Άγγελος Αγγελόπουλος: Η πορεία προς τα Δεκεμβριανά – Οι ευθύνες Ελλήνων και Συμμάχων
Το διάστημα που μεσολάβησε από την Απελευθέρωση έως τα διαβόητα Δεκεμβριανά, μια περίοδος μεγάλων προσδοκιών αλλά και έντονης ανησυχίας
- «Mr Everyman»: Οι 51 άνδρες που καταδικάστηκαν για τους βιασμούς της Ζιζέλ - Γιατί τους ονόμασαν έτσι;
- Νέα επιδείνωση του καιρού με καταιγίδες, θυελλώδεις ανέμους και χιόνια
- Στους 94 έχουν φτάσει οι νεκροί στη Μοζαμβίκη μετά το πέρασμα του κυκλώνα Σίντο
- Οι πρώτες συναντήσεις της συζύγου του αστυνομικού της Βουλής με τις τρεις κόρες της - Τι της είπαν
Ως γνωστόν, στις 12 Οκτωβρίου 1944 αποχώρησαν από την Αθήνα και τα τελευταία γερμανικά στρατεύματα κατοχής, και λίγο αργότερα, στις 18 Οκτωβρίου, αφίχθη στην ελληνική πρωτεύουσα η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 9 Οκτωβρίου 1944, είχε συνομολογηθεί στη Μόσχα η λεγόμενη συμφωνία των ζωνών επιρροής, η οποία έμελλε να αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας για την τύχη της χώρας μας στη μεταπολεμική περίοδο.
Στο διάστημα που μεσολάβησε από την Απελευθέρωση έως τα διαβόητα Δεκεμβριανά, σε εκείνη την περίοδο των μεγάλων προσδοκιών αλλά και της έντονης ανησυχίας, αναφέρεται ο κορυφαίος πνευματικός άνθρωπος, οικονομολόγος και ακαδημαϊκός Άγγελος Θ. Αγγελόπουλος (1904-1995), στο πλαίσιο μιας μακράς συνέντευξης που είχε παραχωρήσει στο διακεκριμένο φιλόλογο, θεολόγο και ιστορικό Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλο σχετικά με την ταραγμένη για την Ελλάδα περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου (η εν λόγω συνέντευξη έλαβε τελικά τη μορφή βιβλίου, που εκδόθηκε το 1994 με τον τίτλο «Από την Κατοχή στον Εμφύλιο», εκδόσεις Παρουσία).
Ιδού λοιπόν πώς απαντά ο Αγγελόπουλος, υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Παπανδρέου (εκπροσωπούσε, μαζί με τον Αλέξανδρο Σβώλο και τον Νικόλαο Ασκούτση, την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, γνωστή ως ΠΕΕΑ), στο ερώτημα που του υποβάλλει ο Δημητρακόπουλος αναφορικά με τα διαδραματισθέντα στο προαναφερθέν κρίσιμο διάστημα και το πώς φθάσαμε στο αιματοκύλισμα του Δεκεμβρίου:
Κανείς μας δεν περίμενε αυτή τη δραματική εξέλιξη. Πράγματι, είχαμε όλοι αποδυθεί σε μια προσπάθεια ανόρθωσης του κράτους από τα τόσα δεινά της Κατοχής και ελπίζαμε σ’ ένα καλύτερο μέλλον. Υπήρχαν όμως και μερικά προβλήματα ουσιώδη για την περαιτέρω πορεία των εθνικών και πολιτικών μας πραγμάτων, που έπρεπε να επιλυθούν. Τα κυριότερα απ’ αυτά ήταν:
α) Το πολιτειακό,
β) Η παραπομπή σε δίκη των συνεργατών των κατακτητών και των δωσιλόγων και
γ) Η συγκρότηση πραγματικού Εθνικού Στρατού και Αστυνομίας, σε συνδυασμό και με την περαιτέρω τύχη των αντιστασιακών οργανώσεων και ιδιαίτερα του ΕΛΑΣ και της Πολιτοφυλακής.
Το πρώτο θέμα είχαμε όλοι συμφωνήσει να λυθεί με ελεύθερο δημοψήφισμα, χωρίς όμως να έχει οριστεί και ο χρόνος διεξαγωγής του. Μάλιστα, είχαμε προβεί και σε κάποιες επαφές και συνεννοήσεις, ώστε ο Γεώργιος να δεσμευτεί ρητά ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει στη χώρα πριν από το δημοψήφισμα και να δεχτεί ν’ αναθέσει την αντιβασιλεία στον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό.
