Νίκος Εγγονόπουλος: Η διά του έργου λογοδοσία
Άνθρωπος του μόχθου και των υψηλών στόχων, δίδασκε με ευγένεια, έπειθε με χάρη
[…]
«Ποτέ δεν μ’ ενδιέφεραν η φήμη, η δόξα», γράφει ο Εγγονόπουλος. «Μόνος πόθος μου: να περνώ πάντα απαρατήρητος, αν δεν το μπορούσα ευχάριστος, ανάμεσα στους συγκαιρινούς μου συνοδίτας».
Ο Εγγονόπουλος έμοιαζε να έχει υπερβολικά έντονη την αίσθηση του μέτρου και του περιττού, των περιττών κινήσεων κι εκδηλώσεων. Άνθρωπος του μόχθου και των υψηλών στόχων, συμμετείχε σ’ αυτό που αποκαλούμε «καθημερινότητα» με τη δουλειά του, με το έργο του, αποφεύγοντας κοσμικότητες, κοινωνική προβολή. Ήταν αφιερωμένος ολόκληρος στην καλλιτεχνική δημιουργία.
[…]
Η τέχνη του –η ζωγραφική και η ποίηση–, την οποία υπηρετούσε με ασύλληπτη επιμονή κι εργατικότητα, απαιτούσε ένα χώρο ενιαίο κι αδιάσπαστο: το εργαστήρι του, την πόλη του, τις οικείες του γωνιές, όπου έστηνε μεθοδικά, σαν σκηνοθέτης, τον κόσμο του μέσα στους πίνακες και τα «τραγούδια» του, όπως ονόμαζε τα ποιήματά του.
[…]
Ήταν μοναχικός, μα όχι απρόσιτος. Αγαπούσε τους ταπεινούς, απέφευγε τους ματαιόδοξους, τους επηρμένους. Απών ήταν για την κοινωνική ζωή, μα όχι για τους μαθητές και φίλους του. Γι’ αυτούς, ο Εγγονόπουλος ήταν αστείρευτη πηγή γνώσεων, που με τέχνη τις μετέδιδε, διανθίζοντάς τες με το ανεξάντλητο χιούμορ του. Δίδασκε με ευγένεια, έπειθε με χάρη. Πάνω απ’ όλα εχθρευόταν το σχολαστικισμό και την κενοδοξία – «τη βλακεία, που απ’ αυτήν και οι θεοί ηττώνται», καθώς έλεγε. Βαθιά στοχαστικός, με παιδεία στέρεη και πολύπλευρη, απεχθανόταν τους φανατικούς και τον κάθε φανατισμό.
Στην τέχνη, τόσο στη ζωγραφική όσο και στην ποίηση, ο Εγγονόπουλος είχε συνείδηση της αξίας του «υψηλού» και του «ταπεινού». Τους δασκάλους του, τον Παρθένη και τον Κόντογλου, τους περιέβαλλε με ευγνωμοσύνη και αγάπη. Με ανάλογη θέρμη τιμούσε και τους παλιούς ζωγράφους, μελετούσε τα έργα τους, αλλά και τα γραπτά τους για την τέχνη, τα ημερολόγια και τις σημειώσεις τους. Λάτρευε τον Σολωμό και τον Καβάφη, αλλά και τον Μπωντλαίρ, τον Λωτρεαμόν, τον Τρακλ. Διάβαζε τον Όμηρο στο πρωτότυπο. Ιδιαίτερη αδυναμία έτρεφε για τους ανώνυμους τραγουδιστές της δημοτικής μας παράδοσης. Τον έθελγαν οι βυζαντινές ιπποτικές μυθιστορίες με τα εξωτικά –και συνάμα τόσο ελληνικά– τοπία τους και την ιδιόρρυθμη γλώσσα τους. Αγαπούσε το θέατρο σκιών, τον ελληνικό Καραγκιόζη. Σ’ αυτούς τους δασκάλους, επώνυμους και ανώνυμους, διάσημους και άσημους, λογοδοτούσε με το έργο του.
Αν κρατήθηκε με πείσμα έξω από τους κύκλους και τα κέντρα της καλλιτεχνικής ζωής, σ’ ένα δικό του περιθώριο, ήταν γιατί εκεί, καθώς πιστεύω, ένιωθε πιο ασφαλής: εκεί μπορούσε να προστατέψει τις ιδιοφυείς και τολμηρές συλλήψεις του, έξω από την τρέχουσα αγορά αξιών.
[…]
Ο Νίκος Εγγονόπουλος, γνήσιο παιδί του 20ού αιώνα και των προβληματισμών του, που βρίσκονται στη βάση κάθε πρωτοπορίας, δεν διάλεξε τον υπερρεαλισμό ως μιαν απλή σχολή, μια τεχνοτροπία, αλλά ως μια θεωρία επαναστατική και ανατρεπτική για την τέχνη και τη ζωή. Γιατί αληθινό πνεύμα πρωτοπορίας στην τέχνη υπάρχει μόνον εκεί που υπάρχει ηθική εξέγερση του ανθρώπου, κι όχι απλώς μια αισθητική στάση – εκεί που υπάρχει βαθιά η αίσθηση του τραγικού, των αδιεξόδων, και η ανάγκη μεταμόρφωσης του κόσμου.
[…]
Η ζωή είναι σύντομη, η τέχνη μεγάλη, «ατέρμων», «η ατέρμων ζωή». Πόση απ’ αυτήν ακυρώνει ο θάνατος ενός μεγάλου δασκάλου; Πιστεύω πως ο Εγγονόπουλος μάς είπε κάτι πολύ σημαντικό για το λεπτό και πάντα φλέγον αυτό θέμα, με το έργο του, που ήταν και ζωή του.
*Αποσπάσματα από ομιλία της λογοτέχνιδας και ομότιμης καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου για τον Νίκο Εγγονόπουλο. Η ομιλία της, που έφερε τον τίτλο «Νίκος Εγγονόπουλος: Ο Υπερρεαλισμός της ατέρμονος ζωής», είχε εκφωνηθεί στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων στις 28 Νοεμβρίου 1986, στο πλαίσιο εκδήλωσης που είχε διοργανώσει η Εταιρεία Συγγραφέων εις μνήμην του Εγγονόπουλου (υπήρξε μέλος της Εταιρείας).
Ο ζωγράφος και ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1907 και απεβίωσε στις 31 Οκτωβρίου 1985.
*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου εικονίζεται ο πίνακας του Εγγονόπουλου «Ο ποιητής και η μούσα» (ελαιογραφία σε μουσαμά, 1938, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα, πηγή: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο – Περιήγηση στην Τέχνη).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις