Ηταν καλύτερα να περιπλανιέται
Οταν ο Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία, το 1933, ο Ροτ ήταν από τους πρώτους συγγραφείς που απαγορεύτηκαν
O τίτλος της βιογραφίας είναι «Ατελείωτη φυγή» («Endless Flight»), ελαφρά παράφραση του «Φυγή χωρίς τέλος» (1927), όπως τιτλοφορείται ένα από τα πιο θλιμμένα βιβλία του Γιόζεφ Ροτ. Μια φυγή όχι μόνο από έναν τόπο, αλλά από τον ίδιο του τον εαυτό, εξηγεί ο βιογράφος, ο Κίρον Πιμ. Αυτό ήθελε ο Ροτ: «Καλύτερα να ονειρεύομαι το σπίτι, καλύτερα να περιπλανιέμαι», έλεγε. «Να ταξιδεύω ελπίζοντας, αντί να φτάνω, να εγκαθίσταμαι και να απογοητεύομαι. Καλύτερα να με ζουν τρεις βαλίτσες, γεμάτες και έτοιμες για αναχώρηση».
Ο αναγνώστης προειδοποιείται ήδη από την πρώτη σελίδα: την ώρα που το βιβλίο ετοιμαζόταν για το τυπογραφείο, η γενέτειρα του Ροτ βρισκόταν στη Δυτική Ουκρανία, για τη συνέχεια όμως κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί. Ευτυχώς ο ηρωισμός των Ουκρανών έχει κρατήσει τη χώρα τους όρθια. Κι έτσι το Μπρόντι, που το 1894 ανήκε στη Γαλικία και ήταν γνωστό ως Πολωνική Ιερουσαλήμ επειδή φιλοξενούσε Πολωνούς, Ρώσους, Ουκρανούς, Χριστιανούς και Χασιδιστές Εβραίους, είναι ακόμη ελεύθερο – αν και λιγότερο πολύχρωμο.
Τον πατέρα του ο Ροτ δεν τον είδε ποτέ: ήταν ένας αυστριακός έμπορος σιτηρών που εγκατέλειψε τη γυναίκα του, τρελάθηκε, φυλακίστηκε και αυτοκτόνησε όταν ο Γιόζεφ ήταν 16 ετών. Η μητέρα του, μια γυναίκα αυστηρή και κτητική, ήθελε ο γιος της να μεγαλώσει ως αυστρογερμανός Εβραίος, όχι ως «τρελός του Μπρόντι», όπως αποκαλούσαν τους μαυροφορεμένους Χασιντίμ που προσεύχονταν όχι μόνο στις συναγωγές, αλλά και στους δρόμους. Ο ίδιος ήθελε από μικρός να γίνει συγγραφέας. Πριν κλείσει τα είκοσι χρόνια του, απέβαλε το όνομα Μωυσής που του είχε δώσει ο παππούς του και τα παρατσούκλια Μούνιου και Μου (από το Σολομών) που του είχαν δώσει για την ευφυΐα του, πήρε το τρένο κι έφυγε για τη Βιέννη.
Εκεί αποκήρυξε τον μοναρχισμό, έγινε σοσιαλιστής, στη συνέχεια ειρηνιστής, προτού καταταγεί στον στρατό, το 1916. Κάποια στιγμή – ο Πιμ δεν εξηγεί ακριβώς πότε – ασπάστηκε και τον καθολικισμό. Απεχθανόταν άλλωστε και τους εθνικισμούς και τον σιωνισμό. Σε μια επιστολή του μάλιστα το 1935 εξίσωσε τον εθνικοσοσιαλισμό με την εβραϊκή εκστρατεία για μια πατρίδα, γράφοντας ότι τόσο οι Σιωνιστές όσο και οι Ναζί «ήθελαν τους Εβραίους έξω από την Ευρώπη». Οτιδήποτε προσπαθούσε όμως να αφήσει πίσω του επέστρεφε και τον καταδίωκε.
Η πατρίδα του, ας πούμε. Συμβαίνει αυτό με πολλούς μεγάλους συγγραφείς, παρατηρεί η Ερμιόνη Λι στο «New York Review of Books». Ανυπομονούν να φύγουν από το Δουβλίνο, τη Νέα Ζηλανδία, τη Νεμπράσκα ή το Νιούαρκ, για να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους γράφοντας για τη γενέτειρά τους, εκείνη τη ζώνη «όπου συναντιούνται η μνήμη και η φαντασία». Ο Ροτ γύρισε όλη την Ευρώπη χωρίς να πάψει να ονειρεύεται το Μπρόντι. Στους «Περιπλανώμενους Εβραίους» (1927), όπου περιγράφει με συγκινητικό τρόπο τη ζωή των εβραϊκών κοινοτήτων της Ανατολικής Ευρώπης, αναφέρεται στον εαυτό του περισσότερο ως περιπλανώμενο παρά ως Εβραίο: «Είμαι ξένος σ’ αυτή την πόλη… Να γιατί αισθανόμουν σαν στο σπίτι μου εκεί». Αυτό το Heimatlosigkeit (έλλειψη στέγης) προσδιόριζε τόσο τη δική του ύπαρξη όσο κι εκείνη των ανθρώπων για τους οποίους έγραφε: «Οι Εβραίοι της Ανατολής δεν έχουν πατρίδα, μπορείς να βρεις τους τάφους τους όμως σε κάθε νεκροταφείο».
Οταν ο Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία, το 1933, ο Ροτ ήταν από τους πρώτους συγγραφείς που απαγορεύτηκαν. Κι όταν οι Ναζί άρχισαν να καίνε βιβλία, ένα από τα πρώτα ήταν το «Εμβατήριο του Ραντέτσκι» (1932). Αλλά εκείνος είχε φύγει ήδη για το Παρίσι. Και δεν έζησε για να δει την καταστροφή της γενέτειράς του. Το 1942 και 1943, οι Ναζί έσφαξαν και έστειλαν στα στρατόπεδα χιλιάδες Εβραίους που ζούσαν στο Μπρόντι, καταστρέφοντας έναν ολόκληρο τρόπο ζωής.
Το έργο του Ροτ, γράφει ο Κίρον Πιμ, είναι γεμάτο με μετανάστες, ανθρώπους που διασχίζουν τα σύνορα, χαμένες ψυχές, απατεώνες που κατασκευάζουν νέες ταυτότητες, βετεράνους πολέμου που επιστρέφουν για να διαπιστώσουν ότι δεν υπάρχει θέση γι’ αυτούς, γιους που έχουν χάσει τους πατεράδες τους και πατεράδες που έχουν χάσει τους γιους τους. Στο «Εμβατήριο», οι εξευτελισμοί, η χαμένη υπερηφάνεια, ο αυτοτραυματισμός και η σύγχυση τριών γενεών της οικογένειας Φον Τρότα, καθώς η παλιά αυτοκρατορία καταρρέει μπροστά τους, συμπυκνώνουν όλα όσα γνωρίζει ο συγγραφέας για την αλλαγή και την απώλεια.
Αυτή η γνώση, φυσικά, δεν λύνει τις αντιφάσεις, αντιθέτως τις εντείνει: νοσταλγία και μοιρολατρία, ειρωνεία και μελαγχολία, σκεπτικισμός και ανάγκη για θαύματα, γοητεία και επιθετικότητα, μητροπολιτική φινέτσα και προσκόλληση σε έναν απλό, αγροτικό κόσμο. «Είμαι ένας Γάλλος από την Ανατολή, ένας ουμανιστής, ένας θρησκευόμενος ορθολογιστής, ένας καθολικός με εβραϊκή ευφυΐα, ένας επαναστάτης. Tι παράξενο!».
Γιόζεφ Ροτ (1894 – 1939)
Ο Αγιος Πότης
Απέρριπτε τους ανθρώπους όπως απέρριπτε τους τόπους. Τα έβαζε με οποιονδήποτε του έδινε δουλειά, τον αγαπούσε, του έδινε χρήματα ή προσπαθούσε γενικά να τον βοηθήσει. Είχε ανάμεικτα συναισθήματα για τα πάντα: την πατρίδα του, την εβραϊκότητά του, τον γάμο του, τους δεσμούς του, τις φιλίες του, το κύρος του, τη θέση του στον κόσμο. Σύμφωνα με έναν φίλο του που πέρασε από το Παρίσι, τον φιλόσοφο Λούντβιχ Μαρκούζε, ζήλευε τόσο πολύ τη γυναίκα του, την Πολωνοεβραία Φριντλ Ράιχλερ, που την κατέστρεψε. «Εχω σκοτούρες, τόσες σκοτούρες, κι είμαι τόσο ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ», έγραφε το 1934 στον Στέφαν Τσβάιχ. «Δεν μπορώ να ζήσω άλλο έτσι, με σκοτώνει». Τα τελευταία του χρόνια τα πέρασε σε μπαρ και σε καφέ, πίνοντας, καπνίζοντας και γράφοντας τον «Θρύλο του Αγίου Πότη», που δημοσιεύτηκε τη χρονιά του θανάτου του από αλκοολισμό.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις