Ρυζόγαλο με άρωμα πορτοκάλι
Το αγαπημένο μας ρυζόγαλο, που το συνδυάζουμε πάντα με τη ζαχαροπλαστική της γιαγιάς, είναι ένα υγιεινό και εύγευστο επιδόρπιο.
Το ρυζόγαλο είναι ένα γλυκό που δε χρειάζεται πολλή ζάχαρη, γιατί το ρύζι γλασέ του δίνει αρκετή γλύκα από μόνο του. Κι αν το αρωματίσουμε και λίγο πιο έντονα με βανίλια, ή πορτοκάλι,θα γίνει υπέροχο γλυκάκι για μικρούς και μεγάλους.
Διαβάστε επίσης: Πεντανόστιμα μπισκότα βρώμης με μέλι και σοκολάτα
Η συνταγή (για 6 μεγάλα μπωλ)
250 γραμ. ρύζι γλασέ
500 ml γάλα
4 κ.σ. ζάχαρη καστανή
1 κ.σ. κοφτή κορν φλαουρ
ξύσμα από 1 πορτοκάλι
κανέλα για το σερβίρισμα
Εκτέλεση
Βάζουμε σε ένα κατσαρολάκι νερό να βράζει, περίπου μισό λίτρο, και μια πρέζα αλάτι. Μόλις το νερό βράσει, ρίχνουμε το ρύζι. Χαμηλώνουμε σε μέτρια φωτιά και αφήνουμε το ρύζι να βράσει, ανακατεύοντας συχνά για να μην κολλήσει. Το αφήνουμε να βράσει πολύ, να λιώσει σχεδόν το ρύζι.
Αν χρειαστεί, προσθέτουμε κι άλλο νερό. Μόλις το ρύζι απορροφήσει όλο το νερό και έχει μαλακώσει πάρα πολύ, ρίχνουμε το γάλα στο κατσαρολάκι, κρατώντας στην άκρη περίπου μισή κούπα. Προσθέτουμε στο κατσαρολάκι τη ζάχαρη και το ξύσμα του πορτοκαλιού και ανακατεύουμε.
Ρίχνουμε το υπόλοιπο γάλα σε ένα μπωλάκι και διαλύουμε μέσα σ’ αυτό το κορν φλαουρ.
Αφήνουμε το γάλα να πάρει μία βράση και στη συνέχεια ρίχνουμε το υπόλοιπο γάλα, με το διαλυμένο κορν φλάουρ.
Το αφήνουμε στη φωτιά και ανακατεύουμε, μέχρι η κουτάλα να συναντάει αντίσταση. Αποσύρουμε το κατσαρολάκι από τη φωτιά και μοιράζουμε το ρυζόγαλο σε μπωλ. Ρίχνουμε από πάνω λίγη κανέλα και λίγο ξύσμα πορτοκαλιού ακόμα, αν θέλουμε. Τρώγεται ιδανικά χλιαρό.
- Τα δεδομένα για το νέο συμβόλαιο του Νίκολα Μιλουτίνοφ (pic)
- Σεισμός: 3,6 Ρίχτερ ανοιχτά της Λίνδου
- Φάμελλος: Αισιοδοξία για restart – «Να έρθουν όλοι να στηρίξουν την επανεκκίνηση του ΣΥΡΙΖΑ»
- «Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά»: Το έγκλημα για το οποίο η Καθολική Εκκλησία δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη
- Σπηλιωτόπουλος: Ο ΣΥΡΙΖΑ έκλεισε τον βιοϊστορικό του κύκλο – Τι είπε για το κόμμα Κασσελάκη
- «Έξω φρενών» οι οπαδοί της Σίτι με τις «δικαιολογίες» του Γκουαρντιόλα