Η Ευρώπη πρέπει να πληρώσει για να εισάγει υγροποιημένο φυσικό αέριο, να προσευχηθεί για έναν ήπιο χειμώνα και να μειώσει τη ζήτηση ενέργειας, καθώς τυχόν σαμποτάζ στις υποδομές ή ακόμη μεγαλύτερες περικοπές στις ρωσικές προμήθειες θα καταστήσουν σχεδόν αναπόφευκτες τις διακοπές ρεύματος.

Αυτό σημειώνει σε ανάλυσή του το Reuters, με φόντο τις τελευταίες εξελίξεις όσον αφορά τα αλλεπάλληλα πλήγματα που δέχεται η Ευρώπη και κυρίως η ΕΕ από την ενεργειακή κρίση. Την ίδια στιγμή, αναλυτές επισημαίνουν ότι για την  εξομάλυνση της κατάστασης στη γηραιά ήπειρο, όσον αφορά την ενέργεια, μπορεί να χρειαστούν ακόμα και 5 έως 10 χρόνια.

Η μεγάλη πρόκληση

Ακόμα και αν η Ευρώπη καταφέρει να παραμείνει ζεστή και να κρατήσει τα φώτα αναμμένα αυτόν τον χειμώνα, θα έχει μπροστά της μία πολύ μεγαλύτερη πρόκληση: Να γεμίσει ξανά τις δεξαμενές αποθήκευσης φυσικού αερίου, που θα έχουν αδειάσει ως τον επόμενο χειμώνα.

Άλλωστε παρά το γεγονός ότι οι δεξαμενές αποθήκευσης είναι γεμάτες σε ποσοστό άνω του 80%, η διακοπή της μεταφοράς αερίου μέσω του Nord Stream δημιουργεί ένα μικρό κενό, παρά τις αυξημένες προμήθειες από αλλού.

Οι αναλυτές υπολογίζουν το έλλειμμα φυσικού αερίου σε σχεδόν 15% της μέσης ευρωπαϊκής ζήτησης το χειμώνα, πράγμα που σημαίνει ότι η ήπειρος πρέπει να μειώσει την κατανάλωση για να μην εξαντληθούν τα αποθέματα μεσούντος του χειμώνα.

Εκτινάχθηκε η κατανάλωση αερίου

Ήδη στη Γερμανία η κατανάλωση αερίου εκτινάχθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου στο υψηλότερο επίπεδο από τον Μάρτιο λόγω της απότομης πτώσης της θερμοκρασίας, με τη ζήτηση να είναι περίπου 14% πάνω από τον μέσο όρο τετραετίας 2018-2022.

Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης και ένας από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς ρωσικού φυσικού αερίου στην ήπειρο, είναι περισσότερο εκτεθειμένη στη διακοπή του εφοδιασμού και γι’ αυτόν τον λόγο έχει επιδιώξει να αναπτύξει σχέδια προστασίας των βιομηχανιών και των καταναλωτών της. Το τελευταίο όμως πακέτο που εξαγγέλθηκε, ύψους 200 δις ευρώ, έχει προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις εκ μέρους των υπολοίπων κρατών – μελών της ΕΕ, που κατηγορούν το Βερολίνο για αθέμιτο ανταγωνισμό.

Στο μεταξύ, η καταστροφή των αγωγών φυσικού αερίου Nord Stream 1 και 2 από μια επιχείρηση σαμποτάζ οδήγησε σε οριστική διακοπή των ροών αλλά και ήρε οποιαδήποτε πιθανότητα επανεκκίνησης των αποστολών φυσικού αερίου μέσω του εν λόγω διαδρόμου.

Και η κατάσταση θα μπορούσε να γίνει ακόμα χειρότερη, αν η Μόσχα επιβάλει κυρώσεις στην ουκρανική ενεργειακή εταιρεία Naftogaz, κλείνοντας μία από τις τελευταίες λειτουργικές οδούς ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.

Στο «κυνήγι» του LNG

Προσπαθώντας να διαφοροποιήσει τις πηγές ενεργειακού εφοδιασμού της, η Ευρώπη έχει αυξήσει τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και έχει επεκτείνει τις απαραίτητες υποδομές. Όμως η Ένωση πρέπει τώρα να ανταγωνιστεί στην παγκόσμια αγορά για την εξασφάλιση των απαραίτητων ποσοτήτων, σε μια εποχή μάλιστα που η ζήτηση στην Ασία έχει αυξηθεί λόγω των καιρικών συνθηκών που επικρατούν εκεί.

Έτσι, οι τιμές παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, παρά το γεγονός ότι έχουν αποκλιμακωθεί σε σχέση με τα ρεκόρ της Άνοιξης, λίγο μετά την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία. Η τιμή χονδρικής πώλησης του ολλανδικού φυσικού αερίου, του ευρωπαϊκού δείκτη αναφοράς, εξακολουθεί να είναι περίπου 80% υψηλότερη από ό,τι πέρυσι τέτοια εποχή.

Η Refinitiv εκτιμά ότι η βορειοδυτική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, θα μπορούσε να εισάγει 18 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (bcm) περισσότερο LNG αυτό το χειμώνα, ανεβάζοντας τις εισαγωγές σε 52 bcm φέτος, 5,5% υψηλότερα από πέρυσι.

Οι προμήθειες φυσικού αερίου μέσω αγωγών έχουν επίσης αυξηθεί από το Αζερμπαϊτζάν, τη Βόρεια Αφρική και τη Νορβηγία, αλλά παραμένουν πολύ κάτω από αυτές που παρείχε μέχρι πέρσι η Ρωσία.

Μαζί, οι αγωγοί Nord Stream έχουν συνδυασμένη χωρητικότητα 110 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως και θα κάλυπταν πάνω από το 30% της συνολικής ευρωπαϊκής ζήτησης φυσικού αερίου εάν λειτουργούσαν σε πλήρη δυναμικότητα, ανέφερε η Bank of America.

Έλλειμμα

Προς το παρόν, η Μόσχα παραδίδει 86 εκατομμύρια κυβικά μέτρα (mcm) ημερησίως στη βορειοδυτική Ευρώπη μέσω της Πολωνίας και της Ουκρανίας, σε σύγκριση με μέσο όρο 360 mcm/ημέρα πέρυσι, καταγράφοντας μείωση 76%, ανέφεραν οι αναλυτές της Bernstein.

Εάν η προσφορά διατηρηθεί στα σημερινά επίπεδα, η Ευρώπη αντιμετωπίζει έλλειμμα 155 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων/ημέρα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Bernstein, με βάση τη μέση ημερήσια ζήτηση στη βορειοδυτική Ευρώπη για την περίοδο Σεπτεμβρίου-Μαρτίου από το 2017 έως το 2021, η οποία ανερχόταν σε 930 mcm.

Οι χώρες της ΕΕ έχουν συμφωνήσει να μειώσουν τη ζήτηση έως και 15% ή κατά συνολικά 50 δισ. κ.μ. αυτόν τον χειμώνα. Όμως ακόμα και αν πετύχουν αυτόν τον στόχο, η Ένωση θα πρέπει να επιδοθεί σε «αγώνα δρόμου» προκειμένου να γεμίσει ξανά τις δεξαμενές της εν όψει του επόμενου χειμώνα.

Ο κίνδυνος η μείωση της προσφοράς αερίου να μειωθεί ταχύτερα από την ζήτηση, είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτός.

Ήδη η ευρωπαϊκή βιομηχανική ζήτηση φυσικού αερίου έχει μειωθεί καθώς οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου οδήγησαν τα εργοστάσια σε ενεργοβόρους τομείς όπως το αλουμίνιο, ο χάλυβας και η αμμωνία, να σταματήσουν την παραγωγή. Αλλά ο Ομοσπονδιακός Οργανισμός Δικτύων της Γερμανίας, ο οποίος θα ήταν υπεύθυνος για τη διανομή του φυσικού αερίου σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης εφοδιασμού, δήλωσε ότι η κατανάλωση των νοικοκυριών είναι πολύ υψηλή για να είναι βιώσιμη.

Εφιάλτης για 5 έως 10 χρόνια

Ένα ακόμη ζήτημα είναι ότι η γήρανση των πυρηνικών εργοστασίων και οι δυσκολίες ψύξης των αντιδραστήρων κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής ξηρασίας έχουν μειώσει τη παραγωγή πυρηνικής ενέργειας στη Γαλλία, με αλυσιδωτές επιπτώσεις.

Η Refinitiv εκτιμά ότι η προκύπτουσα ζήτηση φυσικού αερίου για ενέργεια μεταξύ των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας θα μπορούσε να είναι 30% υψηλότερη φέτος σε σχέση με πέρυσι.

Η Βρετανία, η οποία μπορεί να εισάγει ενέργεια από την Ευρώπη, έχει επίσης προειδοποιήσει για διακοπές ρεύματος αυτό το χειμώνα λόγω των ελλείψεων στη γηραιά ήπειρο.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, για την εξομάλυνση της κατάστασης ενδέχεται να απαιτηθούν αρκετά χρόνια. Ο Francisco Blanch, αναλυτής της Bank of America, εκτίμησε ότι η ομαλοποίηση των τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα μπορούσε να διαρκέσει πέντε έως δέκα χρόνια.

«Η Ευρώπη θα πρέπει να συνεχίσει να πληρώνει ακριβότερα για το φυσικό αέριο και να προσεύχεται για θερμότερο καιρό», δήλωσε.

Πηγή ΟΤ