Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε την 1η Ιουνίου του 1940. Σήμερα θα ήταν 82 ετών. Δεν ζει. Πέθανε μέσα σε ένα ασθενοφόρο στις 3 του Οκτωβρίου του 1993, στα 53 της χρόνια.

Το ασθενοφόρο την μετέφερε στο Ιπποκράτειο από το παλιό διαμέρισμα της μητέρας της όπου την βρήκαν σε κωματώδη κατάσταση, εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, ενώ αντιμετώπιζε πρόβλημα με ναρκωτικές ουσίες. Το πτώμα της έμεινε στα αζήτητα στα παγωμένα υπόγεια του νοσοκομείου για δυο ημέρες. Κανείς δεν την είχε ψάξει. Την αναγνώρισε ένας φίλος της.

Από μικρή δούλεψε σαν ηθοποιός στο θέατρο και στον κινηματογράφο, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φίλμς. Το πρώτο της βιβλίο με ποιήματα ήταν το «Τρία κλικ αριστερά» και βγήκε το 1978. Έβγαλε επίσης τα βιβλία «Ιδιώνυμο» (1980), «Το ξύλινο παλτό» (1982), «Απόντες» (1986), «Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών» (1988).

Ακολουθούν κάποια από τα ποιήματα της:

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά 
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν έρημους
Διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια
και οινόπνευμα για να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλοι μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτόρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
Τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων
δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ότι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δικιά σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.

Καμμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά και μπαίνεις.
Φοράς κάτασπρο κουστούμι και λινά παπούτσια.
Σκύβεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου 72 φράγκα και φεύγεις.
Έχω μείνει στη θέση που με άφησες για να με ξαναβρείς.
Όμως πρέπει να έχει περάσει πολύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύνανε και
οι φίλοι μου με φοβούνται. Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες
έχω χάσει την φαντασία μου και κάθε
φορά που ακούω «Κατερίνα» τρομάζω. Νομίζω ότι πρέπει να καταδώσω κάποιον.
Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον που λέγανε
πως είσαι εσύ. Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες,
γιατί γράψανε ότι σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο Στόχος
το νου σου ε;

Θαρθεί καιρός που θα αλλάξουν τα πράγματα. 
Να  το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
-μη βλέπεις εμένα- μην κλαις. Εσύ εισ’ η ελπίδα.
’κου θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γυρμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θάμαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι -σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες.
Να φυλάξεις μονάχα
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις και έννοιες σαν και αυτές
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία -δε θέλω να λέω ψέματα- δύσκολοι καιροί.
Και θαρθούνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω -μην περιμένεις και από μένα πολλά-
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω μόνο:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ’ όλα αυτά Μαρία.