ΕΛΣΤΑΤ: Στο φάσμα της φτώχειας το 17% του πληθυσμού – Πόσο έχουν μειώσει τον προϋπολογισμό τους τα νοικοκυριά
Η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τις δαπάνες του οικογενειακού προϋπολογισμού αφορά δεδομένα του 2021
Αποκαλυπτικά για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών σήμερα, είναι τα στοιχεία της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών που διενήργησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), σε δείγμα 6.053 ιδιωτικών νοικοκυριών στο σύνολο της Χώρας για το 2021.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα χρόνια της δεκαετούς κρίσης και των μνημονίων η μέση ετήσια δαπάνη για αγορές έχει μειωθεί κατά 33% σε σχέση με το 2008, ενώ ένα 17% βρίσκεται αντιμέτωπο με το φάσμα της φτώχειας.
Από την έρευνα προκύπτει ότι:
*Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, το 2021 ανήλθε στα 17.037,48 ευρώ (1.419,79 το μήνα), καταγράφοντας αύξηση, σε τρέχουσες τιμές 6,6% και σε σταθερές τιμές 1,4%, σε σχέση με το έτος 2020.
*Το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.297 ευρώ το μήνα.
*Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 18,9% του προϋπολογισμού τους, κατά μέσο όρο, για ενοίκιο.
*Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 58,1% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 36,3%.
*Η υψηλότερη μέση ετήσια δαπάνη καταγράφηκε στην Περιφέρεια Αττικής και ανήλθε σε 19.687,92 ευρώ, ενώ η χαμηλότερη στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και ανήλθε σε 12.236,64 ευρώ.
*Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2021 εμφανίζεται μειωμένη κατά 33% σε σύγκριση με το 2008.
*Η συνολική ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών (αγορές), για το έτος 2021, ανήλθε στα 69.402.651,82 χιλιάδες ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 6,5% σε σύγκριση με το έτος 2020.
*Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, κατά το έτος 2021, ανήλθε σε 17.037,48 ευρώ (1.419,79 το μήνα), καταγράφοντας ετήσια αύξηση 6,6% (1.055,52 ευρώ) σε σχέση με το 2020. Σε πραγματικούς όρους, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε σε ποσοστό 1,4% ή 240,48 ευρώ, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού.
*Η μέση ετήσια δαπάνη για κάθε άτομο, το 2021, ανήλθε στα 6.669 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 6,6% (413,40 ευρώ ετησίως) σε σύγκριση με το 2020.
Όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα:
*Tο μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, σε τρέχουσες τιμές, αφορά:
-στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (22%),
-στη στέγαση (14,7%) και
-στις μεταφορές (12,7%),
-ενώ το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,4%) αντιστοιχεί στις υπηρεσίες εκπαίδευσης.
Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση δαπανών των νοικοκυριών, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2020), παρουσιάζεται σε:
-εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία (18,6%),
-αναψυχή και πολιτισμό (15,1%),
-είδη ένδυσης και υπόδησης (14,6%),
-ενώ η μικρότερη ποσοστιαία αύξηση παρουσιάζεται στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (1,3%).
-Μείωση παρουσιάστηκε μόνο στις υπηρεσίες εκπαίδευσης (-3,8%).
Όσον αφορά στις δαπάνες για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2020), αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), παρατηρείται στα παρακάτω είδη:
-καφές, τσάι και κακάο (8,2%),
-λοιπά είδη διατροφής (4,6%),
-φρούτα (3,9%),
-γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (3,8%),
-λαχανικά (2,9%),
-ψάρια (2,0%),
– κρέας (1,2%),
ενώ μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), παρατηρείται στα παρακάτω είδη:
-έλαια και λίπη (-6,7%),
-ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι, σιρόπια, σοκολάτα (-6,1%) και,
-μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμοί φρούτων και λαχανικών (-0,9%).
Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στη δαπάνη για είδη ένδυσης και υπόδησης (-59,1%). Η μικρότερη μείωση (-10,4%) παρατηρείται στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά.
Σε σύγκριση με το 2008, κατά το 2021 παρατηρείται αύξηση του ποσοστού της δαπάνης για δαπάνες σε:
-είδη διατροφής κατά 5,6 ποσοστιαίες μονάδες,
-στέγαση κατά 2,9 ποσοστιαίες μονάδες,
-υγεία κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες,
-οινοπνευματώδη ποτά και καπνό κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες, και
-εκπαίδευση κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες.
Αντιθέτως, μείωση κατά 3,2 μονάδες παρατηρείται στα ποσοστά της δαπάνης για τα είδη ένδυσης και υπόδησης και κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες στα ποσοστά της δαπάνης για εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία.
Ανισότητα και κίνδυνος φτώχειας
Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,2 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (4,8 για το 2020).
-Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2020 κατά 2,6%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 10,7%.
-Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 34,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 13,9%.
-O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 17,1% του πληθυσμού της Χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (15,6% το 2020), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 12,2% του πληθυσμού (11,9% το 2020), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.)
-Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 33,9% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 35,1% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών, ενώ τα μη φτωχά το 21%
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις