Η κρίση του «γαλλογερμανικού» άξονα
Ένας από τους πραγματικούς πυλώνες του «ευρωπαϊκού οικοδομήματος» περνάει κρίση
Όλαφ Σολτς και Εμανουέλ Μακρόν συναντιούνται την Τετάρτη 26 Οκτωβρίου. Δεν είναι μια εθιμοτυπική συνάντηση. Οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις έχουν επιδεινωθεί σημαντικά και αυτό έχει αντίκτυπο στο πώς λειτουργεί συνολικά η Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτό γιατί ο τρόπος που λειτουργεί ο λεγόμενος γαλλογερμανικός άξονας είναι, καλώς ή κακώς, μια παράμετρος βασική του προς τα πού οδεύει το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα».
Άλλωστε, αυτή η συνάντηση γίνεται αντί της καθιερωμένης από το 1963 ετήσιας κοινής συνεδρίασης των υπουργικών συμβουλίων των δύο χωρών. Κάτι που έχει ομολογουμένως τον συμβολισμό του.
Η ιστορική σημασία του γαλλογερμανικού άξονα
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι σε μεγάλο βαθμό ένας από τους καταστατικούς σκοπούς της πορείας προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν να αποφευχθεί μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο χώρες που βρέθηκαν αντίπαλες σε δύο παγκοσμίους πολέμους.
Επιπλέον, ήταν ακριβώς οι διάφορες μορφές συνεννόησης ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις που μπορούσαν σε κάποιες στιγμές να προωθούν την ενοποίηση. Από την καθοριστική συνεννόηση Μιτεράν και Κολ, μέχρι τις σχέσεις της Άνγκελα Μέρκελ με τον εκάστοτε Γάλλο πρόεδρο.
Βέβαια, την ίδια στιγμή ο βαθμός στον οποίο αυτή η συνεννόηση δεν ήταν παραγωγική ή δεν κατέληγε σε προωθητικά βήματα, αυτό είχε αρνητικό αντίκτυπο και στην ενοποίηση.
Επιπλέον, ήταν μια σχέση που κατά καιρούς γινόταν άνιση. Η Γαλλία μπορεί να είχε το «πλεονέκτημα» να είναι μια χώρα με δική της αυτοτελή πυρηνική δύναμη αποτροπής και χαρακτηριστικά «μεγάλης δύναμης», όμως δεν μπορούσε να φτάσει τον οικονομικό δυναμισμό της Γερμανίας.
Η ενεργειακή κρίση και η έλλειψη αλληλεγγύης
Η ενεργειακή κρίση από τον πόλεμο στην Ουκρανία έχει διαμορφώσει μια νέα συνθήκη. Ειδικά για τη Γερμανία, σημαίνει μια βίαιη «αλλαγή παραδείγματος» ως προς την ενεργειακή πολιτική, τερματίζοντας την αίσθηση πρόσβασης σε φθηνή ενέργεια που έδινε η καλλιεργημένη από τη δεκαετία του 1970 καλή σχέση με τη Ρωσία.
Την ίδια στιγμή όλες οι ευρωπαϊκές χώρες αντιμετώπιζαν τις επιπτώσεις του γεγονότος ότι η Ευρώπη παραμένει ενεργειακά εξαρτημένη και άρα πολύ ευάλωτη σε ό,τι διακυβεύει την πρόσβασή της σε ενεργειακές ροές.
Αυτό διαμόρφωσε μια πραγματική ανάγκη «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», τουλάχιστον στο επίπεδο του να μπορέσει να χαραχθεί μια κοινή πολιτική που θα περιόριζε το κόστος του πολέμου στην Ουκρανία για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Όμως, ευρωπαϊκή αλληλεγγύη σημαίνει ότι αφενός προνομιμοποιείται η χρηματοδότησή της, αφετέρου υπάρχουν κοινές πολιτικές πάνω σε αυτά τα θέματα.
Όμως, πάνω σε αυτό υπάρχουν πολλά «παράπονα» για τη Γερμανία. Είναι σαφές ότι μέχρι τώρα η Γερμανία έχει επιδιώξει κυρίως να αναζητήσει λύσεις σε εθνικό επίπεδο, εκμεταλλευόμενη και τη δυνατότητα να αντλήσει σημαντικούς πόρους από τις αγορές ως δανεισμό, την ώρα που είναι πολύ επιφυλακτική απέναντι στο να χρησιμοποιηθεί για την ενεργειακή κρίση η μέθοδος του δανεισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που χρησιμοποιήθηκε για το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ταυτόχρονα, μέχρι τώρα η Γερμανία δεν έχει διευκολύνει την προσπάθεια να βρεθεί μια ευρωπαϊκή λύση για να μειωθεί η τιμή του φυσικού αερίου για τους καταναλωτές. Με αυτή την έννοια το μεγάλο πακέτο των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ που ανακοίνωσε η γερμανική κυβέρνηση, για να προστατεύσει τα γερμανικά νοικοκυριά και τις γερμανικές επιχειρήσεις από τις υψηλές ενεργειακές τιμές αντιμετωπίζεται από τη γαλλική κυβέρνηση, αλλά και άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ως μια υποτίμηση της ανάγκης να υπάρξει μια συντονισμένη ευρωπαϊκή απάντηση στην ενεργειακή κρίση.
Γαλλικές ανησυχίες
Σε όλα αυτά προστίθενται και συγκεκριμένες ανησυχίες από τη γαλλική πλευρά. Η Γαλλία είναι μια χώρα που παραδοσιακά ήθελε η Ευρώπη να έχει έναν έστω και ως έναν βαθμό αυτόνομο ρόλο και να μην είναι απλώς ένα τμήμα της ευρύτερης «ατλαντικής» οικογένειας. Συχνά, οι πρωτοβουλίες του γαλλογερμανικού άξονα σε τέτοια κατεύθυνση κατέτειναν.
Όμως, το τελευταίο διάστημα το Παρίσι ανησυχεί ότι το Βερολίνο, με την έντονα «ατλαντική» στροφή της εξωτερικής πολιτικής του ενδιαφέρεται περισσότερο για τη συμμαχία με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης ή την υποστήριξη στην Ουκρανία, παρά για τα διατήρηση μιας στρατηγικής σύγκλισης με τη Γαλλία.
Οριακά είναι ένας φόβος ότι ένας δυνάμει άξονας ανάμεσα στη Γερμανία και χώρες της διεύρυνσης θα σήμαινε υποβάθμιση του Παρισιού και δη σε ένα ζήτημα, αυτό της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας, όπου ως πυρηνική δύναμη και δύναμη με σημαντικές ένοπλες δυνάμεις τής αναλογεί μια άλλη μεταχείριση.
Έπειτα η γαλλική κυβέρνηση ανησυχεί και για άλλες επιλογές της γερμανικής. Για παράδειγμα το γεγονός ότι ένα μέρος από το ταμείο των 100 δισεκατομμυρίων για τις ένοπλες δυνάμεις που αποφάσισε το Βερολίνο, θα διατεθεί για την αγορά αμερικανικών αεροσκαφών F-35 και όχι για μεγαλύτερη έμφαση σε ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα, είναι κάτι που ανησυχεί το Παρίσι.
Το ίδιο και ο τρόπος που συνολικά η Γερμανία στα αμυντικά ζητήματα δείχνει να παίρνει πρωτοβουλίες που δεν περιλαμβάνουν τη Γαλλία όπως η Πρωτοβουλία για την Ευρωπαϊκή Ασπίδα του Ουρανού.
Βεβαίως παράπονα υπάρχουν και από τη γερμανική πλευρά. Για παράδειγμα το Βερολίνο θεωρεί πολύ προβληματική τη γαλλική αντίδραση που οδήγησε στον ενταφιασμό του σχεδίου για έναν αγωγό αερίου στα Πυρηναία που θα επέτρεπε τη μεταφορά φυσικού αερίου από την Ισπανία, όπου καταλήγουν αγωγοί αερίου από την Αλγερία και το Μαρόκο, στη Γαλλία και μέσω του γαλλικού δικτύου στη Γερμανία, επιτρέποντας μια μερική ανακούφιση για την απώλεια ροών φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Μια μεταβατική φάση
Όλα αυτά στην πραγματικότητα απλώς υπογραμμίζουν ότι έχουμε εισέλθει σε μια νέα ιστορική φάση, τόσο για κάθε μια από τις δύο χώρες, όσο και για το ίδιο το ευρωπαϊκό σχέδιο.
Η Γερμανία βλέπει να τροποποιούνται ριζικά βασικές παράμετροι του τρόπου με τον οποίο κινήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες (και είδε την οικονομία της να ενισχύεται): από τις καλές σχέσεις με τη Ρωσία και το φτηνό ρωσικό φυσικό αέριο, έως τις αναπτυγμένες οικονομικές σχέσεις με την Κίνα, που τώρα τίθενται υπό αίρεση στις νέες διαιρετικές γραμμές που αναδεικνύονται στο διεθνές σύστημα.
Ο συνδυασμός ανάμεσα σε μια «νεοατλαντική» εξωτερική πολιτική, η αναζήτηση άλλων προνομιακών συμμάχων στο φάσμα των «χωρών της διεύρυνσης», η αυτοτελής ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων και ουσιαστικά ο επανεξοπλισμός (αντί για τον άτυπο καταμερισμό ότι η Γερμανία ασχολείται με την οικονομία και η Γαλλία με την άμυνα) και βεβαίως μια αναδίπλωση σε «εθνικά μέτρα» για την αντιμετώπιση οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων (για να αποφευχθεί μια ακόμη μεγαλύτερη κρίση του πολιτικού συστήματος) αυτό σηματοδοτούν.
Την ίδια στιγμή η Γαλλία επίσης αναζητά τρόπο να καθοδηγήσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αλλά χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες δεν έχει προτείνει κάποια λύση για να ξεφύγει η ενοποιητική διαδικασία από το σημερινό τέλμα ή για να υπάρξουν οι αναγκαίες θεσμικές αλλαγές που απαιτούνται και φυσικά, σε αυτή τη φάση, δεν μπορεί να ελπίζει στη γερμανική υποστήριξη.
Επίσης, δεν θα πρέπει να υποτιμάμε και το πραγματικό εσωτερικό πρόβλημα του Μακρόν που έχει να αντιμετωπίσει μια κοινωνία ολοένα και πιο εχθρική απέναντι στις πολιτικές του.
- Πιτ Χέγκσεθ: Λατινικές φράσεις, ελληνικά γράμματα και όπλα – Τα τατουάζ του νέου υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ
- Πούτιν σε Σολτς: Οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τη νέα εδαφική πραγματικότητα
- Βεζένκοφ για την αποχώρησή του για το NBA: «Το χρωστούσα στον εαυτό μου, έκλαιγα σε όλη τη διαδρομή» (vid)
- Γιάννης Μετζικώφ: 140 αδημοσίευτα έργα του σπουδαίου καλλιτέχνη μόνο για το βλέμμα μας
- Ευφορία στην αγορά crypto λόγω Τραμπ – Ξεπέρασε τα 3 τρισ. δολάρια η κεφαλαιοποίηση
- Ελλείψεις εργατικού δυναμικού: Η διαπραγματευτική δύναμη πίσω στους εργαζόμενους;