Στο δεύτερο θέμα συμφωνήσαμε η σχετική δίκη να γίνει στα μέσα Δεκεμβρίου.
Το ακανθώδες όμως και καθοριστικής σημασίας πρόβλημα ήταν η συγκρότηση του Εθνικού Στρατού και η τύχη των αξιωματικών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, και ιδίως του πρώτου, που και περισσότεροι ήταν και σαφώς αντιβασιλικά αισθήματα είχαν. Τα πράγματα δεν επέτρεπαν μεγαλύτερη παρέλκυση του θέματος, γιατί οι Γερμανοί είχαν ήδη φύγει από όλη τη χώρα και το κράτος δεν μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς Στρατό και Αστυνομία. Ελπίζαμε όμως πως θα βρισκόμαστε όλοι στο ύψος των περιστάσεων και πως το πρόβλημα θα επιλυόταν με αμοιβαία κατανόηση και υποχωρήσεις και μέσα στην προοπτική δημιουργίας ενός κράτους δικαίου και δημοκρατικού. Δυστυχώς, η εξέλιξη μάς διέψευσε.
Στο σημείο αυτό της συνομιλίας των δύο ανδρών, ο Δημητρακόπουλος ζητά από τον Αγγελόπουλο να εξιστορήσει λεπτομερέστερα τα γεγονότα εκείνα που οδήγησαν στη ρήξη και στην τραγωδία των Δεκεμβριανών. Ο δεύτερος τοποθετείται ως εξής:
Για το θέμα αυτό έχουν γραφεί πολλά από όλες τις πλευρές. Εγώ, χωρίς να αναφερθώ σε πολλές λεπτομέρειες, θα προσπαθήσω να περιγράψω όλη μας την αγωνία και την προσπάθεια για την αποφυγή της ρήξης.
Ήδη από την 1η Νοεμβρίου 1944, όπως προκύπτει από το σύντομο ημερολόγιο που κρατούσα για τα γεγονότα της εποχής εκείνης, μετά από σύσκεψη υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, στην οποία συμμετείχε και ο Σιάντος, αποφασίστηκε ν’ αποστρατευτούν ως τις 10 Δεκεμβρίου και ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ, με προοπτική στο ενδιάμεσο διάστημα να ρυθμισθούν οι σχετικές λεπτομέρειες.
Στις 18 Νοεμβρίου αποφασίστηκε να ιδρυθεί Εθνοφρουρά, στην οποία, σε πρώτη φάση, θα κατατάσσονταν οι κληρωτοί του 1936. Η κατάταξη θα άρχιζε μέσα σε μία εβδομάδα. Βέβαια τα πράγματα δεν ήταν εύκολα, αλλά την ομαλή εξέλιξη δυσκόλεψε και ο άγγλος στρατηγός Σκόμπι, ο οποίος, με μια διαταγή που εξέδωσε, όριζε κάθε ένοπλος που θα έμπαινε στην Αθήνα να αφοπλίζεται επιτόπου από τις αγγλικές δυνάμεις. Αυτό δεν είχε και πολύ μεγάλη πρακτική σημασία, αφού ήταν αδύνατο να φρουρηθούν αποτελεσματικά όλες οι είσοδοι της πρωτεύουσας, πλην όμως ασκούσε έντονη ψυχολογική πίεση, ιδίως σε βάρος των ανταρτών του ΕΛΑΣ και όσων τον συμπαθούσαν, και γι’ αυτό προκάλεσε την αντίδραση του ΚΚΕ. Έτσι, μέσα σε κάποια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, άρχισαν καθημερινές επαφές, που κράτησαν πάνω από ένα δεκαήμερο, ανάμεσα στον Γ. Παπανδρέου και το ΚΚΕ, με κύριους διαμεσολαβητές εμάς, που εκ μέρους της ΠΕΕΑ μετείχαμε στην κυβέρνηση, μήπως μπορέσουμε και καταλήξουμε σε μια από κοινού αποδεκτή λύση.
Σε συσκέψεις, που έγιναν στα μέσα Νοεμβρίου υπό τον Γ. Παπανδρέου και στις οποίες μετείχε και ο Γ. Σιάντος, επιβεβαιώθηκε η συμφωνία της 1ης Νοεμβρίου και έγινε ευρύτατη συζήτηση για τη στελέχωση του Στρατού. Στις 24 Νοεμβρίου, πάλι σε σύσκεψη υπό τον Γ. Παπανδρέου, στην οποία μετείχαμε ο Σβώλος, ο Κανελλόπουλος, ο Ζέβγος, ο Τσιριμώκος, ο Ασκούτσης και εγώ, ασχοληθήκαμε με την κρίση των προτεινόμενων από την κάθε παράταξη αξιωματικών. Εκεί, όπως ήταν φυσικό, σημειώθηκαν και ορισμένες διαφωνίες, και δεν μπορέσαμε να καταλήξουμε σε συμφωνία.
Σε νέα όμως σύσκεψη το απόγευμα της 27ης Νοεμβρίου 1944 οι Παπανδρέου, Σβώλος, Ζέβγος και Τσιριμώκος μονόγραψαν μια συμφωνία, που προέβλεπε την αποστράτευση ως τις 10 Δεκεμβρίου του ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ και της Χωροφυλακής της Μέσης Ανατολής, και τη δημιουργία Εθνικού Στρατού, που θα τον αποτελούσαν αφενός η Γ’ Ορεινή Ταξιαρχία, ο Ιερός Λόχος και τμήμα από τον ΕΔΕΣ, και αφετέρου μία ταξιαρχία του ΕΛΑΣ, ίσης δύναμης και οπλισμού με το άθροισμα των δύο άλλων σχηματισμών. Τη συμφωνία αυτή θα επικύρωνε το υπουργικό συμβούλιο, που θα συνερχόταν την επομένη το απόγευμα.
Δυστυχώς, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, το ΚΚΕ όλως περιέργως αθέτησε τα συμφωνηθέντα και ζήτησε επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας.
Ακολούθησε ένα διήμερο προσπαθειών εκ μέρους του Σβώλου, του Τσιριμώκου κι εμένα και προς τις δύο κατευθύνσεις και κυρίως προς το ΚΚΕ, μήπως και μεταπειστεί. Δυστυχώς, όλες οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν. Και εδώ είναι το σφάλμα που βαρύνει όλους μας, γιατί όλοι μας αγνοήσαμε τη φερόμενη από διάφορες πηγές –που λίγο-πολύ επιβεβαιωνόταν από τα πράγματα– συμφωνία των Συμμάχων για καθορισμό «ζωνών επιρροής» και την υπαγωγή μας στην αγγλική σφαίρα. Ούτε ο Γ. Παπανδρέου, που γενικά έπρεπε να γνωρίζει τα όσα μου είχε ανακοινώσει στο Κάιρο ο υπουργός του Κ. Ρέντης, αλλ’ ούτε κι εμείς της ευρύτερης δημοκρατικής Αριστεράς δώσαμε τη σημασία που έπρεπε στην πληροφόρηση Ρέντη, ούτε την προβάλαμε κατά τις επαφές μας, ούτε την αξιοποιήσαμε όπως έπρεπε. Αν όλες οι πλευρές την εποχή εκείνη είχαμε συνειδητοποιήσει τη σημασία των όσων οι Σύμμαχοι αποφάσιζαν για τη χώρα μας και την ευρύτερη περιοχή –και εδώ βρίσκεται η μεγάλη ευθύνη τους, που δεν μας ενημέρωσαν επίσημα και θετικά– θα είχαν αποφευχθεί τόσο τα Δεκεμβριανά όσο και ο Εμφύλιος. Τη στάση αυτή, που οδήγησε στο ναυάγιο των συνομιλιών μας, μπορούν να εξηγήσουν μονάχα η αμοιβαία καχυποψία των δύο πλευρών, η αδυναμία συνειδητοποίησης του επικρατούντος διεθνούς κλίματος από όλους μας και κυρίως η δυσεξήγητη και αντιφατική πολιτική της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ, που, όπως θα δούμε στη συνέχεια, δεν ήταν σε θέση ή δεν ήθελε να κατανοήσει τις διεθνείς εξελίξεις και το πραγματικό συμφέρον της χώρας. Έτσι, συρθήκαμε σε μια σειρά αιματηρών εμφύλιων συγκρούσεων με πρώτα τα Δεκεμβριανά. Στην Αθήνα γίναμε μάρτυρες μιας φοβερής σύγκρουσης ανάμεσα στο ΕΑΜ και τις δυνάμεις τις πιστές στην κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, οι οποίες συνεπικουρούνταν από ισχυρές αγγλικές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Σκόμπι. Η αιματηρή αυτή σύγκρουση, παράλληλα με τις πρωτοφανείς ωμότητες που τη συνόδευαν, κράτησε έναν ολόκληρο μήνα και στοίχισε 17.000 νεκρούς, αριθμό υπέρτερο εκείνου των νεκρών του πολέμου 1940-1941, που δεν ξεπέρασαν τις 15.000.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις