Σκότωσαν συζύγους και παιδιά: Επτά φρικτά εγκλήματα που συγκλόνισαν τον κόσμο
Επτά σύζυγοι που δολοφόνησαν τα παιδιά και τις γυναίκες τους.
Tο φρικτό έγκλημα που σημειώθηκε το πρωί της Παρασκευής στην Καβάλα, δεν είναι δυστυχώς η πρώτη υπόθεση δολοφονίας συζύγου και παιδιών. Το έγκλημα στην Καβάλα έφερε μνήμες από άλλες δολοφονίες.
Επτά άτομα δολοφόνησαν τόσο τις συζύγους τους, όσο και τα παιδιά τους. Οι πράξεις τους συγκλόνισαν την υφήλιο. Μάλιστα, ένας εκ των δολοφόνων δεν κατάφερε να σκοτώσει την τρίχρονη κόρη του, Καρμίνα. Εκείνη, μετά από χρόνια κατάφερε να βρει τη δύναμη και να περιγράψει όσα έζησε σε ένα βιβλίο.
- Διαβάστε επίσης: Οι 17 γυναικοκτονίες που συγκλόνισαν την Ελλάδα μέσα στο 2021
Η ιστορία του Γουίλιαμ Παρέντε
Στα 30 του, ο Γουίλιαμ Παρέντε φανταζόταν πως θα γινόταν κάποτε γνωστός ως ο μέγας και τρανός δικηγόρος ακινήτων της Νέας Υόρκης. Στα 40, πως θα τον θυμούνται όλοι σαν έναν υποδειγματικό και εργατικό οικογενειάρχη. Στα 58 του, το πιο πιθανόν θα ήταν να τον θυμούνται σαν τον απατεώνα που έστησε μια παράνομη πυραμίδα επενδυτών, το ονομαζόμενο «Σχήμα Πόντσι». Ωστόσο, όταν πέθανε στα 59 του, θα είχε μια εντελώς διαφορετική φήμη.
Ο Παρέντε είχε μια προσοδοφόρα καριέρα στη δικηγορία και τα χρηματιστηριακά-επενδυτικά θέματα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η οικογένειά του είχε μπει σε δεύτερη μοίρα. Τους πήγαινε συχνά στη γειτονιά όπου μεγάλωσε ο ίδιος για να απολαύσουν την τοπική κουζίνα, διατηρούσε επαφή με παλιούς φίλους, μεταμφιεζόταν μαζί με τα παιδιά του για το Halloween. Στα μάτια όλων ήταν ο ιδανικός σύζυγος και πατέρας. Όμως, κάποια στιγμή, αργά στην καριέρα του, ο Παρέντε άρχισε να «παίζει» απερίσκεπτα με το χρήμα και μάλιστα όχι με δικά του κεφάλαια.
Βρήκε επενδύσεις υψηλού ρίσκου αναζητώντας αρχικά δάνεια, χρηματοδοτώντας τα με μετρητά από επενδύσεις άλλων πελατών. Στις αρχές του 2009, ο κόσμος του αρχίζει να καταρρέει. Επιταγές πολλών χιλιάδων δολαρίων βρέθηκαν ακάλυπτες και σφραγίσθηκαν ενώ το FBI ξεκίνησε έρευνα μετά από καταγγελίες για απάτη 20 εκατομμυρίων δολαρίων σε βάρος των επενδυτών. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους ο Παρέντε πήγε με τη σύζυγο και τη μικρότερη κόρη του ένα ταξίδι στο Μέριλαντ, υποτίθεται για να επισκεφθούν την μεγαλύτερη κόρη του που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Loyola.
Μόλις έφτασε εκεί, άρχισε με σύστημα να εξολοθρεύει τις «γυναίκες της ζωής του». Με το που πήγαν στο ξενοδοχείο, ο Παρέντε έστειλε την 11 χρονη κόρη του Κάθριν να παίξει για λίγο, ώστε να μπορεί να μείνει μόνος με τη σύζυγό του. Όταν το κοριτσάκι επέστρεψε στο δωμάτιο βρήκε την 58χρονη μητέρα της Μπέτι, στραγγαλισμένη. Την ίδια μοίρα είχε και η μικρούλα από τα χέρια του πατέρα της.
Τέλος, ο Παρέντε τηλεφώνησε στην 19χρονη κόρη του Στέφανι ζητώντας της να έρθει στο ξενοδοχείο και εκείνη πήγε. Μέχρι τα μεσάνυχτα, δεν είχε επιστρέψει στο δωμάτιό της στην φοιτητική εστία και όταν η συγκάτοικός της τηλεφώνησε να δει πού βρίσκεται, ο Παρέντε της είπε ότι η Στέφανι «κοιμόταν».
- Διαβάστε επίσης: Γυναικοκτονίες: Οι γυναίκες στην Ελλάδα που δολοφονήθηκαν από συζύγους, συντρόφους και συγγενείς
Την επόμενη μέρα το προσωπικό του ξενοδοχείου που υποψιαζόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά, έσπασε την πόρτα του δωματίου και βρήκε και τα τέσσερα μέλη της οικογένειας Παρέντε νεκρά. Ο Γουίλιαμ είχε αυτοκτονήσει κάποια στιγμή το πρωί, αφού σκότωσε και την μεγαλύτερη κόρη του. Ο Παρέντε «δραπέτευσε» από τα οικονομικά προβλήματα και το κυνηγητό του Νόμου, που τον στοίχειωναν, πληρώνοντας ο ίδιος το υπέρτατο τίμημα, κι ακόμη χειρότερα, αναγκάζοντας την οικογένειά του να πληρώσει το ίδιο.
Η ιστορία του Σάιμον Πίτερ Νέλσον Jr
Η ζωή του ξεκίνησε σ’ ένα καταστροφικό περιβάλλον. Ο βίαιος πατέρας του στιγμάτισε την παιδική του ηλικία και στη συνέχεια αυτοκτόνησε όταν ο Τζούνιορ ήταν ακόμη παιδί – χωρίς να του αφήσει κανένα περιθώριο να κλείσει τον κύκλο της κακοποίησης. Ο Νέλσον Τζούνιορ, καθώς μεγάλωνε, έπεσε σε κατάθλιψη και στις δικές του αυτοκτονικές σκέψεις και τελικά βάσισε ολόκληρη την ύπαρξή του στο αν μια γυναίκα τον ήθελε ή όχι.
Όταν η πρώτη του σύζυγος τον χώρισε το 1961, απείλησε να αυτοκτονήσει, αλλά εκείνη τον άφησε ούτως ή άλλως. Παντρεύτηκε ξανά, απέκτησε έξι παιδιά με τη δεύτερη σύζυγό του Αν, αλλά η σακατεμένη του αυτοπεποίθησή ήταν πάντα παρούσα. Δεν ήταν ποτέ σε θέση να κρατήσει μια σταθερή δουλειά, αφήνοντας τη σύζυγό του να επωμίζεται τα έξοδα ενώ η έλλειψη κινήτρων, μαζί με τον αλκοολισμό του, τον οδήγησαν στο να παραμελεί τα παιδιά του – συχνά πήγαιναν στο σχολείο βρώμικα, φορώντας παλιά και άθλια ρούχα.
Οι καβγάδες με την Αν ήταν επικοί κι εκείνος χρησιμοποιούσε τακτικά απειλές αυτοκτονίας για να κερδίζει τη συμπάθειά της. Όταν εκείνη πήγε να μείνει σε ξενοδοχείο στέλνοντας το μήνυμα ότι θα ακολουθούσε το διαζύγιο, ο Νέλσον μηχανεύτηκε το πιο νοσηρό σχέδιο εκδίκησης. Φεύγοντας από το σπίτι για να προστατευθεί, η Aν είχε αφήσει και τα έξι παιδιά μόνα με τον πατέρα τους. Αυτό αποδείχθηκε ένα τραγικό λάθος. Στις πρώτες ώρες της 7ης Ιανουαρίου του 1978 – μετά από ένα ατέλειωτο τηλεφώνημα με την Αν χωρίς αποτέλεσμα, ο Νέλσον έγινε παιδοκτόνος.
Στο δωμάτιο των κοριτσιών, η 12χρονη Τζένι και η 6 χρονη Ροζάν πέθαναν μαζί στο κρεβάτι που μοιράζονταν, τα κρανία τους είχαν συνθλιβεί με σφυρί και στο σώμα τους είχαν δεχθεί πολλαπλές μαχαιριές. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στα τέσσερα αγόρια, τον Ντέιβιντ, τον Μάθιου, τον Άντριου και τον Σάιμον, τριών, επτά, οκτώ και δέκα ετών αντίστοιχα. Μέχρι και τον λαιμό του σκύλου τους έκοψε. Όλοι δολοφονήθηκαν στον ύπνο τους.
Ο Nέλσον κατέθεσε αργότερα ότι φαντάστηκε πως ο πατέρας του, που είχε αυτοκτονήσει, ήταν αυτός που έκανε τη δολοφονία και πως… βρισκόταν κι αυτός ανάμεσα στα θύματα… Έχοντας ολοκληρώσει την τρομακτική πράξη του, ο Νέλσον πήγε στο ξενοδοχείο όπου έμενε η σύζυγός του και της είπε άγρια: «Κάλεσε έναν παπά, κάλεσε δύο παπάδες. Στη συνέχεια, ειδοποίησε την αστυνομία… Έχω σκοτώσει τα παιδιά και το έκανα με τόσο εντυπωσιακό τρόπο που δε θα είσαι σε θέση να δουλέψεις ποτέ ξανά… Είναι όλα νεκρά. Πως αισθάνεσαι;».
Στο δικαστήριο, ο Νέλσον επικαλέστηκε παραφροσύνη αποφεύγοντας έτσι τη θανατική ποινή αλλά η επιείκεια του δικαστηρίου εξαντλήθηκε εκεί. Τον καταδίκασαν σε φυλάκιση 200 ετών. Μετά από δεκαεννέα αποτυχημένες προσπάθειες για αναστολή, πέθανε στη φυλακή το 2017.
Η ιστορία του Στήβεν Σιούπελ
Για χιλιάδες παιδιά, η υιοθεσία είναι ένα γεγονός που τους αλλάζει τη ζωή, τους εγγυάται την γονεϊκή αγάπη κι ένα καλό μέλλον. Δυστυχώς, για τέσσερα παιδιά από την Αϊόβα, που υιοθετήθηκαν από ένα ψυχικά ασταθές άτομο, ήταν η αρχή του τέλους τους. Την Κυριακή του Πάσχα του 2008, ο Στήβεν Σιούπελ, πρώην τραπεζίτης και η σύζυγός του Σέριλ πήγαν τα τέσσερα υιοθετημένα παιδιά τους στην εκκλησία.
Οι παππούδες και οι φίλοι τους δεν παρατήρησαν τίποτα ασυνήθιστο στη συμπεριφορά τους. Ο Στήβεν δεν πολυμιλούσε και δεν είχε πει σε κανέναν για την επικείμενη δίκη του για υπεξαίρεση και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η δίκη επρόκειτο να ξεκινήσει σε λίγες εβδομάδες και ο Στήβεν ήθελε να αποφύγει ο ίδιος και η οικογένειά του τη ντροπή της ταπείνωσης.
- Διαβάστε επίσης: Εγκλήματα που προκάλεσαν σοκ στο Πανελλήνιο
Εκείνο το βράδυ, ο Σιούπελ ξεκίνησε το αρρωστημένο σχέδιό του χτυπώντας τη σύζυγό του μέχρι θανάτου με ρόπαλο του μπέιζμπολ. Μετά, προσπάθησε να πνιγεί στον Ποταμό Αϊόβα αλλά δεν τα κατάφερε. Γύρω στα μεσάνυχτα οδήγησε τα παιδιά στο οικογενειακό μίνι βαν και προσπάθησε να τα σκοτώσει και να αυτοκτονήσει με δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα.
Επίσης, απέτυχε. Με την ανυπομονησία και τον εκνευρισμό του στα ύψη, πήρε τα παιδιά του πίσω στο σπίτι και κατέφυγε στην προηγούμενη μέθοδο του, το ρόπαλο του μπέιζμπολ. Ο 10 χρονος Ίθαν, ο 9χρονος Σεθ και η 5χρονη Μίρα δολοφονήθηκαν στα υπνοδωμάτια τους. Η 3χρονη Ελεάνορ είχε καταφύγει στο play room του σπιτιού, όπου την βρήκε ο Σιούπελ και την δολοφόνησε ανάμεσα στα παιχνίδια της.
Ο Σιούπελ περιφερόταν στη συνέχεια για κάποιες ώρες, γράφοντας εξομολογητικά γράμματα και φωνητικά μηνύματα, προτού καλέσει την αστυνομία από το κινητό του τηλέφωνο. Τους ζήτησε απλώς να πάνε στο σπίτι του και στη συνέχεια τερμάτισε την κλήση. Πέντε λεπτά αργότερα, κατάφερε τελικά να αυτοκτονήσει. Το αυτοκίνητό του χτύπησε σε μια γέφυρα με μεγάλη ταχύτητα και πέθανε είτε στην πρόσκρουση είτε στην έκρηξη που ακολούθησε…
Η ιστορία του Τζον Σαρπ
Κάποιοι από αυτούς που δολοφονούν τις οικογένειές τους ανακαλύπτουν την κακία τους ξαφνικά, μέσα σε κάποια κρίση έντονης οργής ή τρέλας. Για άλλους, η κακία δημιουργείται σε βάθος χρόνου και καλλιεργείται αργά. Ο Τζον Σαρπ, κάτοικος του αυστραλιανού προαστίου Morningside, ήταν ένας από τους τελευταίους. Ο Σαρπ παντρεύτηκε την Άννα Κεμπ το 1994. Οκτώ χρόνια αργότερα, γεννήθηκε η κόρη τους Γκρέσι. Η μικρή υπέφερε από δυσπλασία ισχίου κι έπρεπε να φορά διορθωτικό κορσέ ως βρέφος.
Ο πόνος την εμπόδιζε να φάει ή να κοιμηθεί καλά, και η πίεση της φροντίδας της επηρέασε τους νέους γονείς. Η Άννα αναζήτησε ψυχολογική υποστήριξη. Ο Τζον απλώς έβραζε στο ζουμί του γεμάτος θυμό. Προς έκπληξη του Τζον, η Άννα έμεινε έγκυος και πάλι στα τέλη του 2003. Αντιμετωπίζοντας αυτό -αισθανόμενος ότι ένα παιδί ήταν ήδη αρκετό βάρος – ο Τζον άρχισε ένα εξαιρετικά ασυνήθιστο χόμπι. Άρχισε να ασκείται στο στόχο του με ένα ψαροτούφεκο.
Τον Μάρτιο του 2004, η Άννα έκανε μια διόλου σοφή κίνηση: Πήγε γα ύπνο εκνευρισμένη μετά από ένα καβγά με τον Τζον. Ήταν ένας ύπνος από τον οποίο δε θα ξυπνούσε ποτέ. Καθώς κοιμόταν, ο Τζον όπλισε το ψαροτούφεκο, το στόχευσε στον κρόταφό της και πυροβόλησε σχεδόν στα τυφλά δυο φορές. Το δεύτερο χτύπημα σκότωσε την Άννα και το αγέννητο παιδί τους – ένα αγόρι που είχαν ήδη ονομάσει Φράνσις. Αφού άφησε την κόρη του στο παιδικό σταθμό, ο Σαρπ αφαίρεσε τις λόγχες από το κρανίο της γυναίκας του και την έθαψε σε έναν ρηχό τάφο στην αυλή.
Πέρασε τις επόμενες τέσσερις μέρες φροντίζοντας την κόρη του μόνος του, προσπαθώντας να… βρει το κουράγιο να την σκοτώσει. Στις 27 Μαρτίου έβαλε τη Γκρέισι για ύπνο και στη συνέχεια έγινε στουπί με ρούμι. Όπλισε το ψαροτούφεκο με τις νέες λόγχες που είχε εν τω μεταξύ αγοράσει, στόχευσε στο πρόσωπό της, πυροβόλησε και το δίχρονο κοριτσάκι ξύπνησε ουρλιάζοντας. Για άλλη μια φορά, ο πρώτος πυροβολισμός απέτυχε να σκοτώσει το θύμα του. Ο Σαρπ έριξε άλλες δύο βολές στο κεφάλι της Γκρέσι αλλά, κατά ένα απίστευτο τρόπο, το παιδί ζούσε ακόμα.
Τότε ο Σαρπ τράβηξε μια λόγχη από το κρανίο της, την όπλισε στο ψαροντούφεκο και πυροβόλησε ξανά. Η τέταρτη βολή την σκότωσε. Έβαλε το σώμα της Γκρέισι σε σακούλες απορριμμάτων και στη συνέχεια τεμάχισε τα δύο πτώματα και τα πέταξε στη χωματερή. Ο Τζον Σαρπ σύντομα ταύτισε την εξωφρενική του σκληρότητα με την εξωφρενική εξαπάτηση. Έστειλε ψεύτικα μηνύματα και δώρα σε μέλη της οικογένειας, πλαστοπροσωπώντας την Άννα. Όταν οι συγγενείς, υποψιασμένοι και ανήσυχοι, ανέφεραν τις εξαφανίσεις, ο Σαρπ είπε στην αστυνομία ότι η Άννα είχε φύγει με έναν άλλο άντρα, παίρνοντας τη Γκρέισι μαζί της.
Εμφανίστηκε ακόμη και σε αρκετές τηλεοπτικές εκπομπές σε εθνικό επίπεδο, προσποιούμενος άγνοια, παρακαλώντας την Άννα να γυρίσει σπίτι. Είχε ακόμη το θράσος να ζητήσει βοήθεια από το κοινό για να την βρει. Συνέχισε να παίζει θέατρο μέχρι τον Ιούνιο, αλλά τελικά ομολόγησε στην αστυνομία. Οι δηλώσεις του οδήγησαν την Αστυνομία σε έρευνες τριών εβδομάδων στη χωματερή , μέχρι που τελικά βρήκαν και τα δύο πτώματα. Ο Σαρπ από την πλευρά του, δήλωσε ένοχος και καταδικάσθηκε σε δυο φορές ισόβια. Παραμένει στη φυλακή μέχρι σήμερα και υπό προστασία, λόγω απειλών κατά της ζωής του από άλλους κρατούμενους.
Η ιστορία του Μεσάκ Ντεμάς
Ως αγόρι, ο Μεσάκ Ντεμάς έζησε μια ασταθή και ταραγμένη ζωή στην Αϊτή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και του 1980. Οι γονείς του τον μεγάλωσαν ως Ευαγγελικό Χριστιανό μέχρι που αναγκάσθηκαν να τον αφήσουν στην Αϊτή και να μεταναστεύσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε αυτό το σημείο, συγγενείς που ασκούσαν το βουντού της Αϊτής ανέλαβαν την ανατροφή του. Η μόνη σταθερά στη ζωή του πλέον φαινόταν να είναι η πεποίθησή του για την ικανότητα των κακών πνευμάτων να επηρεάζουν τον κόσμο. Θα έκανε τελικά τις πράξεις που όπως έλεγε τα «κακά πνεύματα» τον παρότρυναν να κάνει.
Σε ηλικία 19 ετών μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και εγκαταστάθηκε στη Φλόριντα, όπου παντρεύτηκε τη Γκερλίν Ντιέ. Το ζευγάρι απέκτησε γρήγορα πέντε παιδιά. Ωστόσο, η οικογενειακή τους ζωή δεν ήταν ευχάριστη. Ο Ντεμάς είχε ένα ιστορικό ενδοοικογενειακής βίας με τη σύζυγό του, και δήλωσε αθώος σε δίκη για βιαιοπραγία τον Ιανουάριο του 2009. Τον Σεπτέμβριο, η Γκερλίν του είπε ότι σκέφτεται το διαζύγιο κι αυτό τον οδήγησε στα άκρα.
Είκοσι τέσσερις ώρες μετά, ο Ντεμάς έστησε ενέδρα στη σύζυγό του όταν επέστρεψε από τη δουλειά της, την έδεσε με σχοινί και κολλητική ταινία και την χτύπησε μέχρι θανάτου. Τότε – προφανώς κατηγορώντας τη σύζυγό του για τις ενέργειες που επρόκειτο να κάνει – ο Ντεμάς στράφηκε στα παιδιά του. Ο Μιντζαχ, (9 ετών), ο Mάρβεν (6), η Mέιβεν (5), η Μέγκαν (3) και ο Mόργκαν (11 μηνών) προσπαθούσαν να γλιτώσουν τρέχοντας και ψάχνοντας κρυψώνες μέσα στην οικογενειακή μονοκατοικία κυνηγημένοι από τον πατέρα τους.
Όλα τους δολοφονήθηκαν – βρέθηκαν με κομμένο το λαιμό. Θέλοντας να αποφύγει την αυτοκτονία «επειδή μπορεί να του στερούσε τον παράδεισο» ο Ντεμάς δραπέτευσε στην Αϊτή. Οι Αρχές σύντομα τον εντόπισαν στο Port-au-Prince της Αϊτής και η ενοχή του δεν ετέθη ποτέ σε αμφιβολία – ομολόγησε ότι διέπραξε τα εγκλήματα, αν και είχε μια λίστα από «υπαίτιους» που έλεγε ότι τον οδήγησαν σε αυτά: Η σύζυγός του, επειδή τόλμησε να σκεφτεί να τον αφήσει. Η πεθερά του, που υποτίθεται ότι του έκανε μάγια βουντού.
Κακά πνεύματα, που καλούνται με τα μάγια και τον οδήγησαν στο θανατηφόρο ξέσπασμά του. Παρά την απόδοση ευθυνών σε άλλους, ο Ντεμάς είπε ότι ήθελε το θάνατο και γρήγορα. Όσο νωρίτερα, ώστε να επανενωθεί με την οικογένειά του. Η δίκη του κράτησε οκτώ ολόκληρα χρόνια: Αντιφατικές διαγνώσεις, άγρια και επιθετική συμπεριφορά στο δικαστήριο, αμφισβήτηση της ικανότητάς του να είναι υποκείμενο δίκης. Τελικά τον Οκτώβριο του 2017, το δικαστήριο της Φλόριντα τον καταδίκασε 6 φορές σε θάνατο.
Η ιστορία του Μαρκ Μπάρτον
Φαίνεται να είναι ένα πολύ γνωστό μοτίβο ότι ορισμένοι άντρες ωθούνται σε δολοφονία κάτω από την απειλή οικονομικών αδιεξόδων. Ούτε είναι τυχαίο ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ή απλώς φοβούνται προκαλούνται πολύ συχνά από τα δικά τους λάθη. Κάποιοι αυτοκτονούν. άλλοι σκοτώνουν τις οικογένειές τους, αλλά κανέναν άλλον. Αλλά υπάρχουν και ορισμένοι, – όπως ο Μάικ Μπάρτον – που χρησιμοποιούν την δολοφονία της οικογένειας ως εφαλτήριο για να εκτοξεύσουν τον θυμό τους στον κόσμο.
Μέχρι τη στιγμή που ο Μπάρτον παντρεύτηκε τη Λι Ανν Βαντράιβερ το 1995, είχε ήδη ένα πολύ αμφισβητήσιμο παρελθόν. Υπήρχε η ψυχική του ασθένεια, ήταν γεμάτος από ψευδαισθήσεις και παράνοια, και επιπλέον η μικροεγκληματικότητά του στη δουλειά του, του στοίχισε ένα πέρασμα από τη φυλακή. Επίσης υπήρχε το γεγονός ότι ο δεύτερος γάμος του ξεκίνησε από εξωσυζυγική σχέση κατά τη διάρκεια του πρώτου γάμου του.
Για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι ο εν λόγω πρώτος γάμος τελείωσε με τους ανεξιχνίαστους θανάτους της συζύγου του Ντέμπρα και της μητέρας της. Το γεγονός ότι ο θάνατος της Ντέμπρα του απέφερε την ασφάλεια ζωής της, 300.000 δολάρια – για να τα παίξει στο χρηματιστήριο – ήταν απλώς το κερασάκι στην τούρτα. Ο Μπάρτον όμως έπαιξε στο χρηματιστήριο άσχημα και έχασε πάνω από 100.000 δολάρια τον Ιούνιο του 1999. Η χρηματιστηριακή εταιρεία συναλλαγών του σταμάτησε τον λογαριασμό του μετά τις απώλειες αυτές. Αυτός ήταν ο καταλύτης.
Στις 27 Ιουλίου, ο Μπάρτον έβαλε νωρίς το ξυπνητήρι ώστε να είναι σίγουρος ότι θα πιάσει τη σύζυγό του στον ύπνο. Την χτύπησε με ρόπαλο μέχρι θανάτου στο κρεβάτι τους. Μετά από αυτό, πέρασε τις επόμενες 36 ώρες κάνοντας σαν να μη συμβαίνει το παραμικρό. Μόνον μετά το βράδυ της 28ης Ιουλίου στράφηκε εναντίον των παιδιών του, του 11χρονου Μάθιου και της 8χρονης Μισέλ Είχαν επιζήσει από τον πρώτο του γάμο. επέζησαν από τον δεύτερο μόνο για μια μέρα. Βάζοντας τα νεκρά μέλη της οικογένειάς του στο κρεβάτι, κάρφωσε σημειώματα πάνω στο σώμα τους.
Στα σημειώματα ομολογούσε τα εγκλήματά του, κατηγορώντας παραδόξως την οικογένειά του για την οικονομική καταστροφή του και διακηρύσσοντας την αγάπη του για αυτά. Στη συνέχεια, πέρασε τη νύχτα δίπλα στους νεκρούς. Δεν σταμάτησε εκεί. Το επόμενο πρωί γέμισε δύο πιστόλια και ξεκίνησε για τα γραφεία των χρηματιστηριακών εταιρειών με τις οποίες είχε συνεργασθεί. Ο απολογισμός του δολοφονικού του αμόκ ήταν εννέα ακόμη άνθρωποι νεκροί και δεκατρείς τραυματίες.
Ο Μπάρτον προσπάθησε να ξεφύγει αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ. Επιχείρησε να απαγάγει ένα νεαρό κορίτσι, ελπίζοντας πιθανώς να την χρησιμοποιήσει ως όμηρο, αλλά εκείνη ξέφυγε και κάλεσε την αστυνομία. Αφού η Αστυνομία κατεδίωξε το μίνι βαν του Μπάρτον, τον παγίδευσαν σε ένα βενζινάδικο. Εκεί, σε μια τελική πράξη δειλίας, αυτοκτόνησε.
Η ιστορία του Ραμόν Σαλσίδο
Σε αντίθεση με άλλους που αναφέρονται εδώ, ο Ραμόν Σαλσίδο, ένας Μεξικανός μετανάστης στην Καλιφόρνια, δεν είχε θυμό που προκλήθηκε από οικονομική απόγνωση. Αντιθέτως, η οργή του εξαπολύθηκε ως απάντηση στην απιστία της γυναίκας του. Δυστυχώς, η δυσανάλογη αντίδρασή του στοίχισε πολλές άλλες ζωές – συμπεριλαμβανομένων παιδιών που (φυσικά) δεν είχαν καμία επιλογή για το ποιοι ήταν οι γονείς τους. Τον Απρίλιο του 1989, η σύζυγος του Σαλσίδο, Άντζελα, του είπε ότι η μεγαλύτερη κόρη τους, η Σοφία, ήταν σίγουρα παιδί από έναν άλλο άνδρα πριν παντρευτεί με τον Σαλσίδο.
Του είπε επίσης ότι σκεφτόταν το διαζύγιο και εγκατέλειψε αμέσως το σπίτι της οικογένειας αλλά και τα παιδιά. Η Άντζελα όχι μόνο άφησε τον Ραμόν με τα παιδιά – τον άφησε μόνο του με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ του. Μετά από μια νύχτα όπου έπινε και ρουφούσε κοκαΐνη, τελικά ξέσπασε. Έβαλε τις κόρες του, Σοφία, Κάρμινα και Τερέζα, τεσσάρων, τριών και ενός έτους αντίστοιχα στο αυτοκίνητο και τις οδήγησε στη χωματερή της περιοχής μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Είχε μαζί του ένα μαχαίρι. Τους έκοψε τον λαιμό και τις πέταξε στη χωματερή.
Αυτές ήταν οι πρώτες τρομερές πράξεις μιας φρικτής νύχτας. Τις επόμενες ώρες στόχευσε τη πεθερά του (Μάριον Λουίζ Ρίτσαρντς, 47 ετών), την Άντζελα (24 ετών) και μία συνάδελφό του που μισούσε (Τρέισι Τούβεϊ, 35 ετών). Ακόμη και οι δύο μικρές αδερφές της Άντζελα (Ρουθ και Μαρία Ρίτσαρντς, 12 και 8 ετών αντίστοιχα) δεν επέζησαν από το μακελειό. Στη συνέχεια, βγαίνοντας από την ομίχλη της οργής του, ο Σαλσίδο θέλησε να αυτοκτονήσει. Ένα τηλεφώνημα στη μητέρα του τον έπεισε να μην το κάνει. Αντ ‘αυτού, έφυγε πίσω στην πατρίδα του Μεξικό.
Δεν ξέφυγε για πολύ. Οι αρχές στο Μεξικό τον συνέλαβαν μετά από λίγες μέρες και οργάνωσαν την έκδοσή του πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ενώ ήταν υπό κράτηση, δεν αμφισβήτησε ποτέ τις δολοφονίες. Αντιθέτως, τις παραδέχτηκε, κατηγορώντας την απιστία της συζύγου του, τα ναρκωτικά και το αλκοόλ για την πρόκληση αυτής της «ψυχωτικής κατάθλιψης». Είπε στους ερευνητές όλα όσα γνώριζε. Ωστόσο, υπήρχε ένα μέρος της αλήθειας που δεν μπορούσε να πει, γιατί δεν το ήξερε ούτε ο ίδιος. Η κόρη του Κάρμινα ήταν ακόμα ζωντανή.
Κατά ένα εκπληκτικό τρόπο, η μεσαία κόρη του Σαλσίδο επεβίωσε. Είχε τραυματιστεί σοβαρά και παρέμεινε για τριάντα έξι ώρες, ανάμεσα στα πτώματα των αδελφών της, πριν ανακαλυφθεί από έναν άστεγο άνδρα. Το μόνο που μπορούσε να μουρμουρίσει ήταν: «Ο μπαμπάς μου με μαχαίρωσε» . Η επιβίωσή της μπέρδεψε τους γιατρούς στο Νοσοκομείο Petaluma Valley. «Λογικά ήταν αδύνατο να επιβιώσει από τους τραυματισμούς που είχε», είπε ένας γιατρός.
Η Κάρμινα, πληγωμένη και τρομοκρατημένη -ήταν μόλις τριών ετών-, είχε κρατήσει το κεφάλι της στραμμένο προς τα κάτω, κατά τύχη καλύπτοντας την πληγή στο λαιμό της και περιορίζοντας το ποσό της απώλειας αίματος. Αυτό ήταν αρκετό για να την σώσει. Ο Σαλσίδο, ένοχος και για τις επτά δολοφονίες, καταδικάστηκε σε θάνατο στο θάλαμο αερίου του San Quentin. Αυτό έχει συμβεί εδώ και 29 χρόνια και είναι ακόμη εν ζωή.
Η Κάρμινα, από την πλευρά της, είχε έναν πολύ δύσκολο δρόμο ακόμα μπροστά της. Υπήρξε μια πολύ δύσκολη και επίπονη ανάρρωση και ακολούθησε μια τρομακτική δίκη. Υπήρξαν βίαιοι ανάδοχοι γονείς, ψυχολογικό τραύμα και πέρασε χρόνια να περιφέρεται από ίδρυμα σε ίδρυμα. Ωστόσο, επεβίωσε. Η Κάρμινα προσπάθησε να ανακτήσει την αίσθηση της εμπιστοσύνης και της ταυτότητάς της, έγραψε ένα βιβλίο για την εμπειρία της και μάζεψε όσο θάρρος είχε για να αντιμετωπίσει τον πατέρα της στη φυλακή.
Η ζωή δεν ήταν εύκολη από τότε, και ίσως να μην είναι ποτέ. Όμως συνεχίζει απτόητη, κάνει το καλύτερο που μπορεί. Όπως το έθεσε η ίδια: «Δεν έχω την οικογένειά μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να το αλλάξω. Ξέρω ότι μια μέρα θα είμαι μαζί τους, οπότε πρέπει να ζήσω τη ζωή μου…»
Ιστορίες, όπως αυτών των πατεράδων που αναφέρονται εδώ, μπορούν να μας κάνουν να προβληματιστούμε για την ανθρώπινη εξαχρείωση και εξαθλίωση. Ιστορίες όπως της Κάρμινα είναι εδώ για να μας υπενθυμίζουν ότι η ανθρώπινη ελπίδα και η δύναμη της ψυχής μπορούν να επιμένουν και να κερδίζουν, ακόμη και μετά από την τραγωδία…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις