Παναγής Καλούδης: Ο σπουδαίος μαρμαροκόπος
Ο Καλούδης υπήρξε ένας εξαιρετικός εμπειρογνώμονας της εποχής του, με αξιοπρόσεκτη προσφορά στον ελληνικό πολιτισμό
- «Τουλάχιστον 100 Βορειοκορεάτες στρατιωτικοί σκοτώθηκαν σε μάχες στο Κουρσκ»
- Νεκρός ανασύρθηκε από τα συντρίμμια γάλλος υπήκοος στο Βανουάτου μετά τον σεισμό των 7,3 Ρίχτερ
- «Παλιάνθρωπε…» - Οργή λαού έξω από την Εισαγγελία, νέες μαρτυρίες για τον αστυνομικό της Βουλής
- Έντεκα νεκροί μετά από εμπρησμό σε μπαρ στο Βιετνάμ - «Φωνάζαμε στα παγιδευμένα θύματα»
Το 1866, αφού ξεπεράστηκαν σημαντικά εμπόδια και προηγήθηκε η δωρεά οικοπέδου επί της οδού Πατησίων στο ελληνικό δημόσιο από την Ελένη Τοσίτσα, άρχισε η ανέγερση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου («Μουσείου του Πανελληνίου», όπως το αποκαλούσαν τότε), σε σχέδια του γερμανού αρχιτέκτονα Λούντβιχ Λάνγκε και με τροποποιήσεις του Ερνέστου Τσίλερ για την πρόσοψη του κτιρίου.
Στην τελετή θεμελίωσης, που πραγματοποιήθηκε με κάθε επισημότητα στις 3 Οκτωβρίου 1866, παρευρέθησαν ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, υπουργοί, βουλευτές, μέλη της Ιεράς Συνόδου, πολλοί επίσημοι και πλήθος κόσμου.
Το μουσείο άνοιξε τελικά τις πύλες του για το κοινό το 1889, παρουσιάζοντας τις μόνιμες εκθέσεις του, που αποτελούνταν από τμήματα της σύγχρονης Συλλογής Προϊστορικών Αρχαιοτήτων και της Συλλογής Γλυπτών.
Στο μακρό διάστημα που μεσολάβησε από το 1866 έως το 1889 είχε αρχίσει η μεταφορά των αρχαιοτήτων από τις διάφορες προσωρινές θέσεις, αρχής γενομένης από το 1874, με την ολοκλήρωση της δυτικής πτέρυγας του κτιρίου.
Το στήσιμο των έργων στις αίθουσες του μουσείου ανέλαβαν οι γλύπτες Ι. Βιτσάρης (αρχικά) και Κ. Μαρμαρινός (στη συνέχεια).
Καθοριστικής σημασίας για τη συντήρηση –κατ’ επέκταση δε για την αποκατάσταση και την προβολή– των αρχαιοτήτων του μουσείου στάθηκε η προαγωγή του αρχαιολόγου Παναγή Καββαδία σε γενικό έφορο Αρχαιοτήτων στις 12 Ιουλίου 1885.
Ο Καββαδίας προσέλαβε σύντομα το μαρμαρογλύπτη Παναγή (Παναγιώτη) Καλούδη (1840-1917), μαθητή του ιταλού γυψοποιού –έτσι αποκαλούσε τον εαυτό του– και συντηρητή Napoleone F. Martinelli, ιδιαίτερα δραστήριου εξωτερικού συνεργάτη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας τις δεκαετίες του 1860 και του 1870.
Ο γεννημένος στην Αθήνα Καλούδης, τον οποίον ο Καββαδίας χαρακτήριζε «μαρμαροκόπο», προσελήφθη το 1882 στην Αρχαιολογική Υπηρεσία ως αρχιτεχνίτης.
Γνωστός για το έργο του στην Ακρόπολη των Αθηνών αλλά και στις ανασκαφές της Ολυμπίας, ο Καλούδης καταπιάστηκε επιτυχώς με τη συγκόλληση και την «ανίδρυσιν επί βάθρων» των αγαλμάτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Μάλιστα, μετά την ίδρυση αφενός εργαστηρίου για την κατασκευή εκμαγείων και αφετέρου Μουσείου Εκμαγείων ως παραρτήματος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, το 1893, ο έμπειρος και δοκιμασμένος Καλούδης κατέλαβε τη θέση του τεχνίτη με ειδικότητα στην κατασκευή εκμαγείων (αυτή ήταν μια εργασία πολύ σημαντική, δεδομένου ότι τα εκμαγεία πωλούνταν, ανταλλάσσονταν, δωρίζονταν και συντελούσαν εν γένει στη διεθνή προβολή του ελληνικού πολιτισμού).
Στον «αρχιτεχνίτη των μουσείων και του εργαστηρίου των εκμαγείων του κράτους», όπως χαρακτηρίστηκε επισήμως ο Καλούδης, ανατέθηκαν επίσης, την ίδια χρονιά, όλες οι εργασίες συγκολλήσεως και ανιδρύσεως των αγαλμάτων και των αναγλύφων πάνω στα βάθρα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, καθώς και η κτιριακή συντήρηση αυτού.
Έργο του Καλούδη, μεταξύ άλλων, ήταν η αποκατάσταση και η λήψη εκμαγείου του κούρου του Σουνίου, υπερφυσικού μεγέθους αγάλματος των Αρχαϊκών Χρόνων (600 π.Χ.) από ναξιακό μάρμαρο, που αποκαλύφθηκε το 1906 από τον αρχαιολόγο Βαλέριο Στάη, σε αποθέτη μπροστά στο ναό του Ποσειδώνος.
Εξάλλου, ο Καλούδης ήταν ο πρώτος που συνάρμοσε τα κομμάτια του περίφημου εφήβου των Αντικυθήρων (η ανακάλυψη του ναυαγίου και του μοναδικού θησαυρού του είχε γίνει το 1900), αλλά, προς μεγάλη του απογοήτευση, δεν ήταν εκείνος στον οποίον ανατέθηκε η συντήρηση του χάλκινου αγάλματος.
Πέραν των εργασιών του στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αξιοσημείωτη υπήρξε η συμβολή του Καλούδη στην κατασκευή εκμαγείων στο Μουσείο των Δελφών, καθώς και στις εργασίες συγκολλήσεως και ανιδρύσεως του ξακουστού λέοντος της Χαιρώνειας.
Ο Καλούδης συνέβαλε επίσης στη συγκόλληση και τοποθέτηση των γλυπτών έργων στο Μουσείο της Ακροπόλεως και στο Μουσείο της Ολυμπίας, ενώ έλαβε μέρος στις εργασίες αναστήλωσης των ναών της Φιγαλείας και του Σουνίου.
Προικισμένος με φυσική οξυδέρκεια, σπάνια παρατηρητικότητα και καλαισθησία, ο Καλούδης υπήρξε ένας εξαιρετικός εμπειρογνώμονας της εποχής του, με αξιοπρόσεκτη προσφορά στον ελληνικό πολιτισμό, που δυστυχώς μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα υποβαθμίστηκε και λησμονήθηκε.
*Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Παναγής Καλούδης (πηγή: Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις