«Είσαστε ωραίοι!»
Δυστυχώς, για όλους μας, δε ζούμε μόνοι μας στη γη...
[…]
Χρόνια τώρα η ηγεσία αυτής της χώρας ασχολείται με το να εξυμνεί και να κολακεύει τον υπέροχο λαό της. Κάθε ελάττωμά του γίνεται προτέρημα. Κάθε αδυναμία του εξιδανικεύεται. Τα λάθη του δεν του ανήκουν. Πάντα φταίνε οι ξένοι για όλες του τις ατυχίες. Είναι ο εκλεκτός, ο περιούσιος λαός, ο ξύπνιος, ο πολυμήχανος, ο φιλότιμος, ο αγνός κλπ, κλπ. Και ό,τι του αρέσει, αυτό είναι το σωστό και το τέλειο (ή τσιφτετέλειο).
Η παράδοση του λαϊκισμού –που μας συνοδεύει από το ’21 και πέρα– τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μάστιγα. Με αποτέλεσμα, φυσικό και αναπότρεπτο, να μη νιώθει ο λαός αυτός κανένα λόγο να κινητοποιηθεί για κάτι. Εκτός από το να εισπράξει αυτά που δικαιωματικά του ανήκουν – ακόμα κι όταν δεν τα παράγει. Γιατί πες-πες έφτασε ο Έλληνας να πιστεύει πως είναι τόσο σπουδαίος, που δικαιούται να σιτίζεται δωρεάν στο Πρυτανείο.
Έτσι, μόνο διεκδικητικές (και συντεχνιακές) είναι οι κινητοποιήσεις του. Πιστεύει πως το κράτος τού χρωστάει τα πάντα. Ένα δίπλωμα ανώτατης σχολής (χωρίς πολλά διαβάσματα), μια καλή αργομισθία με κατοχυρωμένη μονιμότητα, μια δεύτερη δουλειά με κατοχυρωμένη φοροδιαφυγή, περίθαλψη, σύνταξη, άφθονες διακοπές και αργίες. Στον «αυτοδημιούργητο» (σε κάθε τομέα) άνθρωπο, που ήταν το ιδανικό της αστικής κοινωνίας, εμείς αντιπροτείνουμε τον «κρατικοποιημένο» άνθρωπο – δημόσιο υπάλληλο.
Πράγματι η παλιά –αλίμονο αστική!– νοοτροπία ήταν διαφορετική. «Τα αγαθά κόποις κτώνται» έλεγαν τότε – και δούλευαν σκληρά για να τα αποκτήσουν. Η κυρίαρχη ιδεολογία δεν ήταν η συνεχής αυτοκολακεία, αλλά ακριβώς το αντίθετο: το μόνιμο ανικανοποίητο του πουριτανού. Τίποτα δεν ήταν αρκετό ή αρκετά καλό ή ολοκληρωμένο.
Εμείς, απορρίπτοντας τις αξίες της αστικής τάξης (την οποία ποτέ δεν γνωρίσαμε πραγματικά σ’ αυτή τη χώρα) φτάσαμε στο άλλο άκρο: στην αδράνεια. Σύμφωνοι – να μην είμαστε σκληρά ανταγωνιστικοί, αλλά τουλάχιστον αγωνιστικοί…
Αλίμονο! Νανουρισμένοι, υπνωτισμένοι από τον λαϊκίστικο έπαινο, δεν νιώθουμε καμιά ανάγκη για τίποτα. «Είσαστε ωραίοι!» μας φωνάζουν οι αρχηγοί μας – κι εμείς κοιταζόμαστε στον καθρέφτη και βρίσκουμε πως, ναι, πραγματικά, είμαστε ωραίοι.
Έτσι ο λαϊκισμός γίνεται η πρώτη (και κύρια) ψυχολογική αιτία της στασιμότητας. Στον παλιό αστικό κόσμο του «δέοντος», του «καθήκοντος», του «πρέπει» αντιπαραθέτει έναν κόσμο ναρκισσιστικής αυτάρκειας και χαλάρωσης. Η ένταση ανάμεσα στο «δεν» και στο «είναι» που οδηγούσε τους αστούς στη νεύρωση –αλλά και στη δημιουργία– δεν υπάρχει πια. Ίσως να είμαστε υγιέστεροι… Αλλά και πολύ πιο φτωχοί.
Τελικά αυτό είναι το πρόβλημά μας. Το οποίο δεν λύνεται με κανενός είδους «μέτρα» (υπάρχουν μέτρα λιτότητος – όχι όμως «μέτρα δημιουργίας»!). Φτωχαίνουμε λοιπόν, και θα φτωχαίνουμε εκτός (πράγμα απίθανο) κι αν αλλάξουμε ριζικά νοοτροπία.
Κι όλα αυτά δεν θα πείραζαν καθόλου, αν ζούσαμε μόνοι μας στη γη. Όμως βρισκόμαστε σ’ έναν κόσμο σκληρό, ανταγωνιστικό, όπου οι άλλοι λαοί, καθόλου ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους (ίσως επειδή είναι κουτόφραγκοι), συνεχώς κινούνται και προσπαθούν. Δημιουργούν, χτίζουν, παράγουν, εφευρίσκουν, επινοούν.
Και μας αφήνουν πίσω. Να χαμογελάμε μακάριοι, ακούγοντας τον λιβανωτό των εκμαυλιστών μας. […]
Όσα διαβάσατε ανωτέρω είναι απόσπασμα από κείμενο του Νίκου Δήμου με τίτλο «Λαϊκισμός και τέλμα» (είχε δημοσιευτεί στη εφημερίδα «Το Βήμα» στις 20 Οκτωβρίου 1985).
Όσα διημείφθησαν πριν από λίγες ώρες στη Βουλή, με αφορμή επίκαιρη ερώτηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς τον πρωθυπουργό, συνιστούν μια ακόμα απόδειξη τού ότι η λαϊκιστική πολιτική, ο λαϊκιστικός λόγος, εξακολουθεί και σήμερα να κυριαρχεί στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή, να αποτελεί τη βασική αιτία στασιμότητας στη χώρα μας.
Οι δύο πολιτικοί ηγέτες, ο νυν και ο τέως πρωθυπουργός, άλλη μια φορά, περιορίστηκαν σε μια ανούσια ανταλλαγή πυρών, αυτήν τη φορά με αντικείμενο τα μέτρα προστασίας των πολιτών από την ακρίβεια και την αισχροκέρδεια.
Αν έπρεπε να συνοψίσουμε τις ομιλίες και των δύο σε μία και μόνο πρόταση, αυτή θα ήταν η εξής: όλα κακώς καμωμένα από τους πολιτικούς αντιπάλους, όλα καλώς καμωμένα από εμάς και από τον –υπέροχο κατά Δήμου– ελληνικό λαό.
Στο επίκεντρο των λόγων τους, η ναρκισσιστική αυτάρκεια, η αυτοκολακεία, ο έπαινος των πολιτών-πελατών.
Πέραν τούτων ουδέν.
Τα σημαντικά, τα ουσιώδη, και πάλι στο περιθώριο.
Ούτε κουβέντα για αλλαγή νοοτροπίας, για σκληρή δουλειά, για κινητοποίηση των πραγματικά δημιουργικών δυνάμεων του τόπου.
Καμία αναφορά –ακόμα και από τον αστικής καταγωγής πρωθυπουργό– στο «δέον», στο «καθήκον», στο «πρέπει», στα ιδανικά και τις αξίες της δαιμονοποιημένης αστικής κοινωνίας, την οποία υπερασπίζεται με τόλμη ο Δήμου.
«Είσαστε ωραίοι!» μας φωνάζουν και σήμερα οι αρχηγοί μας, κι εμείς κοιταζόμαστε στον καθρέφτη και δεχόμαστε με αυταρέσκεια τη φιλοφρόνησή τους.
Δυστυχώς, για όλους μας, δε ζούμε μόνοι μας στη γη…
- LIVE: Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ – Μπόρνμουθ
- Η αποστολή του Άρη για το παιχνίδι με τον Αστέρα
- Πώς η κλιματική αλλαγή απειλεί τους εργαζόμενους – Απαιτούνται λύσεις
- Βασίλης Καρράς: Τι αποκαλύπτει ο βιογράφος του τραγουδιστή έναν χρόνο από τον θάνατο του
- Τα είχα χαμένα! Ο Ρέιφ Φάινς για τη συνεργασία του με τη Τζένιφερ Λόπεζ
- Κουκουβάγια «προσγειώθηκε» στην κορυφή χριστουγεννιάτικου δέντρου – Μπήκε από την καμινάδα