Περί κριτικής…
Το σίγουρο είναι ότι το Διαδίκτυο έχει πράγματι επιβάλει μια μορφή δημοκρατίας (ή μήπως η σωστή λέξη είναι δικτατορίας;) κάτω από την ομπρέλα της οποίας, όπως όλοι πολύ καλά γνωρίζουμε, ο καθείς και από το πουθενά μπορεί να εκφραστεί επί παντός επιστητού και μάλιστα να αποκτήσει «ακολούθους»
- Η τηλεθέαση του debate ΣΥΡΙΖΑ – Ελπίδες για τη συμμετοχή στην κάλπη της Κυριακής – Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
Εδώ και χρόνια ζούμε σε μια εποχή που εξαιτίας της νέας πραγματικότητας που έχει επιβληθεί από το Διαδίκτυο, ο κριτικός λόγος φαίνεται να έχει χάσει την παλιά δύναμη και αίγλη του. «Ολοι μπορούν να γίνουν κριτικοί» άκουσα για πρώτη φορά να λέγεται δημοσίως και μάλιστα από συνάδελφο κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου που πριν από λίγο καιρό έδωσε ο αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης Τζον Μάλκοβιτς με αφορμή την παράσταση «The Music Critic» στο Θέατρο Ηρώδου Αττικού. Παίρνοντας τον λόγο, ο Μάλκοβιτς, παρότι ο ίδιος κατά τη διάρκεια της καριέρας του έχει δεχθεί άκρως σκληρές κριτικές (μάλιστα, ο σπόρος της ίδιας της παράστασης που έδωσε στο Ηρώδειο βρίσκεται σε μια κριτική απέναντι σε δική του δουλειά), φάνηκε ειλικρινά στενοχωρημένος για την «αποδυνάμωση του κριτικού λόγου εξαιτίας αυτής της κατάστασης».
Οφείλω δε να ομολογήσω ότι η ίδια σκέψη έχει κατά καιρούς περάσει από το μυαλό μου, χωρίς ωστόσο να έχω μπορέσει να καταλήξω κάπου συγκεκριμένα. Το σίγουρο είναι ότι το Διαδίκτυο έχει πράγματι επιβάλει μια μορφή δημοκρατίας (ή μήπως η σωστή λέξη είναι δικτατορίας;) κάτω από την ομπρέλα της οποίας, όπως όλοι πολύ καλά γνωρίζουμε, ο καθείς και από το πουθενά μπορεί να εκφραστεί επί παντός επιστητού και μάλιστα να αποκτήσει «ακολούθους». Ομως θα ήμουν πραγματικά ευτυχής αν είχα προλάβει να ρωτήσω τον Μάλκοβιτς (γιατί δυστυχώς δεν μου δόθηκε η ευκαιρία) εκείνος ως καλλιτέχνης πού θα έδινε περισσότερη σημασία διαβάζοντας κάτι για κάποια δουλειά του: στο tweet ενός αγνώστου που θα μιλούσε με μια φράση για το αν του άρεσε ή όχι μια παράσταση, ή σε μια εμπεριστατωμένη κριτική ανάλυση από κάποιον ειδικό σε ένα έντυπο, όπως π.χ. οι «New York Times» ή οι «Los Angeles Times»; Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα απαντούσε. Μπορεί να έδινε βάρος και στα δύο, ίσως επειδή ως καλλιτέχνης αλλά και ως έμπορος της δουλειάς του οφείλει να τα έχει καλά και με τους δύο. Μέσα του όμως πού θα εστίαζε περισσότερο;
Ανέκαθεν πίστευα ότι κάθε κριτικός (και όχι μόνο του κινηματογράφου) οφείλει να μη σκέφτεται τους «άλλους κριτικούς» που θα τον διαβάσουν (ή δεν θα τον διαβάσουν) παρά μόνο τον αναγνώστη στον οποίον απευθύνεται.
Ενας από αυτούς τους κριτικούς είναι ο Χρήστος Μήτσης, υπεύθυνος των κινηματογραφικών θεμάτων και της στήλης της κριτικής κινηματογράφου γνωστού αθηναϊκού περιοδικού-οδηγού ψυχαγωγίας, ο οποίος έχει στο παρελθόν υπάρξει συνεργάτης μου και δεν σταμάτησε ποτέ να είναι φίλος. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, συνδυάζοντας την οπτική του κριτικού με τις γνώσεις του ιστορικού του κινηματογράφου, ή ακόμα και της κοινωνιολογίας, αλλά χωρίς την επιστημονική ταυτότητα του όρου, έχει εδώ και μερικά χρόνια καταφέρει να μετατρέψει τα σεμινάρια για τον κινηματογράφο που δίνει στην «Ανοιχτή Τέχνη» στο Σύνταγμα σε μικρές απολαύσεις για όσους τα παρακολουθούν. Εχοντας πάρει μια ιδέα τού πώς περίπου χειρίζεται τα θέματά του, ακόμα κι εγώ θα ήθελα, αν ο χρόνος μού το επέτρεπε, να καθόμουν να τον ακούσω ανάμεσα στους «μαθητές» του. Γιατί το όπλο του είναι κυρίως η οπτική του απλού κινηματογραφόφιλου, του ανθρώπου δηλαδή που βάζει τον εαυτό του στη θέση εκείνων που τον παρακολουθούν.
Σε μια εποχή λοιπόν που καλώς ή κακώς όλοι μπορούν και κυκλοφορούν με την «ταυτότητα» του ειδικού, κάποιοι, με όποιον τρόπο μπορούν, βάζουν κάπως τα πράγματα στη θέση τους. Μπορεί να μην κερδίσουν τελικά τίποτα, μπορεί και αυτούς να τους «φάει η μαρμάγκα» του διαδικτυακού πυρετού και της παντογνωσίας των ασχέτων (πώς λέμε το σάπιο μήλο μολύνει όλα τα υπόλοιπα;) πάντως το γεγονός είναι ότι ο χ-ψ «tweet-εράκιας απόψεων» δεν θα μπορούσε να κάνει αυτό που κάνει ο Μήτσης.
Οχι, δεν μπορούν να γίνουν όλοι κριτικοί γιατί η κριτική ήταν, είναι και θα παραμείνει μια επαγγελματική δουλειά και όχι η έκφραση ενός καπρίτσιου επειδή το Ιnternet έχει διευκολύνει τον δημόσιο λόγο. Ολα αυτά βέβαια για τους σκεπτόμενους ανθρώπους και όχι τους συνθηματολόγους που αρκούνται στα πυροτεχνήματα του λόγου ή στην ευκολία τού «μου άρεσε/δεν μου άρεσε»· εκείνους που ικανοποιούνται απλώς από τα αστεράκια των κριτικών στην αξιολόγηση των επιλογών τους, χωρίς να έχουν κάνει τον κόπο να διαβάσουν ένα κείμενο και να δουν πώς υποστηρίζονται αυτά τα αστεράκια. Ακόμα και αν το κοινό των συνθηματολόγων φαίνεται να είναι η πλειονότητα, δεν πειράζει· η μειοψηφία άλλωστε τις περισσότερες φορές έκανε, κάνει και θα κάνει τη διαφορά.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις