ησυχία του και το έθαψε στον κήπο.
Εβδομάδες μετά το ξέθαψε και ξεχώρισε τη σάρκα από τα οστά.
Διέλυσε το δέρμα μέσα σε οξύ και θρυμμάτισε τα οστά με βαριοπούλα.
Τίποτα δεν απέμεινε από τον 18χρονο, πέρα από τις ενοχές που βασάνιζαν τον δολοφόνο του.
Μεθούσε κάθε μέρα, δεν μπορούσε να κρατήσει καμία δουλειά και δεν έδειχνε ενδιαφέρον για τίποτα.
Ο πατέρας του ανησύχησε για την κατάσταση του γιου του και τον έστειλε στο στρατό.
Η στρατιωτική πειθαρχία έκανε πολύ καλό στον Ντάμερ, αλλά η αδυναμία του στο αλκοόλ οδήγησε στην πρόωρη απόλυσή του.
Πέρασε τα επόμενα έξι χρόνια με τη γιαγιά του, προσπαθώντας να φτιάξει τη ζωή του.
Το 1985, φάνηκε να αποδέχεται την σεξουαλική του ταυτότητά και άρχισε να συχνάζει σε gay bar του Μιλγουόκι, όπου έμενε.
Είχε πολλές “κατακτήσεις”, αλλά ποτέ δεν έμενε εντελώς ικανοποιημένος απ’ τους παρτενέρ του, γιατί κινούνταν πολύ κατά τη διάρκεια του σεξ.
Γι’ αυτό έριχνε στο ποτό τους υπνωτικά χάπια και συνουσιαζόταν μαζί τους, όσο αυτοί κοιμούνταν.
Μετά από λίγο καιρό, δεν αρκούσε ούτε αυτό για να τον ικανοποιήσει.
Ο κανίβαλος
Στις 20 Νοεμβρίου του 1987, ο Ντάμερ ξύπνησε δίπλα σε έναν νεκρό άντρα.
Το όνομά του ήταν Στίβεν Τουόμι και τον γνώρισε σε ένα gay bar το προηγούμενο βράδυ.
Ο Ντάμερ δεν είχε σκοπό να τον σκοτώσει ούτε θυμόταν να τον ξυλοκοπά, αλλά τα σημάδια απ’ τις γροθιές του ήταν εμφανή πάνω στο πτώμα.
Διαμέλισε το σώμα του Τουόμι, έλιωσε τα οστά και πέταξε τα πάντα στα σκουπίδια.
Έβρασε το κρανίο του Τουόμι και το κράτησε για δύο βδομάδες, χρησιμοποιώντας το για να αυνανιστεί.
Στο τέλος αναγκάστηκε να το θρυματίσει και αυτό, γιατί είχε αρχίσει να διαλύεται.
Από εκείνη τη στιγμή μέχρι και τη σύλληψή του, το 1991, ο Ντάμερ δεν σταμάτησε να σκοτώνει.
Δεν ήθελε να βασανίσει τα θύματά του, γι’ αυτό και τα στραγγάλιζε, αφού τα νάρκωνε, για να μην υποφέρουν.
Ο Ντάμερ ήταν πια νεκρόφιλος. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η επαφή με τα πτώματα.
Για να τα ξεφορτωθεί, όταν βρίσκονταν σε προχωρημένη αποσύνθεση, εφάρμοζε τις ίδιες μεθόδους που είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν.
Ξεχώριζε τη σάρκα απ’ τα οστά. Τα μεν τα διέλυε σε οξύ και τα κόκαλα τα θρυμμάτιζε.
Ορισμένες φορές κρατούσε τα κρανία και αφού τα έβραζε, τα έβαφε γκρι, για να φαίνονται σαν πλαστικές κούκλες.
Αν είχε ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιο θύμα, βαλσάμωνε τα γεννητικά του όργανα και όποιο άλλο σημείο του σώματός του θεωρούσε πολύ όμορφο.
Επιχείρησε να δημιουργήσει “ζόμπι”, κάνοντας αυτοσχέδιες λοβοτομές σε μερικά θύματά του, αλλά οι άντρες πέθαναν μετά από λίγες ώρες.
Μετά από ένα σημείο, άρχισε να τρώει κομμάτια των “εραστών” του, πιστεύοντας ότι με αυτό τον τρόπο τους κρατούσε κοντά του.
Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι ο κανιβαλισμός συνοδεύει συχνά τη νεκροφιλία και στην περίπτωση του Ντάμερ, ήταν ένας τρόπος να αντιμετωπίσει τη μοναξιά.
Στις 27 Μαΐου του 1990, ο Ντάμερ κόντεψε να αποκαλυφθεί στην αστυνομία, όταν ένα απ’ τα θύματά του απέδρασε.
Ήταν όμως τόσο ναρκωμένο, που δεν μπορούσε να εξηγήσει τι συνέβη και η αστυνομία πίστεψε την ιστορία που τους είπε ο Ντάμερ, ότι ήταν ο εραστής του και ήπιε λίγο παραπάνω στη βραδινή τους έξοδο.
Την ίδια στιγμή που οι αστυνομικοί επέστρεφαν το θύμα στο σπίτι του δολοφόνου, στο μπάνιο υπήρχε ακόμα το πτώμα του άντρα που είχε σκοτώσει πριν από τρεις μέρες.
Ο Ντάμερ συνέχισε να σκοτώνει μέχρι τις 22 Ιουλίου του 1991, όταν ένα άλλο θύμα, ο Τρέισι Έντουαρντς, απέδρασε απ’ το σπίτι του και ενημέρωσε την αστυνομία για το “φρικιό” που ήθελε να φάει την καρδιά του.
Όταν οι αστυνομικοί έφτασαν στο σπίτι του, ο Ντάμερ ήταν πλήρως συνεργάσιμος και παραδέχτηκε ότι απείλησε τον Έντουαρντς με μαχαίρι.
Αντέδρασε μόνο όταν οι αστυνομικοί βρήκαν τις φωτογραφίες των πτωμάτων και προσπάθησαν να τον συλλάβουν.
Τελικά τον έριξαν στο πάτωμα και του έβαλαν χειροπέδες.
Ξαπλωμένος στο πάτωμα, ο Ντάμερ ψιθύρισε: “Για ό,τι έκανα, μου αξίζει να πεθάνω”.
Ο Ντάμερ πράγματι πέθανε για όσα έκανε, στις 28 Νοεμβρίου του 1994.
Ένας συγκρατούμενος, που αποκαλούσε τον εαυτό του “Χριστό”, τον ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου.
Όσο βρισκόταν στη φυλακή, ο Ντάμερ είχε βαφτιστεί ξανά και είχε μετανιώσει για τα εγκλήματά του.
Με πληροφορίες από Μηχανή του Χρόνου
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις