Το μπαράζ δηλώσεων που κινούνται ανάμεσα στην ανησυχία και τον φόβο ύστερα από την εκλογική επιτυχία της ακροδεξιάς Τζόρτζια Μελόνι και την αναμενόμενη ανάληψη από αυτή των πρωθυπουργικών καθηκόντων στην Ιταλία, δεν μπορεί να μας κάνει να ξεχάσουμε ότι με έναν σχεδόν συστηματικό τρόπο στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια προλειαίνεται το έδαφος ώστε η Ακροδεξιά να καταστεί δύναμη διακυβέρνησης.

Η ταχύτατη διολίσθηση σε πολιτικές, σε ευρωπαϊκό αλλά και εθνικό επίπεδο, που καταργούν ουσιαστικά το δικαίωμα στη μετανάστευση και το άσυλο, υψώνουν φράχτες στα σύνορα της Ευρώπης και αντιμετωπίζουν μετανάστες και πρόσφυγες ως απειλή, η αυταρχική μετατόπιση και η αναγόρευση του «νόμου και της τάξης» σε πανάκεια για τα κοινωνικά προβλήματα, η εμπέδωση της αντίληψης ότι είμαστε σε συνθήκη «διαρκούς κατάστασης εξαίρεσης», μαζί με την επίμονη αναπαραγωγή πατριαρχικών και σεξιστικών αντιλήψεων, απλώς βοηθούν την Ακροδεξιά να «κανονικοποιηθει».

Την ίδια ώρα, η απαξίωση του πολιτικού συστήματος ως πεδίου που προσφέρει πραγματικές δημοκρατικές επιλογές, με αποκορύφωμα επιλογές όπως κυβερνήσεις υπό μη εκλεγμένους πρώην κεντρικούς τραπεζίτες, επιτρέπει στην Ακροδεξιά να εμφανίζεται ως δήθεν εναλλακτική λύση. Αλλωστε, στις μέρες μας αρκούν μερικές δηλώσεις προσχώρησης σε μια σκληρή «ατλαντική» γραμμή και ο βαθμός πραγματικής ανοχής είναι μεγαλύτερος. Οσο για την οικονομική πολιτική υπάρχει πάντα το οπλοστάσιο «συμμόρφωσης» των ευρωπαϊκών θεσμών (γιατί σε ζητήματα δικαιωμάτων η ανοχή σε καταπατήσεις έχει αποδειχτεί μεγάλη).

Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται ο τρόπος που εδώ και αρκετά χρόνια συκοφαντήθηκαν ή ακόμη και δαιμονοποιήθηκαν από έναν αλαζονικό νεοφιλελευθερισμό οι πολιτικές και αξιακές αφετηρίες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντίπαλο δέος στην Ακροδεξιά: από την αλληλεγγύη προς όλους αυτούς που την έχουν ανάγκη, εντός και εκτός συνόρων, έως την αναδιανομή του πλούτου ως συνθήκη κοινωνικής συνοχής, και από τη δημοκρατική συμμετοχή και τα συλλογικά δικαιώματα, έως την υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών, των δημόσιων παρεμβάσεων στην οικονομία και των ορίων στον καταναγκασμό των «ελεύθερων αγορών».