Πόλεμος 1940: Γιατροί και νοσηλευτές, το «άλλο» έπος των Ελλήνων
Η οργάνωση και η δράση των υγειονομικών υπηρεσιών του Ελληνικού Στρατού στον πόλεμο 1940 - 1941, με τη συνδρομή του συνόλου του ελληνικού λαού
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
Γράφει ο Ιωάννης Δασκαρόλης*
Η Ελλάδα την περίοδο 1926-1932 είχε ελαχιστοποιήσει τις στρατιωτικές δαπάνες λόγω της δημοσιονομικής αδυναμίας από τα χρέη της πολεμικής δεκαετούς περιόδου που προηγήθηκε αλλά και των πόρων που δαπανήθηκαν για την αποκατάσταση των προσφύγων. Αλλά και οι ευρύτερες εξελίξεις σε διεθνές (ίδρυση Κοινωνίας των Εθνών) και τοπικό επίπεδο (ελληνοτουρκική φιλία) καθησύχαζαν τη βενιζελική πολιτική ηγεσία της περιόδου ότι δεν θα ακολουθούσαν νέες πολεμικές συγκρούσεις για την Ελλάδα στο εγγύς μέλλον. Η άνοδος του Χίτλερ στη Γερμανία το 1933 και η εισβολή της Ιταλίας του Μουσολίνι στην Αβησσυνία το 1935, κατέστησαν τον επανεξοπλισμό της χώρας επείγουσα προτεραιότητα.
Ανάμεσα στις πρώτες πρωτοβουλίες του αρχηγού ΓΕΣ αντιστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου και της δικτατορικής κυβέρνησης Μεταξά για την προετοιμασία του Ελληνικού Στρατού (Ε.Σ.) ήταν και ο εκσυγχρονισμός των υγειονομικών υπηρεσιών του, καθώς ο σχετικός έλεγχος στο διαθέσιμο υγειονομικό υλικό του Ε.Σ. από τη Διεύθυνση Υγειονομικής Υπηρεσίας υπήρξε απογοητευτικός. Το προσωπικό που διέθετε η υπηρεσία ήταν ανεπαρκές, τα 4/5 των επιδέσμων που υπήρχαν διαθέσιμοι ήταν ακατάλληλοι, 50 οχήματα του υγειονομικού σε σύνολο 350 ήταν εκτός χρήσης, ενώ υπήρχε παντελής έλλειψη στρατιωτικών χειρουργείων (1). Με το υγειονομικό υλικό που είχε αγοραστεί από την κυβέρνηση Τσαλδάρη το 1935 μπορούσε να εφοδιαστεί επαρκώς μόνο ένα Σώμα Στρατού από τα συνολικά 5 που φιλοδοξούσε να αναπτύξει ο Ε.Σ. στο πεδίο. Ετσι, την τετραετία 1936 – 1940 ο Ε.Σ. διέθεσε πιστώσεις 100.000.000 δρχ. μόνο για αγορά υγειονομικού υλικού, ενώ διέθεσε ακόμη 22.000.000 δρχ. για αγορά σκηνών υγειονομικού ενδιαφέροντος. Στα ποσά αυτά υπήρχαν δαπάνες για 490.000 επιδέσμους, συσκευές αυτόματης παροχής οξυγόνου, 5.100 κλίνες εκστρατείας, 15.742 κλινοσκεπάσματα, 3.000 φορεία, χειρουργικά υλικά, φάρμακα και 308 μοτοσυκλέτες κ.ά. Το επείγον της αγοράς τους μπορεί να γίνει αντιληπτό και από το γεγονός ότι η παραγγελία υγειονομικού υλικού αξίας 12.975.500 δρχ. έγινε στις 2 Ιουνίου 1936: η πρώτη παραγγελία στο πλαίσιο επανεξοπλισμού (2). Η προμήθεια όλου του υγειονομικού υλικού έγινε κυρίως από το εξωτερικό σε αρκετά υψηλές τιμές λόγω του πολέμου που πλησίαζε (3), ενώ μετά το 1939 οι χώρες που προμήθευαν τα υλικά ήταν ήδη σε εμπόλεμη κατάσταση. Ετσι ο Ε.Σ. κατάφερε να σχηματίσει 46 υπαίθρια χειρουργεία εκστρατείας που απαιτούνταν για να εξοπλιστούν επαρκώς οι μονάδες του, ενώ προχώρησε και στο σχηματισμό νοσηλευτικών τμημάτων τραυματιοφορέων και άλλων υγειονομικών υπηρεσιών. Επίσης δημιουργήθηκε αυτόνομο τμήμα παραγωγής ορών και εμβολίων (αντιτετανικού, αντιτυφοειδούς κ.λπ.), υπηρεσία χρήσιμη και εν καιρώ ειρήνης. Υπήρξαν όμως και πολλές άλλες ανάγκες που εντοπίστηκαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες και καταρτίστηκαν σχέδια για να καλυφθούν έστω μερικώς, αλλά κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό μέχρι την έναρξη του πολέμου το 1940. Ο βασικός λόγος ήταν η έλλειψη πόρων και οικονομικών πιστώσεων, αλλά και η επιλογή της ηγεσίας του Ε.Σ. να καλύψει άλλες πιο επείγουσες ανάγκες.
Ο πόλεμος
Η 28η Οκτωβρίου 1940 βρήκε τις υγειονομικές υπηρεσίες του Ε.Σ. σε προχωρημένο στάδιο αναδιοργάνωσης, αλλά όχι σε κατάσταση πλήρους λειτουργικότητας. Ο διοικητής της Υγειονομικής Υπηρεσίας ήταν ο υποστράτηγος Υγειονομικού Αριστοτέλης Σερμπέτης με γενικό αρχίατρο τον Επαμεινώνδα Γκινάκα και έδρα το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» όπως άλλωστε και η διοίκηση του Ε.Σ. Μέσα σε 15 μέρες από την επιστράτευση, οι υγειονομικές υπηρεσίες του στρατού είχαν αναπτύξει 20.000 κλίνες στα νοσοκομεία κοντά στο μέτωπο και άλλες 10.000 κλίνες στα νοσοκομεία των μετόπισθεν. Οπως προέβλεπε το σχέδιο, επιτάχθηκαν οι απαιτούμενες ποσότητες ιατροφαρμακευτικού υλικού δημιουργώντας ένα απόθεμα τριών μηνών. Βάσει του ίδιου σχεδίου προσκολλήθηκαν τα υπαίθρια χειρουργεία στις μεγάλες μονάδες, ενώ οργανώθηκαν τα στάδια της αρχικής περίθαλψης και της μετέπειτα διακομιδής των τραυματιών και των ασθενών από την πρώτη γραμμή μέχρι στα τακτικά νοσοκομεία, ενώ λειτούργησε και πλωτό νοσοκομείο στην Πρέβεζα.
Καθώς αύξαναν οι μάχες στο μέτωπο και ο πόλεμος έδειχνε το απάνθρωπο πρόσωπό του, οι ανάγκες σε περίθαλψη τραυματιών ξεπέρασαν σύντομα τις δυνατότητες του Ε.Σ. και υπερκέρασαν κάθε υπολογισμό προπολεμικά. Το κενό καλύφθηκε από τον ενθουσιασμό των Ελλήνων ασχέτως ηλικίας και οικονομικής κατάστασης που είτε εισέφεραν οικονομικά είτε προσήλθαν και πρόσφεραν εθελοντική εργασία. Εκατοντάδες γιατροί, καθηγητές πανεπιστημίου και πολίτες που δεν στρατεύτηκαν προσήλθαν εθελοντές για να βοηθήσουν, η Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ έθεσε τα μέλη της στην υπηρεσία του κράτους, ομοίως και ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών. Ο Ερυθρός Σταυρός πρόσφερε νοσοκομεία εκστρατείας 1.000 κλινών συνολικά, ενώ προσήλθαν ως εθελόντριες για να προσφέρουν υπηρεσίες περίθαλψης σχεδόν τρεις χιλιάδες νοσοκόμες του.
Από τις πρώτες εβδομάδες του ελληνοϊταλικού πολέμου το σύστημα των υγειονομικών υπηρεσιών του Ελληνικού Στρατού αντιμετώπισε δυσκολίες στη διακομιδή των τραυματιών και στην περίθαλψή τους λόγω του ορεινού εδάφους και των κακών καιρικών συνθηκών. Η μεταφορά από την πρώτη γραμμή γινόταν αρχικά με φορείο και συνεχιζόταν είτε με κτήνη είτε με μεταγωγικά αυτοκίνητα. Οι έλληνες υγειονομικοί επέδειξαν αυταπάρνηση και αυτοθυσία στο έργο τους υποβοηθούμενοι αποφασιστικά από τους κατοίκους της Ηπείρου όλων των ηλικιών, που συνέδραμαν μεταφέροντας τραυματίες στα μετόπισθεν ή φάρμακα και υγειονομικό υλικό μέχρι την πρώτη γραμμή (4).
Αλλο σημαντικό πρόβλημα ήταν η δράση της ιταλικής αεροπορίας που δεν έκανε διάκριση μεταξύ ενόπλων και αόπλων τμημάτων. Αυτό ανάγκασε τη διοίκηση του Β΄ Σώματος Στρατού να εκδώσει διαταγή ώστε όλες οι μετακινήσεις των τραυματιών να γίνονται μόνο νύχτα για λόγους ασφαλείας του προσωπικού. Αλλά και τα ορεινά χειρουργεία λειτουργούσαν στην ύπαιθρο εκτός των σκηνών τους, καθώς η ιταλική αεροπορία τις βομβάρδισε αδιαφορώντας για τον χαρακτηριστικό κόκκινο σταυρό που έφεραν (5).
Ελληνική αντεπίθεση
Βάσει του σχεδίου επιστράτευσης, μέχρι τις 13 Νοεμβρίου 1940 είχαν αναπτυχθεί κατά μήκος του μετώπου 11 μεραρχίες Πεζικού, 1 ταξιαρχία Ιππικού και 2 ταξιαρχίες Πεζικού, συνολικής δύναμης 300.000 οπλιτών. Τότε ο ΕΣ ανέλαβε την πρωτοβουλία των κινήσεων με μια συνολική νικηφόρα αντεπίθεση, που όμως αύξησε τις απώλειες σε νεκρούς αλλά και σε τραυματίες. Καθώς ο ΕΣ διείσδυε βαθύτερα στο βορειοηπειρωτικό έδαφος, μοιραία αυξάνονταν οι αποστάσεις για τη διακομιδή τραυματιών στα νοσοκομεία Ιωαννίνων, Κοζάνης, Φλώρινας και Γρεβενών. Μια τέτοια μεταφορά ενός τραυματία μπορούσε να διαρκέσει και 15 ώρες υπό αντίξοες συνθήκες και από δύσβατα μονοπάτια που τον καταπονούσαν υπέμενε αγόγγυστα το υγειονομικό προσωπικό, του οποίου ήταν άψογη η συμπεριφορά απέναντι και στους ιταλούς τραυματίες.
Η δεύτερη φάση της ελληνικής αντεπίθεσης με κατεύθυνση προς Αυλώνα απελευθέρωσε τις πόλεις Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Αγιοι Σαράντα, Πρεμετή, Δέλβινο και Πόγραδετς ολοκληρώνοντας την απελευθέρωση της Β. Ηπείρου μέχρι τις 8 Μαρτίου 1941. Η μετακίνηση της γραμμής του μετώπου βορειότερα ανάγκασε τη διοίκηση της Υγειονομικής Υπηρεσίας να μεταφέρει αντίστοιχα και τις δομές της. Ολα τα φορητά ορεινά χειρουργεία του ΕΣ μεταφέρθηκαν από δύσβατα ορεινά δρομολόγια υπό συνεχή χιονόπτωση σε τοποθεσίες κοντά στο μέτωπο. Επίσης εγκαταστάθηκαν σε Κορυτσά και Αργυρόκαστρο φορητά νοσοκομεία και κέντρα διακομιδής τραυματιών από όλο το μέτωπο. Στη συνέχεια οι τραυματίες διακομίζονταν στα νοσοκομεία Φλώρινας και Αμυνταίου και από εκεί σιδηροδρομικώς στη Θεσσαλονίκη.
Συντονισμένη δράση ανέπτυξε και το επιδημιολογικό τμήμα του Υγειονομικού με συστηματική αποφθειρίαση των οπλιτών μέσω απολυμαντικών κλιβάνων, αποστειρώνοντας τα πόσιμα ύδατα κάθε περιοχής που καταλαμβανόταν, αλλά και με προσπάθειες για τη βελτίωση της ατομικής υγιεινής των οπλιτών.
Οι ανάγκες σε ιατροφαρμακευτικά υλικά συνεχώς αυξάνονταν και δοκίμαζαν τα όρια των δυνατοτήτων του υγειονομικού συστήματος του ΕΣ. Τα νοσοκομεία διατάχθηκαν να παραδώσουν τα πλεονάζοντα ιατροφαρμακευτικά υλικά τους, ενώ ειδική επιτροπή αξιωματικών επισκέφτηκε κάθε δομή υγείας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ψάχνοντας για διαθέσιμο υγειονομικό υλικό προς επίταξη. Το Τελωνείο Πειραιά διατάχθηκε να παραδώσει όλα τα αζήτητα ή κατασχεθέντα προϊόντα υγειονομικού ενδιαφέροντος, το υπουργείο Αγορανομίας πρόσφερε 500 χιλιόγραμμα κατάλληλου ελαστικού που χρησιμοποιήθηκαν για κατασκευή επιδέσμων. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών διατάχθηκε να παραδώσει με υποχρέωση επιστροφής όλα τα χειρουργικά εργαλεία που χρησιμοποιούνταν για την εκπαίδευση των φοιτητών του και ομοίως το ΙΚΑ διατάχθηκε να παραδώσει όλα τα χειρουργικά του εργαλεία με υποχρέωση επιστροφής τους. Οι αυξημένες ανάγκες σε διακομιδές υποχρέωσαν την ηγεσία του Υγειονομικού να επιτάξει και να προσθέσει τρία ατμόπλοια ως πλωτά νοσοκομεία για τη μεταφορά ασθενών από το μέτωπο. Υπολογίζεται ότι πάνω από 10.000 τραυματίες μεταφέρθηκαν με πλωτά μέσα προς την ηπειρωτική χώρα.
Τα κρυοπαγήματα
Από τον Δεκέμβριο του 1940 και μετά η νέα πρόκληση που αντιμετώπισε το Υγειονομικό του ΕΣ ήταν τα κρυοπαγήματα των στρατιωτών, οι οποίοι μετά τις αρχές Δεκεμβρίου πολέμησαν σε θερμοκρασίες πολλών βαθμών υπό το μηδέν, ενώ οι ντόπιοι κάτοικοι διαβεβαίωναν ότι ο χειμώνας του 1940-41 ήταν ο βαρύτερος των τελευταίων 25 ετών. Σταδιακά οι απώλειες από κρυοπαγήματα ξεπέρασαν τον αριθμό των τραυματιών σε ημερήσια βάση, προβληματίζοντας την ηγεσία του ΕΣ. Στα ελαφρά περιστατικά κρυοπαγημάτων α’ βαθμού, οι έλληνες υγειονομικοί έκαναν εντριβές και εφάρμοζαν αλοιφές στα άκρα των στρατιωτών ώστε να αποκατασταθεί η κυκλοφορία του αίματος. Σε βαρύτερες περιπτώσεις προτιμήθηκε θεραπευτική αγωγή με τοπική αντισηψία, ενέσεις νοβοκαΐνης 0,5%, τοποθέτηση του μέλους σε ανάρροπη θέση και ακινησία, με καλά αποτελέσματα.
Η Υγειονομική Υπηρεσία έλαβε προληπτικά μέτρα. Διέταξε την εσωτερική και εξωτερική λίπανση των αρβυλών, κατασκευάστηκαν ειδικές βαμβακερές κάλτσες, επιτάχθηκαν όλα τα κλινοσκεπάσματα από το εμπόριο και τις βιομηχανίες. Επίσης δόθηκαν πρακτικές οδηγίες στους στρατιώτες πώς να αντιμετωπίζουν το ψύχος στα άκρα τους, ενώ τους μοιράστηκαν μάλλινα είδη από την Υγειονομική Υπηρεσία και από δέματα που προέρχονταν από τα μετόπισθεν. Η ανταπόκριση των Ελληνίδων στις ραδιοφωνικές εκκλήσεις ήταν συγκινητική, καθώς στήθηκε μια βιομηχανία πλεξίματος: τα είδη που παρασκευάζονταν (3.000 κομμάτια ημερησίως!) δίνονταν στον ΕΣ μέσω οργανώσεων όπως η Φανέλα του Στρατιώτου, είτε στέλνονταν στο μέτωπο μέσω ταχυδρομείου.
Η προσφορά σε αριθμούς
Το σύνολο των απωλειών του ΕΣ στον πόλεμο ήταν 689 αξιωματικοί και 12.636 οπλίτες, ενώ υπήρχαν και 1.248 εξαφανισθέντες. Οι τραυματίες που έτυχαν περίθαλψης από τις υγειονομικές υπηρεσίες του ΕΣ ήταν 1.484 αξιωματικοί και 61.179 οπλίτες. Από αυτούς, 39.912 νοσηλεύτηκαν στο Νοσηλευτικό Κέντρο Ιωαννίνων. Από την πλευρά του, το υγειονομικό προσωπικό είχε 23 νεκρούς γιατρούς, από τους οποίους οι 16 ήταν έφεδροι (6).
Ενδεικτικό περιστατικό των απωλειών: ο βομβαρδισμός του 2ου Στρατιωτικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων ανήμερα το Πάσχα στις 20 Απριλίου 1941 από τη γερμανική αεροπορία είχε ως αποτέλεσμα 50 νεκρούς και τραυματίες σε υγειονομικό προσωπικό και νοσηλευομένους. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν έξι νοσοκόμες, ο διευθυντής του νοσοκομείου, αρχίατρος Γεώργιος Μαρκάκης, και ο καθηγητής Χειρουργικής και έφεδρος αρχίατρος Ξενοφών Κοντιάδης.
Η επιτυχημένη δράση των υγειονομικών υπηρεσιών του Στρατού βασίστηκε ως επί το πλείστον στην αυτοθυσία του προσωπικού του. Αναμφίβολα σημειώθηκαν επιμέρους αστοχίες και ελλείψεις, αλλά η γενική εικόνα αποτελεί παράσημο ύψιστης τιμής για τον έλληνα υγειονομικό. Η σωστή και έγκαιρη νοσηλεία των τραυματιών εξύψωνε το ηθικό των μαχητών που γνώριζαν ότι αν τραυματίζονταν δεν θα εγκαταλείπονταν. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι καμία προσπάθεια των υγειονομικών υπηρεσιών δεν θα επαρκούσε αν δεν πλαισιωνόταν από την εθελοντική βοήθεια, υλική και μη, του ελληνικού λαού. Η παλλαϊκή ενθουσιώδης συμμετοχή των Ελλήνων, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας, κάλυψε κενά, θεράπευσε αστοχίες, αποκατέστησε ισορροπίες και έδωσε την ευκαιρία στον Στρατό να φέρει εις πέρας την αποστολή του.
Ο Ιωάννης Δασκαρόλης είναι ιστορικός, υποψήφιος διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου
(1) Αλέξανδρος Παπάγος, «Ο Ελληνικός Στρατός και η προς πόλεμον προπαρασκευή του (1923-1940)», εκδόσεις Πυρσός, Αθήνα 1945, σελ. 15.
(2) Πρακτικό υπ’ αριθμόν 3, 2ας Ιουνίου 1936, Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης, «Οι εξοπλισμοί της Ελλάδος 1936-1940», εκδόσεις Δούρειος Ιππος, Αθήνα 2013, σελ. 53.
(3) Γεώργιος Πολύχρους, «Αμυντικός σχεδιασμός και πολεμική προπαρασκευή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου» (μεταπτυχιακή εργασία ΑΠΘ, Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας), Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 93-94.
(4) ΓΕΣ ΔΙΣ, «Η Υγειονομική Υπηρεσία του Στρατού κατά τον πόλεμο 1940-41», εκδόσεις ΔΙΣ, Αθήνα 1983, σελ. 43.
(5) Στο ίδιο, σελ. 173.
(6) Στο ίδιο, σελ. 182-191.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις