Τσέζαρις Γκραουζίνις: «Νιώθω μοναξιά και ανάμεσα στους ανθρώπους»
Το θέατρο του έδωσε τη δυνατότητα να ισορροπήσει τη μοναχική του φύση, εκείνη που απολάμβανε ως παιδί στα δάση της Λιθουανίας. Υπάρχουν στιγμές που το συναίσθημα της απομόνωσης επιστρέφει και τότε ο σκηνοθέτης δραπετεύει, φέρνοντας στο μυαλό του τα λόγια κάποιων περιπλανώμενων Τσιγγάνων που είχε συναντήσει.
- Ποιος είναι ο ισχυρός άνδρας στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ που ετοιμάζει ο Τραμπ
- Άτυπη συνάντηση Μητσοτάκη, Ερντογάν, Χριστοδουλίδη και Ράμα στη Βουδαπέστη
- Επαναστατικός 3D βιοεκτυπωτής εκτυπώνει ανθρώπινους ιστούς «κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν»
- «Όχι» Φαραντούρη σε πρόταση Φάμελλου για συνάντηση των 4 υποψηφίων πλην Κασσελάκη
Πέντε πρεμιέρες μέχρι τον Μάρτιο.
Ετσι προέκυψε, δεν το επεδίωξα. Στο θέατρο Αθηνών κάνουμε το «Φιλιά Οσκαρ» με τον Θανάση Τσαλταμπάση. Μετά θα φέρω την παράσταση που έκανα στην Πάτρα, «Καλιγούλας», στο θέατρο Τζένη Καρέζη. Στο ίδιο θέατρο, τον «Αμπιγέρ» με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη και τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση. Τέλος Φεβρουαρίου, στο Λιθογραφείον, «Μάκμπεθ», με πατρινούς ηθοποιούς που δεν είναι στην τηλεόραση.
Το επιζητάτε αυτό;
Η ζωή μου περνάει μαζί με την κάθε ομάδα κάθε φορά. Είναι πολύ σημαντικό να περνάει με καλούς, αγαπημένους ανθρώπους και όχι με υπερταλαντούχους, υπεργνωστούς που θα δώσουν ένα καλό αποτέλεσμα. Αυτό δεν με απασχολεί. Ποτέ δεν θα δουλέψω με έναν που είναι ιδιοφυΐα αλλά μαλ…ας.
Η πέμπτη παράσταση;
Θα παίξω ως ηθοποιός στην παράσταση του Βασίλη Μπισμπίκη, «Εγκλημα και τιμωρία», σε μια σύγχρονη εκδοχή. Θα υποδυθώ τον Μαρμελάντοφ. Δεν είμαι επαγγελματίας ηθοποιός και έχω άγχος. Να δω πώς θα μάθω τα λόγια. Θέλω να δω τον εαυτό μου στις πρόβες, θα γελάσουμε πάρα πολύ.
Νιώθετε ασφάλεια με τα ελληνικά σας τώρα;
Το βέβαιο είναι ότι δίνω αφορμή στους φίλους μου για να γελάσουμε. Στην πρόβα μιλάω στα ελληνικά και πάνω στην ένταση της δουλειάς δεν προσέχω πάντα τι λέω. Τώρα μου έρχεται στο μυαλό μια σκηνή όταν προετοιμάζαμε το «Επτά επί Θήβας» στη Θεσσαλονίκη. «Εντομος λιοντάρης», αντί να πω «έντιμος». Ε, φυσικά, πέθαναν όλοι από τα γέλια. Εγινε το αστείο της περιοδείας.
Στην Ελλάδα πότε ήρθατε για πρώτη φορά;
Κάποια στιγμή ο Δημήτρης Τάρλοου ήρθε στη Λιθουανία. Είδε κάποιες παραστάσεις μου, του άρεσαν και με κάλεσε στην Ελλάδα για να συνεργαστούμε. Το αντιμετώπισα ως ευκαιρία γιατί δεν την είχα επισκεφθεί ούτε ως τουρίστας, ενώ είχα πάει σε πάρα πολλές χώρες. Ετσι ήρθα το 2006 για να σκηνοθετήσω το «Δάφνις και Χλόη». Αρχισα να πηγαινοέρχομαι. Εγκαταστάθηκα μόνιμα όταν γεννήθηκε ο γιος μου το 2010.
Είστε ερωτικός μετανάστης.
Ακριβώς.
Στο θέατρο πώς οδηγηθήκατε;
Δεν ήταν όνειρό μου. Μπορώ να πω μάλιστα ότι δεν μου άρεσε. Μεγάλωσα στο Βίλνιους, αλλά είχαμε ένα εξοχικό σπίτι στο δάσος. Εκεί παρατηρούσα τα πουλιά, ήμουν χαρούμενος. Το πρώτο μου όνειρο, όταν ήμουν έφηβος, ήταν να γίνω ορνιθολόγος. Μου άρεσε η μοναξιά, η φύση, η ησυχία του δάσους. Τα καλοκαίρια εκεί ήταν ένας παράδεισος για μένα.
Η επιστροφή στην πόλη ήταν δύσκολη;
Στο δάσος ήμουν ευτυχισμένος. Γύριζα πίσω γιατί έπρεπε να πάω στο σχολείο. Η μητέρα μου φοβόταν μην μπλέξω με κακές παρέες. Υπήρχαν συμμορίες – street gangs – στην περιοχή που ζούσαμε. Μπορούσε να ξεκινήσει κάτι πολύ απλό για πλάκα και να εξελιχθεί σε κάτι πολύ σοβαρό. Ετσι η μητέρα μου προκειμένου να μην έχω καθόλου ελεύθερο χρόνο άρχισε να με γράφει σε διάφορες δραστηριότητες. Μία από αυτές ήταν ο χορός: σάμπα, ρούμπα, τσα τσα κ.λπ. Στην εφηβεία όμως έκανα μια μικρή επανάσταση και δεν ξαναπήγα.
Δεν σας άρεσε;
Μου άρεσε, αλλά όταν έγινα 16 ετών άρχισα να σκέφτομαι ότι ο χορός δεν είναι δουλειά για έναν άντρα και άλλες τέτοιες βλακείες. Ετσι σταμάτησα. Τώρα νιώθω πάρα πολύ τυχερός γι’ αυτή την ενασχόλησή μου, γιατί μου έδωσε μια κουλτούρα στο σώμα μου. Δεν ντρέπομαι να εκφραστώ με το σώμα μου, έχω μια σιγουριά. Επίσης – με αυτό το εφόδιο – μπορώ να δείξω στους ηθοποιούς με μεγαλύτερη ευκολία κάτι που δεν μπορούν να κάνουν με την πρώτη φορά.
Και γλιτώσατε από την επιτήρηση της μητέρας σας;
Οχι βέβαια. Μου πρότεινε να κάνω θέατρο. Στην αρχή αντέδρασα. Είχαμε πάει με τους γονείς μου σε δυο τρεις παραστάσεις και δεν μου άρεσε, βαρέθηκα. Αλλά επέμεινε και βρήκε μια ερασιτεχνική ομάδα στην οποία συμμετείχαν παιδιά από όλη την πόλη, έφηβοι. Είπα «ναι» από ευγένεια, με σκοπό όμως να φύγω. Σε αυτή την ομάδα είχε ωραίες κοπέλες και έτσι έμεινα. Επίσης είχαμε μια πολύ καλή δασκάλα – σκηνοθέτρια, που έκανε σπουδαίες παραστάσεις. Σε αυτό το εργαστήριο οι γονείς πολλών παιδιών ήταν ηθοποιοί και είχαν προσκλήσεις για παραστάσεις.
Είχατε πολλούς λόγους για να παραμείνετε στην ομάδα.
Ετσι ξεκίνησα να βλέπω παραστάσεις και άρχισα να μαγεύομαι. Ηρθα σε επαφή με το θέατρο του Εϊμούντας Νεκρόσιους, δεν με δίδαξε ποτέ, αλλά λειτούργησε ως δάσκαλος και ως πατρική φιγούρα για το θέατρο. Βρήκα στις παραστάσεις του ποίηση, μου άνοιξε άλλους κόσμους. Ετσι τυχαία από την ορνιθολογία πέρασα στο θέατρο. Από το δάσος, στους ανθρώπους. Μου λείπει η μοναξιά εκείνης της περιόδου, που χανόμουν με τις ώρες στο δάσος ακούγοντας και παρατηρώντας τα πουλάκια. Το θέατρο είναι μια δουλειά στην οποία αναγκαστικά βρίσκεσαι συνεχώς με ανθρώπους. Από την άλλη, πολλές φορές αισθάνομαι μοναξιά και όταν βρίσκομαι ανάμεσα στους ανθρώπους.
Γιατί;
Τι είναι ο σκηνοθέτης; Κάποιος που έχει έναν κόσμο στο μυαλό του και επιθυμεί να τον πραγματοποιήσει με τους συνεργάτες του. Ονειρεύεται ένα αποτέλεσμα και οι άλλοι προσπαθούν ν’ ακολουθήσουν. Αυτό είναι μοναξιά.
Νιώθετε μοναξιά όταν προσπαθείτε να εμπνεύσετε, να μεταδώσετε στους ηθοποιούς σας;
Εγώ δεν θα έλεγα τόσες ωραίες λέξεις. Θα επέλεγα το «χειραγωγεί». Γιατί αυτό συμβαίνει. Τι είναι μια παράσταση; Ερχεται ο θεατής, πληρώνει εισιτήριο και είναι σαν να υπογράφει ένα συμβόλαιο το οποίο λέει: «Ηρθα εδώ, χειραγωγήστε με». Κακή λέξη, αλλά τη χρησιμοποιώ με καλή έννοια. Ο θεατής σε μια παράσταση βλέπει – σόρι, αλλά έτσι είναι – ψέματα εν γνώσει του. Είναι έτοιμος, με το ταλέντο του ηθοποιού, να τα πιστέψει. Και ξαφνικά κλαίει για κάποιον Αμλετ.
Ε, δεν κλαίει για τον Αμλετ, αλλά για όλα αυτά που συμβολίζει.
Ωραία το είπες, αλλά ας το δούμε πιο προσεκτικά. Η αληθινή παράσταση γίνεται στο μυαλό, στην καρδιά και στην ψυχή του θεατή. Οχι στη σκηνή. Αυτή είναι η μαγεία που προσφέρει το ζωντανό θέατρο. Το αντιλαμβάνεται κανείς αν δει μια παράσταση βιντεοσκοπημένη: θα περνούν μπροστά του ηθοποιοί με ωραία ενδεχομένως κοστούμια, υπέροχα σκηνικά και φώτα, αλλά τίποτε άλλο. Το ταλέντο και η αύρα του ηθοποιού μπορούν να ταξιδέψουν τον θεατή και να τον πείσουν ότι μπροστά του είναι ο Οθέλλος, ο Ληρ, ο Αμλετ κ.λπ. Αυτή είναι η ομορφιά του θεάτρου: το ψέμα που γίνεται η μεγαλύτερη αλήθεια για μια δυο ώρες, όταν καθίσεις στο σκοτάδι μιας αίθουσας και δεις την παράσταση. Αυτό για μένα είναι υπέροχο.
Αυτή είναι η δύναμή του και το νόημα. Εσείς από πού πήρατε δύναμη όταν αποφασίσατε να γίνει η Ελλάδα ένας ακόμη τόπος εγκατάστασης;
Δεν το σκέφτηκα καθόλου. Ούτε υπήρχε ούτε υπάρχει κάτι που να με φοβίζει. Το έκανα αυθόρμητα. Θα σου πω μια ιστορία, θα σου μιλήσω για μια συνάντηση που μου άλλαξε τη ζωή.
Θα την ακούσω με χαρά.
Ημουν νέος στην πόλη μου, το Βίλνιους, ήταν καλοκαίρι και μ’ επισκέφθηκε ένας φίλος μου, συμφοιτητής μου από το Γκίτις. Τον πάω σε μια μπιραρία το βράδυ. Για να δώσω μια εικόνα, πρέπει να πω ότι είναι αυτοί οι χώροι, σαν κελάρια, με μεγάλα τραπέζια, όπου δεν ξέρεις ποτέ ποιος θα καθίσει απέναντί σου. Εκείνο το βράδυ καθίσαμε απέναντι από κάποιους καλοντυμένους Ρομά. Οταν τους ρωτήσαμε τι δουλειά κάνουν, μας απάντησαν «επιχειρηματίες».
Επιχειρηματίες στη Σοβιετική Ενωση τότε; Σαν ανέκδοτο ακούγεται.
Ακριβώς. Σίγουρα «κρυφές» μπίζνες έκαναν, αλλά δεν έχει πολλή σημασία. Ο ένας συστήθηκε ως οδηγός του άλλου και μας παρουσίασε το αφεντικό του ως φοβερό και τρομερό. Μας είπε μάλιστα ότι είναι σπουδαίο μυαλό και για να μας πείσει μας ανέφερε ότι πήγε πέντε χρόνια στο σχολείο! Τους ακούγαμε και διασκεδάζαμε. Αποφασίζω να τους ρωτήσω πώς τους φαίνεται η πόλη. Τότε άρχισαν να την εκθειάζουν. «Το φαγητό είναι το καλύτερο, οι άνθρωποι οι καλύτεροι του κόσμου, τα τοπία μοναδικά». Τους διακόπτω και τους λέω «σας παρακαλώ, θέλω να μας πείτε την αλήθεια, πώς σας φαίνεται η πόλη. Οχι μόνο κομπλιμέντα». Εκεί αναλαμβάνει ο σοφός Ρομά ν’ απαντήσει. Τώρα μου ήρθαν στο μυαλό τα μουστάκια που είχε, σαν του Κλαρκ Γκέιμπλ. Με κοίταξε λοιπόν στα μάτια και μου είπε: «Εμείς είμαστε Ρομά και ταξιδεύουμε. Δεν ξέρω πού θα βρεθώ την επόμενη ημέρα. Κάθε μέρος όπου είμαι τώρα είναι το καλύτερο μέρος, κάθε παρέα που έχω τώρα είναι η καλύτερη παρέα, κάθε φαγητό που τρώω είναι το καλύτερο, κάθε ποτό που πίνω είναι το καλύτερο. Αλλιώς για ποιο λόγο δεν φεύγω; Είμαι ελεύθερος άνθρωπος». Είναι μια σοφή και υπερήφανη φιλοσοφία.
Η φιλοσοφία των Ρομά σάς ακολούθησε;
Οτιδήποτε και αν καλούμαι ν’ αντιμετωπίσω, αυτό σκέφτομαι, φέρνω αυτή την εικόνα που έζησα εκείνο το βράδυ. Τα λόγια των Ρομά που τα έχω σαν οδηγό.
Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις