Τα «κλεμμένα μωρά» του Φράνκο: Ένα έγκλημα που δεν δικαιώθηκε ποτέ
Όταν ο Ισπανός δικτάτορας Φράνκο βρισκόταν στην εξουσία, χιλιάδες μωρά κλάπηκαν από το νοσοκομείο και πουλήθηκαν σε πλούσιες καθολικές οικογένειες. Οι μητέρες ενημερώθηκαν πως τα βρέφη είχαν πεθάνει. Τώρα όμως, η αλήθεια έρχεται στο φως.
- Η τηλεθέαση του debate ΣΥΡΙΖΑ – Ελπίδες για τη συμμετοχή στην κάλπη της Κυριακής – Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
Γράφει η Ίλντα Τόσκα*
Στην Ισπανία, δεκάδες χιλιάδες μωρά κλάπηκαν από τους γονείς τους κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο έως τη δεκαετία του 1990. Τα βρέφη πωλούνταν σε καθολικές οικογένειες που δυσκολεύονταν να αποκτήσουν δικά τους παιδιά.
Οι γιατροί έλεγαν στους βιολογικούς γονείς – κυρίως φτωχούς ανθρώπους με αριστερές ιδεολογίες – πως τα παιδιά τους είχαν γεννηθεί νεκρά. Όμως τα μωρά δεν ήταν νεκρά. Είχαν πουληθεί! Κάτω από ένα σωρό πλαστά χαρτιά, οι καθολικές οικογένειες έθαψαν το μυστικό του εγκλήματος που διέπραξαν. Τα παιδιά που απήχθησαν έμειναν γνωστά στην Ισπανία ως «κλεμμένα μωρά».
Η αρχή του εφιάλτη
Όλα ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του ’40, όταν ένας κορυφαίος ψυχίατρος του καθεστώτος προώθησε την ιδέα πως το γονίδιο των αριστερών πεποιθήσεων μπορεί να κατασταλεί εάν τα παιδιά απομακρύνονταν από τους γονείς τους και τοποθετούνταν σε συντηρητικές οικογένειες.
Οι άνδρες του Φράνκο άρχισαν σύντομα τις απαγωγές. Η εποχή των «κλεμμένων μωρών» μόλις είχε ξεκινήσει. Η διακυβέρνηση του Φράνκο σηματοδότησε επίσης την απόλυτη κυριαρχία της Καθολικής Εκκλησίας, που ήλεγχε και τα νοσοκομεία. Ορισμένες καλόγριες -με τη βοήθεια γιατρών, νοσοκόμων και μαιών- άρχισαν να απαγάγουν μωρά από τους γονείς που θεωρούσαν «ανάξιους» Στη συνέχεια, έδιναν τα βρέφη στις άκληρες οικογένειες καθολικών που υποστήριζαν τον Φράνκο.
Η διαδικασία ήταν απλή. Οι καλόγριες νάρκωναν τις μητέρες στην αίθουσα τοκετού και στη συνέχεια, όταν ξυπνούσαν, τους έλεγαν ότι τα μωρά τους είχαν πεθάνει. Στην πραγματικότητα, τα παιδιά είχαν πουληθεί σε άλλες οικογένειες. Οι πρώτες καταγγελίες ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1980 αλλά οι δικαστές της χώρας αρνήθηκαν να αναλάβουν τις υποθέσεις, επικαλούμενοι την παραγραφή.
Μόλις το 2007, η Ισπανία ψήφισε το νόμο περί ιστορικής μνήμης, ο οποίος καταδίκαζε τα εγκλήματα της εποχής του Φράνκο και αναγνώριζε για πρώτη φορά τα θύματά της. Τότε, τα κλεμμένα παιδιά – που πλέον είχαν μεγαλώσει – δημιούργησαν βάσεις για τα θύματα παράνομων υιοθεσιών. Το 2011 κατέθεσαν την πρώτη τους αγωγή. Τότε, ο Γενικός Εισαγγελέας Cándido Conde-Pumpido Tourón, αποφάσισε να ξεκινήσει τη δική του έρευνα.
Οι ύποπτοι του εγκλήματος
Ο Γενικός Εισαγγελέας ανακάλυψε πως ο πρώτος ύποπτος για την απαγωγή των μωρών ήταν ο γυναικολόγος Εδουάρδο Βέλα. Συγκεκριμένα, μια γυναίκα είχε κατηγορήσει τον γιατρό πως την ανάγκασε να υπογράψει έγγραφα υιοθεσίας μετά τον τοκετό. Το μωρό της είχε πουληθεί για 1000 δολάρια.
Χρόνια αργότερα, ο Βέλα θα κατηγορηθεί από την Ινές Μαδριγάλ πως την πήρε από την μητέρα της και την πούλησε. Ο ίδιος θα παραδεχτεί πως υπέγραψε το ψευδές πιστοποιητικό τοκετού αλλά θα δικαιολογηθεί πως επειδή ήταν διευθυντής του νοσοκομείου, υπέγραφε τα έγγραφα χωρίς να τα διαβάζει. Η υπόθεση θα κατέρρεε χρόνια αργότερα αφού το δικαστήριο απέρριψε τις κατηγορίες εναντίον του, επικαλούμενο την παραγραφή.
Ο κυριότερος ύποπτος της υπόθεσης όμως, ήταν γυναίκα. Και μάλιστα, καλόγρια. Η Μαρία Γκόμεζ Βαλμπουένα ήταν η μοναχή που ευθυνόταν για εκατοντάδες παράνομες υιοθεσίες. Το κουβάρι μόλις είχε αρχίσει να ξετυλίγεται.
Η επιστάτρια του νοσοκομείου είχε καταθέσει εναντίον της μοναχής. Συγκεκριμένα, η μάρτυρας ανέφερε πως η καλόγρια ήταν σκληρή με τις ανύπαντρες μητέρες και πως πολλά μωρά ενώ τα είχε δει ζωντανά, δηλώθηκαν ως νεκρά στις μητέρες τους. Μάλιστα, αποκάλυψε πως το σώμα ενός νεκρού νεογέννητου μωρού βρισκόταν στο ψυγείο. Εάν οι γονείς δεν πείθονταν πως το παιδί τους είχε πεθάνει, τότε τους έδειχναν το σώμα του άψυχου μωρού που βρισκόταν στο ψυγείο.
Το μπλε σημειωματάριο
Επιπλέον, ανέφερε πως στο γραφείο της μοναχής υπήρχε ένα μπλε σημειωματάριο. Μέσα ήταν γραμμένα τα ονόματα των υποψήφιων γονιών και τα ποσά που θα έδιναν. Η μοναχή έπαιρνε συνέντευξη από τους υποψήφιους και εάν όλα πήγαιναν καλά μέχρι το απόγευμα, μπορούσαν να φύγουν από το νοσοκομείο με το μωρό. Η μάρτυρας δήλωσε πως δεν είχε αναφέρει τίποτα σε κανέναν διότι εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να εισακουστεί.
«Τότε οι γυναίκες δεν ήταν τίποτα έπρεπε να υποταχθείς στον πατέρα σου, μετά στον σύζυγό σου και μετά στο κράτος».
Η μοναχή Μαρία δε θα δικαζόταν ποτέ για τα εγκλήματά της. Το 2013 πέθανε σε ηλικία 87 ετών. Ποτέ δεν της απαγγέλθηκαν επίσημα κατηγορίες και ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι πουλούσε μωρά.
Τα «κλεμμένα μωρά» αναζητούν την αλήθεια
Οι απαγωγές σταμάτησαν στις αρχές τις δεκαετίας του ’90 αλλά χιλιάδες θύματα αναζητούν ακόμα τη δικαίωση. Σύμφωνα με έρευνα των New York Times, πολλά από τα «κλεμμένα μωρά» έπρεπε να να γίνουν «ντετέκτιβ» των δικών τους υποθέσεων εάν ήθελαν να φτάσουν στην αλήθεια. Ένα από αυτά ήταν η Άννα Μπελέν Πιντάδο.
Η Πιντάδο γνώριζε εδώ και καιρό το φαινόμενο της κλοπής μωρών από νοσοκομεία στην Ισπανία. Ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί όμως, πως ήταν ένα από αυτά. Η Πιντάδο ήταν 44 χρονών, παντρεμένη με τρία παιδιά. Οι γονείς της είχαν πεθάνει ήδη κάποια χρόνια όταν εκείνη αποφάσισε να συμμαζέψει το γκαράζ τους. Τότε, έπεσε πάνω σε κάποια χαρτιά που δεν είχε δει ποτέ: ιατρικά αρχεία από δεκαετίες πριν, συμπεριλαμβανομένου ενός σημειώματος από τον γιατρό της μητέρας της. Τα χαρτιά έγραφαν πως η μητέρα της ήταν στείρα! Η διάγνωση έγινε τον Απρίλιο του 1967, έξι χρόνια πριν γεννηθεί η Πιντάδο.
Συνεχίζοντας να ψάχνει, βρήκε ένα άλλο έγγραφο. Ήταν ένα πιστοποιητικό γέννησης, το οποίο έδειχνε ότι η μητέρα της είχε γεννήσει ένα κορίτσι στο μαιευτήριο Santa Cristina της Μαδρίτης. Το πιστοποιητικό γέννησής όμως, είχε αλλοιωθεί. Τότε, η Πιντάδο θυμήθηκε πως όταν πέθανε ο πατέρας της, ένας δικηγόρος βρήκε κάποια χαρτιά που έδειχναν ότι εκείνη είχε γεννηθεί με διαφορετικό επώνυμο. Αλλά προτού κάποιος από την οικογένεια μπορέσει να ρίξει μια πιο προσεκτική ματιά, η μητέρα της άρπαξε τα έγγραφα και αρνήθηκε να ξαναμιλήσει γι’ αυτά. Έτσι, η Πιντάδο συνειδητοποίησε ότι μπορεί να μην είχε γνωρίσει ποτέ πραγματικά τους γονείς της. Της είχαν κρατήσει ένα μυστικό και ήταν αποφασισμένη να μάθει ποιος άλλος το γνώριζε.
Η επιμονή της Πιντάδο
Ξεκίνησε να ψάχνει την υπόθεση από έναν γείτονα και φίλο των γονιών της. Εκείνος παραδέχτηκε πως η Πιντάδο είχε υιοθετηθεί και θυμήθηκε το βράδυ που την έφεραν στο σπίτι. Τότε, ο πατέρας της τους είπε γεμάτος θυμό πως δεν πρέπει να μάθει ποτέ κανένας για την υιοθεσία. Τότε, κατάλαβε πως οι γονείς της προσπαθούσαν να καλύψουν ένα έγκλημα.
Η Πιντάδο ξεκίνησε την αναζήτηση. Βρήκε πως είχε καταχωρηθεί στο δημαρχείο με διαφορετικό όνομα και ξεκίνησε να ρωτά τους πάντες εάν γνώριζαν κάτι. Ένας φίλος της μητέρας της, της αποκάλυψε πως του είχε εκμυστηρευτεί πως πλήρωσαν ένα τεράστιο ποσό για την υιοθεσία και πως οι εμπλεκόμενοι στην υιοθεσία είχαν ζητήσει από την μητέρα της να βάζει ένα μαξιλάρι κάτω από το φόρεμά της για να φαίνεται έγκυος όταν πήγαινε στο νοσοκομείο.
Η Πιντάδο δεν μπορούσε να το πιστέψει. Αν η μητέρα της είχε προσποιηθεί ότι ήταν έγκυος, αν το πιστοποιητικό γέννησής της ήταν πλαστό, αν οι γονείς της είχαν προσφέρει ένα μεγάλο ποσό γι’ αυτήν, τότε θα πρέπει να γνώριζαν ακριβώς σε τι είχαν εμπλακεί – είχαν παίξει ενεργά ρόλο στην απαγωγή της. «Θέλω να τους ρωτήσω πως μπόρεσαν να το κάνουν αυτό. Δεν είμαι το είδος του ανθρώπου που θα μπορούσε να κλέψει την κόρη μιας άλλης μητέρας».
Η αρχή του τέλους
Η Πιντάδο θυμήθηκε πως όταν ήταν μικρή είχε επισκεφτεί μια καλόγρια στη Μαδρίτη. Αφού βρήκε μια ευχετήρια κάρτα, έψαξε το όνομα στο Διαδίκτυο. Ήταν η μοναχή Μαρία. Η αναζήτηση συνεχίστηκε εντατικά ενώ η Πιντάδο ήταν πλέον αποφασισμένη να δοκιμάσει τα πάντα. Έστειλε επιστολές σε όλους όσους είχαν το επίθετο που έγγραφε στο πιστοποιητικό γεννήσεως και εμφανίστηκε μέχρι και σε talk shows που ασχολούνταν με τις υποθέσεις των «κλεμμένων μωρών».
Μετά από λίγο καιρό, η Πιντάδο δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από ένα κυβερνητικό γραφείο της Μαδρίτης, το οποίο είχε καταφέρει να βρει το όνομα της βιολογικής της μητέρας. Το πραγματικό όνομα ήταν Πιλάρ. Ένα βράδυ τον Ιούλιο του 2018, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα που άλλαξε τα πάντα. Ένας άνδρας που είχε διαβάσει την ιστορία της, ήξερα μια γυναίκα που λεγόταν Πιλάρ και είχε γεννήσει ένα νεκρό παιδί την περίοδο που η Πιντάδο γεννήθηκε. Της έδωσε τον αριθμό της.
Η Πιντάδο το κάλεσε αμέσως. «Μόλις το σήκωσε, της είπα: «Ήμουν ένα κλεμμένο μωρό και ψάχνω τη βιολογική μου μητέρα, και ένα ανώνυμο άτομο μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι μπορεί να είσαι η μητέρα μου». Υπήρξε μια παύση στην άλλη άκρη της γραμμής. Αργότερα συνέκριναν τις ημερομηνίες και όλα ταίριαζαν.
Η επανένωση με τη μητέρα της
Η Πιντάδο είδε τη μητέρα της για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2018, τρεις μήνες μετά το πρώτο τους τηλεφώνημα. Οι δυο γυναίκες αγκαλιάστηκαν και ξεκίνησαν να κλαίνε. Η Πιλάρ είπε στην Πιντάδο την ιστορία της. Είχε γνωρίσει τον σύζυγό της όταν ήταν νεαρή και είχαν αποκτήσει 2 παιδιά. Όταν ήταν έγκυος στο τρίτο πήγε στο μαιευτήριο στο οποίο ήταν η καλόγρια Μαρία.
Θυμάται μάλιστα να κρατάει το μωρό της για μια σύντομη στιγμή στην αγκαλιά της. Όμως τότε το μωρό απομακρύνθηκε και κάποιος ήρθε να βάλει μια μάσκα αναισθησίας στο πρόσωπο της Πιλάρ. Έκλαιγε όταν συνέβαινε αυτό- ήταν σαν να ήξερε ότι κάτι τρομερό ερχόταν. Όταν ξύπνησε ξανά, ένας γιατρός και μια νοσοκόμα της είπαν ότι το μωρό γεννήθηκε νεκρό. Δεν της πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι είχαν πει ψέματα.
Η Πιντάδο κατάφερε αυτό που δεν είχε καταφέρει σχεδόν κανείς στη θέση της: Βρήκε την οικογένειά της! Αλλά η δικαιοσύνη δεν αποδόθηκε ποτέ…
Μέχρι σήμερα κανένας δεν έχει κατηγορηθεί αλλά ούτε έχει ζητήσει συγγνώμη από τις 30.000 οικογένειες που αναγκάστηκαν να χωριστούν.
*Η Ίλντα Τόσκα σπουδάζει στη New Media Studies
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις