Πάμπλο Πικάσο: Άγνωστες στιγμές της ζωής και του έργου του
«Μας καλούσε στο υπνοδωμάτιό του όπου γινόμασταν μάρτυρες της συνήθους “τσαπλινικής” παρωδίας του»
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
Στις 25 Οκτωβρίου 1881, γεννήθηκε στη Μάλαγα της Ανδαλουσίας, στη Νότια Ισπανία, ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους στην ιστορία της ανθρωπότητας, ο Πάμπλο Πικάσο.
Διένυσε μια μακρύτατη πορεία στη ζωή και την τέχνη ως τα 92 του χρόνια και έχουν ειπωθεί και γραφτεί για αυτόν εκατομμύρια λέξεις, με τις πιο ενδιαφέρουσες από αυτές να προέρχονται από ανθρώπους του στενού του περιβάλλοντος.
- Διαβάστε επίσης: Η μούσα του Πικάσο που φωτογράφισε τη ναζιστική φρίκη
Τον Ιούλιο του 2000, «ΤΟ ΒΗΜΑ», δημοσιεύει απόσπασμα της δίτομης βιογραφίας του Πικάσο από τον επιστήθιο φίλο του και συγγραφέα, Τζον Ρίτσαρντσον.
Γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 2ας Ιουλίου 2000:
«Ο Τζον Ρίτσαρντσον ήταν ανάμεσα στα πρόσωπα που συνέθεταν τον στενό φιλικό κύκλο του Πάμπλο Πικάσο κατά τη δύσκολη από καλλιτεχνική άποψη μεταπολεμική περίοδο. Εζησε από πρώτο χέρι τη σύνθετη και περιπετειώδη σχέση του Πικάσο με τη Ζακλίν, έγινε οικειοθελώς το “θύμα” των περίφημων αστείων που σκάρωνε ο ζωγράφος στους φίλους του και κέρδισε την εκτίμηση του ζευγαριού καθώς και την “ευχέρεια” να μαθαίνει τα μυστικά του. Ο 75χρονος βρετανός συγγραφέας δεν σταματά να διηγείται ιστορίες από τη ζωή του με τον Πικάσο ιστορίες που δεν χωρούν στις σελίδες της εκτενούς βιογραφίας».
Ο Πικάσο και οι «ζητιάνοι»
«Με τον Πικάσο γίναμε φίλοι την εποχή που ζούσα με τον Ντάγκλας Κούπερ, τον εκκεντρικό βρετανό συλλέκτη και ιστορικό τέχνης. (…) Ηταν το καλοκαίρι του 1949 όταν ο Ντάγκλας με κάλεσε για πρώτη φορά στο παρισινό εργαστήρι του Πικάσο. Εκείνο που με εντυπωσίασε εκ πρώτης όψεως στον Πικάσο ήταν το παράστημά του: φαινόταν τόσο μικρός και εύθραυστος.
»Και ακόμη η ανεπαίσθητη ευγένειά του, εκείνο το χαμόγελο που έλαμπε στο πρόσωπό του όταν υποδεχόταν τους καλεσμένους του, ακόμη και εκείνους με τους οποίους δεν είχε απολύτως τίποτε κοινό, και οι οποίοι προφανώς τον επισκέπτονταν απλώς και μόνο για να του κλέψουν λίγο χρόνο. Ολοι πήγαιναν σε εκείνον σαν ζητιάνοι, όλοι ήθελαν κάτι να του ζητήσουν: μια μικρή δωρεά, μια εικονογράφηση για το εξώφυλλο ενός βιβλίου, ένα αυτόγραφο.
Έλεγε «ναι» όταν εννοούσε «όχι»
»Τα εύκολα αιτήματα λάβαιναν ικανοποίηση επί τόπου ενώ τα πιο σύνθετα γίνονταν φαινομενικά τουλάχιστον αποδεκτά. Αργότερα ανακάλυψα ότι ο Πικάσο κατείχε άριστα τη γιαπωνέζικη μέθοδο του να λέει “ναι” όταν εννοούσε “όχι”. Φράσεις όπως “θα κάνω ό,τι μπορώ” ή “βεβαίως, θα το έχω υπόψη μου” σήμαιναν κατά πάσα πιθανότητα το αντίθετο.
»Το κέρδος που είχε ο Πικάσο από αυτού του είδους το κοινό ήταν καθαρά “παπικό”: η εφησυχαστική σιγουριά του ότι όλοι αυτοί που τον πίστεψαν θα παρέμεναν αργότερα πιστοί της τέχνης του. Με γοήτευε ο τρόπος με τον οποίο ο Πικάσο χρησιμοποιούσε τα μεγάλα του μάτια για να υπνωτίζει τους άλλους, αναζητώντας πάντοτε καινούργια θύματα».
Ο Πικάσο και οι φίλοι του
«Ο Πικάσο ήταν μια αυθεντία στην τέχνη τού να δημιουργεί μέτωπα και τελικά να βγαίνει νικητής. Διασκέδαζε αφάνταστα με το να φιλονικεί με τους θαυμαστές του τους συλλέκτες, τους βιογράφους, τους αγοραστές του, ακόμη και με τις ερωμένες του και να θέτει υπό δοκιμασία την αφοσίωσή τους.
»Κάποια φορά έστησε για πολλές ημέρες στις Κάννες τον παλιό του φίλο και βιογράφο του Ρόναλντ Πένροουζ, που είχε σπεύσει να έρθει από την Αγγλία αποκλειστικά για να συναντήσει τον ζωγράφο. Η δικαιολογία του Πικάσο: ότι ήταν απασχολημένος με τον Ντάγκλας άσπονδο εχθρό του Πένροουζ. Κάποια άλλη φορά έφερε τον Ντάγκλας σε τέτοιο σημείο ώστε εκείνος να χρειαστεί ικετέψει τη Ζακλίν για μια ακρόαση από τον μαέστρο.
»Ολα τα θύματά του ή, καλύτερα, όλοι οι υποψήφιοι για τη δοκιμασία αποζημιώνονταν αργότερα με ένα σκίτσο από το χέρι του καλλιτέχνη. Κάποτε άφησε τον Πένροουζ να περιμένει για ώρα έξω από το σπίτι του, μέσα στη βροχή. Του είπε ότι ήταν απασχολημένος και ότι δεν μπορούσε να τον δεχθεί. Λίγο αργότερα αποκάλυψε στον φίλο του τον πραγματικό λόγο για τον οποίο του αρνήθηκε την επίσκεψη: του ετοίμαζε ένα σκίτσο.
«Τι να φορέσω σήμερα;»
»Οταν εργαζόταν, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και ηλεκτρισμένη. Οταν αναπαυόταν, ήταν ξένοιαστος. Κάποιες φορές, όταν ο Ντάγκλας κι εγώ τον επισκεπτόμασταν για φαγητό, μας καλούσε στο υπνοδωμάτιό του όπου γινόμασταν μάρτυρες της συνήθους “τσαπλινικής” παρωδίας του. Ο μαέστρος έκανε πως έπαιζε ένα φανταστικό κλαρινέτο, και έπειτα έπαιρνε το πουκάμισό του για ντάμα και χόρευε μέσα στο δωμάτιο, ώσπου να ντυθεί.
»Η συνέχεια εξελισσόταν ως εξής: Ποιο από τα αναρίθμητα παντελόνια του να φορούσε σήμερα; Μήπως εκείνο με τις οριζόντιες ρίγες; Ταιριάζει όμως με τις χρωματιστές κάλτσες που του έχει φέρει η παλιά του φίλη, η Μπάρμπαρα Μπέιτζναλ, και με το πουλόβερ που του χάρισε η Ζακλίν; Αυτό ήταν το παιχνίδι του και συνεχιζόταν με τον ίδιο τρόπο σχεδόν κάθε φορά.
»Μπροστά στους πιο δικούς του ανθρώπους ο Πικάσο εγκατέλειπε τα παιχνίδια. Εκείνα ήταν ένα τέχνασμα για να ξεπερνά τη δειλία του και λειτουργούσαν σαν μια κρυφή συμφωνία του με τους επισκέπτες, οι οποίοι έμεναν να τον κοιτάζουν σιωπηλοί, άλλοι από θαυμασμό και άλλοι γιατί απλούστατα δεν καταλάβαιναν τι έκανε.
»Οι καλεσμένοι του τον περίμεναν, συχνά γεμάτοι νευρικότητα όπως συνέβη και σ’ εμένα κατά την πρώτη μου επίσκεψη στο στούντιό του στο Παρίσι και κρατώντας στα χέρια τους τα πιο παράξενα δώρα του κόσμου: έναν σκωτσέζικο κυνηγετικό σκούφο, ένα μπουκάλι σαμπάνια “Magnum”, ένα μπουκέτο αγριολούλουδα, ένα καλάθι αχρήστων φτιαγμένο από πατούσα ελέφαντα, έναν ανανά, ένα κομμάτι σοκολάτα Βαρκελώνης ή κάποιο αστείο αντικείμενο από τη 42η οδό της Νέας Υόρκης. Ο Πικάσο λάτρευε αυτές τις υπερβολές.
»Οταν εγώ του χάρισα ένα ρολό χαρτί υγείας, έκανε λες και ήταν φτιαγμένο από δολάρια. Ο Πικάσο αντιδρούσε όπως ένας άνθρωπος που βλέπει τα πράγματα για πρώτη φορά. Τα δοκίμαζε, τα εξέταζε και τέλος τα τοποθετούσε και αυτά στην τεράστια συλλογή του από αντικείμενα και εξαρτήματα, όπου θα μπορούσε να βρει κανείς ως και φωλιά πουλιών. Δεν πετούσε τίποτε, ούτε ένα γραμματόσημο. Ετσι ο θησαυρός του αυξανόταν συνεχώς, και παραγέμιζε το ένα δωμάτιο μετά το άλλο, απειλώντας στη συνέχεια να γεμίσει το ένα σπίτι μετά το άλλο».
Ζακλίν, η γυναίκα της ζωής του
«Το φθινόπωρο του 1952 ο Πικάσο μάς παρουσίασε μια καινούργια φίλη του, μια μικρόσωμη νεαρή γυναίκα 25 ετών, μελαχρινή, με μεγάλα μάτια. Η Ζακλίν Ροκ είχε μόλις φθάσει από την Αφρική, όπου ζούσε παντρεμένη με έναν Γάλλο, ανώτατο δημόσιο υπάλληλο των αποικιών. Ηταν μπουχτισμένη από την Αφρική και τον άνδρα της, και εγκαταστάθηκε στη βίλα «Le Ziquet» με τη μικρή της κόρη Κάθι. Η πλειονότητα των φίλων του Πικάσο δεν έβλεπε με καλό μάτι τη νέα του ερωμένη. “Δεν έχει την παραμικρή ωριμότητα” είχε πει κάποιος.
»Εγώ είχα καλές σχέσεις μαζί της από την πρώτη στιγμή και ενώ οι πολέμιοί της, που πίσω από την πλάτη της παρίσταναν τους προστάτες, αφοσιώθηκαν σε έναν αγώνα εναντίον της για τα επόμενα δύο χρόνια, εμείς οι δύο εκτιμούσαμε ο ένας τον άλλον ολοένα και περισσότερο. Αμέσως κατάλαβα ότι η Ζακλίν ήταν η ιδανική σύντροφος για τον Πικάσο. Είχε την ιδανική εξωτερική εμφάνιση (μικροκαμωμένη σαν και εκείνον και “στρογγυλωπή”) καθώς και το κατάλληλο ταμπεραμέντο (καλοκάγαθη και πολύ πιστή). Επιπλέον, τον αγαπούσε με πάθος.
»Ηρθε κάποτε η εποχή που η Ζακλίν αρρώστησε βαριά. Ο Πικάσο εξοργίστηκε, γιατί το θεωρούσε καθαρά δικό της λάθος. “Αν οι γυναίκες αρρωσταίνουν, είναι δικό τους σφάλμα” ανακοίνωσε μια μέρα παρουσία της συντετριμμένης συντρόφου του. Σαν να επρόκειτο να την επαναφέρει στη φυσική της κατάσταση, υιοθετούσε μια πολύ σκληρή συμπεριφορά.
»Αργότερα έτυχε να μάθω την εξήγηση ένα μυστικό που ο Πικάσο μοιραζόταν μονάχα με τις αγαπημένες του. Επρόκειτο για έναν μυστικό όρκο που είχε δώσει στον Θεό από τα παιδικά του χρόνια. Οταν η αδελφή του η Κοντσίτα είχε αρρωστήσει το 1895 από διφθερίτιδα, ο Πάμπλο ορκίστηκε να μην ξαναζωγραφίσει αν εκείνη σωθεί. Πέθανε όμως, και ο Πικάσο συνέχισε να ζωγραφίζει. Από τότε έγινε ένας σύγχρονος Μινώταυρος, στον οποίον οι γυναίκες υποτάσσονταν η μία μετά την άλλη.
»Τα τελευταία δώδεκα χρόνια της ζωής του Πικάσο τα παιδιά του έβλεπαν τη Ζακλίν σαν μια καλή θεά, και όχι αδικαιολόγητα. Ηταν εκείνη που καλόπιασε τον Πικάσο, μια και την απασχολούσε που τα τρία εξώγαμα παιδιά του, η Μάγια, ο Κλοντ και η Παλόμα, δεν ήταν αναγνωρισμένα ούτε είχαν κανένα δικαίωμα στην περιουσία του πατέρα τους.
»Η Ζακλίν μετατράπηκε, κυριολεκτικά, σε μια αληθινή «notre-dame-de-vie» για τον Πικάσο, έγινε δηλαδή αυτό που λέμε “η γυναίκα της ζωής του”. Χάρη στις προσπάθειές της, στην υπομονή και στην αυτοθυσία της, ο Πικάσο συμφώνησε τελικά να εξοικειωθεί με τη φυσική φθορά και να συμφιλιωθεί με τον μεγαλύτερο εχθρό του, τον θάνατο, αφού έγινε περισσότερο παραγωγικός από ποτέ και δεν έπαψε να ζωγραφίζει ως τα 92 του χρόνια».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις