Η Ευρώπη αρχίζει και βλέπει την Κίνα ως αντίπαλο
Την ώρα που στην Κίνα επικυρώνεται η κυριαρχία του Σι Τζινπίνγκ, η Ευρώπη αρχίζει και βλέπει την Κίνα ως έναν ανταγωνιστή και τελικά αντίπαλο
- Η τηλεθέαση του debate ΣΥΡΙΖΑ – Ελπίδες για τη συμμετοχή στην κάλπη της Κυριακής – Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
Για πολλά χρόνια η Δύση είδε την Κίνα ως αναπόσπαστο κομμάτι της παγκοσμιοποίησης. Άλλωστε, η τελευταία, ως ιστορική τάση, προϋπέθεσε ακριβώς ότι χώρες όπως η Κίνα ανέλαβαν μεγάλο μέρος της μεταποιητικής δραστηριότητας των μεγάλων δυτικών πολυεθνικών ομίλων που αναζητούσαν περιοχές με χαμηλότερο κόστος εργασίας και μικρότερο βαθμό ρύθμισης.
Ακόμη περισσότερο για αρκετό διάστημα η Δύση δεν είδε θετικά μόνο τις δυνατότητες να παράγει στα κινεζικά εργοστάσια, αλλά και τον τρόπο που η Κίνα μετατράπηκε σε επενδυτή, είτε αγοράζοντας μεγάλους όγκους δυτικού δημοσίου χρέους, είτε προχωρώντας και σε άμεσες επενδύσεις εκτός συνόρων. Για την ακρίβεια για σημαντικό διάστημα υπήρχε και προσπάθεια προσέλκυσης των κινεζικών επενδύσεων από διάφορες πλευρές.
Επιπλέον, οι ταχύτατοι ρυθμοί ανάπτυξης που για μεγάλο διάστημα διατήρησε η κινεζική οικονομία, αποτέλεσαν και βασική παράμετρο της διατήρησης και αναπτυξιακών ρυθμών σε διάφορες στιγμές.
Προφανώς και παράπονα υπήρχαν – κυρίως για το πώς ενώ η Κίνα διεκδικούσε μερίδια σημαντικά σε άλλες αγορές δεν άνοιγε στον ίδιο βαθμό τη δική της αγορά, όμως αυτή η σχέση θεωρήθηκε για μεγάλο διάστημα αμοιβαία επωφελής.
Η αλλαγή τόνου
Η αλλαγή τόνου άρχισε να γίνεται εμφανής στο δεύτερο μισό της προηγούμενης δεκαετίας, όταν και η Ευρώπη άρχισε να γίνεται πιο επιφυλακτική απέναντι στην Κίνα. Είχαν ήδη προηγηθεί οι ΗΠΑ που σταδιακά άρχισαν να βλέπουν ολοένα και περισσότερο την Κίνα ως ανταγωνιστή και δυνητικά αντίπαλο και άρχισαν να στοχοποιούν διάφορες κινεζικής επιχειρήσεις υποστηρίζοντας ότι το να αναλάβουν τμήματα των υποδομών σε δυτικές χώρες θα αποτελεί απειλή για την ασφάλειά τους.
Στην Ευρώπη αυτό θα πάρει τη μορφή της προσπάθειας να αποκλειστούν οι κινεζικές εταιρείες από τους διαγωνισμούς για την αναβάθμιση των δικτύων τηλεπικοινωνιών και το πέρασμα στα δίκτυα 5G ή τις επικρίσεις σε βάρος χωρών που είχαν έργα που εντάσσονταν στο ευρύτερο πεδίο της στρατηγικής «μία ζώνη, ένας δρόμος».
Από την άλλη, όμως, η Ευρώπη δεν επέλεξε τότε τη στρατηγική του «εμπορικού πολέμου» που πρόκρινε η κυβέρνηση Μπάιντεν, αλλά αντίθετα επέμεινε στην προσπάθεια να συναφθεί τελικά συμφωνία για τις επενδύσεις με την Κίνα.
