Είναι τόσο σημαντική η θέσις του Ψυχάρη, που σφραγίσθηκε με το θάνατό του, στα νεοελληνικά γράμματα και γενικώτερα στη νεοελληνική πνευματική ζωή, ώστε να μπορή να πη κανείς όλη την αλήθεια απάνω από τον τάφο του, χωρίς ανησυχία μήπως κλονίση –αυτό θα ήτανε πραγματικό δυστύχημα– το έργο του και την επιρροή του. Αντίθετα μάλιστα, με το να ξεχωρίση κανείς τις μοιραίες αδυναμίες, υπερβολές ή αυθαιρεσίες του επαναστάτη, στην πρακτική εφαρμογή της γλωσσικής του θεωρίας, από το συνολικό του έργο και τη σημασία του, είναι ένας τρόπος να το αποκαταστήση στη συνείδηση και εκείνων ακόμη που στις δευτερεύουσες αυτές λεπτομέρειες στηρίζουν την αντίληψή τους για το ψυχαρικό έργο και την αντίδρασή τους στον αγώνα του δημοτικισμού. Γιατί δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι ο Ψυχάρης χωρίς τους «ψυχαρισμούς» του –ας ονομάσουμε έτσι τις λεπτομέρειες που αναφέραμε– δεν θα είχε ίσως σήμερα ούτε ένα σοβαρό αρνητή.

[…]

Ευτυχώς οι «ψυχαρισμοί» του είδους αυτού ολοένα εξαφανίζονται από το γραπτό μας λόγο, με το να μη μπορούν ν’ αντισταθούν στην πίεση της γλωσσικής πραγματικότητος. Έτσι το έργο του εξαιρετικού δασκάλου παρουσιάζεται ξεκαθαρισμένο, στη μεγάλη, αγαθή του επίδραση. Και ο Ψυχάρης, χωρίς τους «ψυχαρισμούς» του, φαίνεται ακόμη μεγαλύτερος.

Παύλος Νιρβάνας


Τύχη κακή για τη γλωσσική μας ιδέα ήτανε πως ο Αρχηγός μας ο Ψυχάρης, αναθρεμμένος και μεγαλωμένος στο εξωτερικό, πρώτα στη Ρωσσία κ’ ύστερα στη Γαλλία, δεν κάτεχε καθόλου το έδαφος, όταν αποφάσισε να δοκιμάση της επιστήμης του τα φώτα στην Ελλάδα, με θεωρία και πράξη· δεν ήξερε τη γλωσσική μας κατάσταση τη μπερδεμένη, που κάθε ξένος, και τώρα ακόμα, δύσκολα την καταλαβαίνει, γιατί κρίνει από τον τόπο το δικό του. Αφού λοιπόν από τα παιδικά του χρόνια έζησε ο Δάσκαλος μακρυά μας και δε μελέτησε μήτε την ιστορία μας τη γλωσσική κατά τα χρόνια της σκλαβιάς –λοιπόν και της αρρώστειας που αποφάσισε τη γιατρειά τού ήταν άγνωστο το ιστορικό–, φαντάστηκε πως τούφτανε, σαν επιστήμονας με γνώση, να κινήση το γλωσσολογικό του μαχαίρι απάνου στο νοσερό κορμί, όχι νεκρό κουφάρι, παρά σώμα ολοζώντανο, για να φέρη αμέσως και τη θεραπεία. Το μαχαίρι όμως χτυπούσε στο ψαχνό κ’ έφτανε ως το κόκκαλο, και το ζωντανό σώμα έβαλε τις φωνές. Έτσι του γιατρού η δοκιμή ρίχτηκε πέρα τόσο απότομα, όσο απότομη ήτανε και η εγχείρησή του. Από τότε φάνηκε καθαρά πως η αρρώστεια ήτανε παθολογική και χρειαζόταν όχι μαχαίρι, αλλά θεραπεία μακρόχρονη, φάρμακα πολλά και προσεχτική ανάρρωση.

[…]

Αυτό που λέμε αίστημα, χρήση και λοιπά έλειψε εξαρχής απ’ τον Ψυχάρη, και μοναχά κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του η δημοτική μας άρχισε να γίνεται χτήμα του, όχι μοναχά εγκεφαλικό ψυχρό παρά και αίστημα κάπως. Η εντύπωση στο πολύ κοινό από το «Ταξίδι», όταν η «Ακρόπολη» το δημοσίεψε, μόλις φτάσανε τα πρώτα αντίτυπά του στην Αθήνα, ήτανε παραπολύ αλλόκοτη. Από τότε ο πολύς ο κόσμος ποτέ δεν αποφάσισε να παραδεχτή πως του Ψυχάρη η γλώσσα ήταν η δημοτική που έχει κάθε Έλληνας στο στόμα.

Λάθος μεγάλο του Ψυχάρη ήτανε που δεν αποφάσισε ποτέ ναρθή να μείνη λίγα χρόνια στην Ελλάδα, ν’ ακούση το λαό και να μορφώση μέσα του ένα αληθινό κι’ όχι φανταστικό μέτρο της κοινής μας λαλουμένης, που μιλάμε στην Αθήνα και παντού αλλού στις πόλεις μας. […]

Λοιπόν, ενώ η Ψυχαρική θεωρία και πράξη βρήκανε στην Ελλάδα τόση αντίσταση, με τη βοήθεια μάλιστα του τυφλού δασκαλισμού, η Ψυχαρική ιδέα νίκησε. Κι’ αυτό το χρωστάει πρώτα και πρώτα στο προετοιμασμένο έδαφος που δέχτηκε το σπόρο (αν άργησε να πιάση ο σπόρος, δεν έφταιγε η γη, έφταιγε πως ο σπόρος ήτανε ξενόφαντος κ’ έπρεπε να καθαριστή από τα περιττά του τσόφλια). Ύστερα τη νίκη τη χρωστάμε στην πρώτη κίνηση που έδωσε το αξιοθάμαστο, μοιραίο από το φυσικό του χαρακτήρα, θάρρος του Δασκάλου, που μπαίνοντας στον αγώνα δεν κάθισε ποτέ να λογαριάση τα πιθανά προσκόμματα της πρόληψης των περασμένων. Ο Ψυχάρης έπεσε κατακέφαλα απάνω στον εχτρό, που ο ίδιος δεν τον ήξερε, σαν ένα φλογερό παιδί που παίζει το γνωστό παιγνίδι του πολέμου. Ο Ψυχάρης δεν είχε ποτέ απόφαση να πείση, παρά να υποτάξη, να συντρίψη. Τα όπλα του δεν ήταν όλα τα πολύ κατάλληλα για το σκοπό. Και το αποτέλεσμα· ο νικημένος έσπασε τα μούτρα του στο βράχο της αντίστασης, μα ξαφνικά ο βράχος άρχισε να λυώνη κ’ έσβυσε, κι’ ο νικημένος πάει… Πεθαίνοντας είδε της νίκης την ανατολή να προβαίνη μπρος από τα θαμπωμένα μάτια του. Τ’ όνομα του Ψυχάρη θα μείνη γραμμένο πάντα στην Ιστορία των ελληνικών γραμμάτων ως Αρχηγού της Μεγάλης Μεταβολής.

Γιάννης Βλαχογιάννης


Ο Ψυχάρης αφήνει την ανάμνησή του στην πνευματική ιστορία της νέας Ελλάδας. Αλλά και περισσότερο ακόμη, βοήθησε τους νέους Έλληνες να πλατύνουν, καθώς είπε ο ίδιος, τα πνευματικά τους σύνορα, να σεβαστούν τον εαυτό τους και να γράψουν τη μητρική τους γλώσσα. Όσο θα υπάρχουν στη ζωή Έλληνες που θα τη μιλούν και θα τη γράφουν με αγάπη, θα ζη ο Ψυχάρης μαζί της, σαν ένας από εκείνους που εργάστηκαν για να την υψώσουν. Και αν η ανάμνηση μείνη ζωντανή στη συνείδηση των ερχόμενων γενεών, τότε δίχως άλλο θα του στήσουν, καθώς το ζήτησε μια φορά στα παλιότερα χρόνια του δημοτικισμού ένας φίλος της Ελλάδας, ο K. Krumbacher, το άγαλμά του. Όχι για να τιμήσουν εκείνον που δεν το χρειάζεται πια, παρά για να συμβολίσουν τη γλωσσική αρμονία που θα βασιλεύη πια στον ελληνισμό.

Εύχομαι η μέρα αυτή να μην αργήση.

Μανόλης Τριανταφυλλίδης


Στον Ψυχάρη, κατά τη γνώμη μου, χρωστάμε όχι μόνο το σημερινό ξανάνιωμα της Φιλολογίας μας, αλλά και γενικότερα όλη την κάποιαν άνθηση της Νεοελληνικής Τέχνης.

Αυτός πρώτος χτύπησε την προγονοπληξία και την αρχαιοελλαδικήν ομφαλοσκόπηση: μας χάρισε τον εαυτό μας.

Κι’ αν έλειπε κάθε λογοτεχνική αξία στο έργο του Ψυχάρη, πάλι και μόνο για τους λόγους αυτούς ο Ψυχάρης θα μένει πάντα μέσα στην ψυχή και την καρδιά μου ο Δάσκαλός μου!

Μανώλης Καλομοίρης


Ο Ψυχάρης, για μένα, είναι από τα σπανιώτερα –ίσως και το ηθικά ανώτερο– Ελληνικά δείγματα ιδεολόγων με επιστημονικό θάρρος. Δεν άνοιξε μόνο σαν ποιητής, με την πλατύτατη σημασία του όρου, καινούργιους δρόμους στην πνευματική εξέλιξι του Έθνους μας, αλλά και επροσπάθησε με ακατανίκητη επιμονή να θεμελιώση το νέο φως πάνω στη δύναμη του Λόγου, για να το κάνη επιστημονική αλήθεια, δηλαδή απόλυτη αλήθεια. Γι’ αυτό δεν δέχτηκε συμβιβασμούς. Γι’ αυτό δίδασκε φανατικά την πίστη στον «κανόνα». Γι’ αυτό εμορφοποίησε τόσο συστηματικά τις καινούργιες αλήθειες που μας αποκάλυψε.

Πιστεύω πως θαρθή μια μέρα όπου σε κάποιο Πανεπιστημιακό περιβάλλον θα στηθή ο αδριάντας του Ψυχάρη. Θα είναι στους φοιτητές υπόδειγμα των μεγαλυτέρων Επιστημονικών αρετών, του θάρρους, της επιμονής και της συστηματικότητας.

Α. Σβώλος

*Αποσπάσματα από κείμενα που είχαν συμπεριληφθεί στο περιοδικό «Νέα Εστία» το Νοέμβριο του 1929. Το συγκεκριμένο τεύχος της «Νέας Εστίας» του Γρηγορίου Ξενόπουλου (υπ’ αριθμόν 70, 15-30 Νοεμβρίου 1929) ήταν αφιερωμένο στον Γιάννη Ψυχάρη, καθώς είχε κυκλοφορήσει λίγον καιρό μετά το θάνατό του. Παλαιοί και νέοι λογοτέχνες, καθώς και φωτισμένοι επιστήμονες, υπέρμαχοι του δημοτικισμού, είχαν κληθεί να μιλήσουν με τα κείμενά τους για το έργο του μεγάλου δασκάλου και να πιστοποιήσουν τη μεγάλη του επίδραση.

Ο γλωσσολόγος και λογοτέχνης Γιάννης Ψυχάρης, κορυφαίος εκπρόσωπος του δημοτικισμού, απεβίωσε στις 30 Σεπτεμβρίου 1929, σε ηλικία 75 ετών.