Ωστόσο, σταδιακά ο τόνος άρχισε να γίνεται πιο επικριτικός. Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι ακόμη και στη διαπραγμάτευση για τη συμφωνία για τις επενδύσεις οι μεγαλύτερες ενστάσεις αφορούσαν το εάν θα συμπεριληφθούν και ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς υπήρχαν αρκετές φωνές που επέμεναν ότι π.χ. προϊόντα που παράγονταν στις περιοχές των Ουιγούρων υπό συνθήκες εξαναγκαστικής εργασίας δεν μπορούν να συμπεριλαμβάνονται στη συμφωνία ή να έχουν ευνοϊκό καθεστώς.
Η νέα διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη Δύση και την Κίνα
Ήδη πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο στις διεθνείς σχέσεις που όριζε με πολύ πιο έντονο τρόπο μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη Δύση από τη μια, τη Ρωσία και την Κίνα από την άλλη. Ήταν αυτό που παρουσιάστηκε ως η διαφορά ανάμεσα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες και τα «αυταρχικά καθεστώτα».
Ο πόλεμος στην Ουκρανία επιτάχυνε αυτές τις τάσεις, καθώς η Κίνα δεν έκρυψε ότι στέκεται στο πλευρό της Ρωσίας, ενώ ταυτόχρονα έκανε σαφείς τις διαχωριστικές γραμμές που υπάρχουν στο σύγχρονο κόσμο, επιταχύνοντας την πολύ σαφέστερη ένταξη της Ευρώπης στο στρατηγικό πλέγμα του ΝΑΤΟ, χωρίς κάποια διεκδίκηση ιδιαίτερης Ευρωπαϊκής οπτικής.
Οι εφοδιαστικές αλυσίδες και οι νέες διαιρέσεις
Η περίοδος της πανδημίας έχει δείξει πόσο ευάλωτες και αντιφατικές είναι σήμερα οι εφοδιαστικές αλυσίδες και πόσο κομβικός παραμένει ο ρόλος της Κίνας σε αυτές. Από τις μάσκες και τον προστατευτικό εξοπλισμό μέχρι τα ηλεκτρονικά προϊόντα.
Αυτό σημαίνει ότι η Κίνα, που επενδύει ιδιαίτερα στην τεχνολογική της ανάπτυξη, αποκτά και ιδιαίτερα σημαντικό έλεγχο σε αυτές τις εφοδιαστικές αλυσίδες, άρα και συνολικά στην παγκόσμια οικονομία.
Και εδώ οι ΗΠΑ ήταν οι πρώτες που προσπάθησαν να απαντήσουν σε αυτό, ταυτόχρονα με την προσπάθειά τους να υπονομεύσουν τη δυνατότητα της Κίνας να παραμένει στην τεχνολογική πρωτοπορία. Αυτό φάνηκε από την απόφασή τους να επιβάλουν εμπάργκο στις πωλήσεις μικροτσίπ τελευταίας γενιάς στην Κίνα, αλλά και της απαγόρευσης να αγοράζει η Κίνα τον εξοπλισμό για την παραγωγή αυτών των μικροτσιπ.
Η Ευρώπη σκληραίνει τη στάση της
Τώρα είναι η σειρά της Ευρώπης να σκληρύνει τη στάση της. Αυτή φαίνεται να είναι η σύσταση που κάνει ένα έγγραφο που έχει προετοιμαστεί από την αρμόδια υπηρεσία της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική.
Το έγγραφο υποστηρίζει ότι η ΕΕ πρέπει να συνεργαστεί πιο στενά με τις ΗΠΑ, να ενισχύσει τις άμυνές της απέναντι στις απειλές της στον κυβερνοχώρο και τις υβριδικές απειλές, να αποκτήσουν πιο διαφοροποιημένες εφοδιαστικές αλυσίδες που να μην περιλαμβάνουν την Κίνα και να βαθύνουν τις σχέσεις τους με άλλες χώρες του Ινδο-Ειρηνικού.
Η βασική θέση του σχετικού έγγραφου, που έφεραν στη δημοσιότητα οι Financial Times είναι ότι «η Κίνα έχει γίνει ένας ακόμη πιο ισχυρός παγκόσμιος ανταγωνιστής για την ΕΕ, τις ΗΠΑ και άλλου εταίρους με ανάλογες απόψεις». Η βασική παραδοχή είναι ότι «η Κίνα δεν πρόκειται να αλλάξει» ότι άρα θα μεγαλώσει η απόσταση ανάμεσα στις κινεζικές θέσεις και τις ευρωπαϊκές.
Το έγγραφο επισημαίνει την υποστήριξη της Κίνας στη Ρωσία και την εισβολή στην Ουκρανία, τις απειλές της απέναντι στην Ταϊβάν, τον τρόπο που περιορίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Χονγκ Κονγκ και τον τρόπο που αντιμετωπίζει την μειονότητα των Ουιγούρων ως εξελίξεις που επιβάλλουν την αναθεώρηση της ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι στην Κίνα.
Ακολουθώντας το παράδειγμα των ΗΠΑ
Δεν είναι τυχαία η χρονική σύμπτωση με την ανακοίνωση της νέας Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας των ΗΠΑ που αναβαθμίζει τη σημασία της αντιμετώπισης του ανταγωνισμού που αποτελεί η Κίνα.
Παρότι η νέα στρατηγική επισημαίνει την συμπόρευση ανάμεσα στη Ρωσία και την Κίνα αποφεύγει να τις ταυτίσει ή να προτείνει την ίδια την αντιμετώπιση.
Έτσι για τη Ρωσία η επιλογή να «περιοριστεί μια ακόμη βαθιά επικίνδυνη Ρωσία», ενώ για την Κίνα ο στόχος παραμένει να διατηρήσουν οι ΗΠΑ ένα διαρκές στρατηγικό πλεονέκτημα.
Ωστόσο, η περιγραφή της Κίνας που κάνει η νέα στρατηγική κάνει σαφές ότι οι ΗΠΑ βλέπουν στον ορίζοντα την Κίνα ως τον βασικό αντίπαλο ανεξαρτήτως του εάν προκρίνουν την αντιπαράθεση με τη Ρωσία: «Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι ο μόνος ανταγωνιστής που έχει τόσο την πρόθεση να αναμορφώσει την διεθνή τάξη και ολοένα και περισσότερο την οικονομική, διπλωματική, στρατιωτική και τεχνολογική δύναμη να το κάνει».
Και παρότι εξακολουθεί να περιλαμβάνει τομείς συνεργασίας όπως για παράδειγμα στα ζητήματα του κλίματος, των πανδημιών και της μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων, εντούτοις είναι σαφής η ολοένα κι πιο συγκρουσιακή τροχιά.
Ο «ευρωπαϊκός δρόμος» γίνεται «δυτικός δρόμος»
Όλα αυτά παραπέμπουν και σε μια ακόμη μετατόπιση που έχει γίνει ιδιαίτερα φανερή και σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Παρότι στην τελευταία φάση του προηγούμενου Ψυχρού Πολέμου η ευρωπαϊκή ενοποίηση είχε παρουσιαστεί και ως αναγκαία συνθήκη για την ανάδειξη μιας σχετικά αυτόνομης ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στον ανταγωνισμό των τότε δύο υπερδυνάμεων, στοιχείο που ως ανεξαρτησία απέναντι στις ΗΠΑ επανήλθε εν μέρει γύρω από την εισβολή στο Ιράκ το 2003, πλέον η ευρωπαϊκή πολιτική ορίζεται σχεδόν αποκλειστικά με όρους συστράτευσης με τη Δύση, δηλαδή με το σύνολο χωρών που ορίζεται από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, τις χώρες του G7 και τους συμμάχους των ΗΠΑ στον Ινδοειρηνικό.
Η Κίνα ετοιμάζεται για εντονότερη αντιπαράθεση
Την αίσθηση ότι ο κόσμος έχει μπει σε μια τροχιά εντονότερων διαιρέσεων και συγκρούσεων έδωσε και η ομιλία του Σι Τζινπίνγκ στο 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας.
Ο Σι υπερασπίστηκε την ηγεσία του ως προς την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας και των κρίσιμων συμφερόντων της χώρας του και εμμέσως πλην σαφώς κατηγόρησε τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους για «ηγεμονισμό», ενώ επιβεβαίωσε την επιμονή στον στόχο να ενσωματωθεί η Ταϊβάν στην Κίνα.
Δεν ήταν τυχαίο πάντως ότι κάλεσε την κομματική ηγεσία «να είναι έτοιμη να αντέξει δυνατούς ανέμους, ταραγμένα νερά και ακόμη και επικίνδυνες θύελλες».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις