Η Δύση και η Τουρκία
Η Ελλάδα, απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό, αντέδρασε ενισχύοντας την αποτρεπτική της ισχύ, σύναψε διμερείς και τριμερείς συμμαχίες και ενεργοποιήθηκε διπλωματικά στους διεθνείς θεσμούς.
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Ο Τραμπ διορίζει τον παραγωγό του «Apprentice», ως ειδικό απεσταλμένο στη Μεγάλη Βρετανία
Βρισκόμαστε σε μια ακροσφαλή ιστορική περίοδο μεγάλων αλλαγών σε πλανητικό επίπεδο. Εχουμε επιστρέψει σε ένα κρατοκεντρικό περιβάλλον ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων με αλλαγές στη διεθνή κατανομή της ισχύος. Αυτές οι συστημικές αλλαγές συνυπάρχουν διαλεκτικά με τις σαρωτικές δομικές αλλαγές της τεχνολογικής επανάστασης, των οικονομικών και ενεργειακών κρίσεων, των μεταναστευτικών ρευμάτων, της κλιματικής αλλαγής.
Είμαστε σε μια μεσοπερίοδο της ιστορίας, όπου oι παραδοχές του χθες δεν ισχύουν πια. Για μικρά κράτη-έθνη, όπως η Ελλάδα, αυτές οι μεταβατικές περίοδοι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες.
Η χώρα μας αντιμετωπίζει την κλιμακούμενη απειλή της Τουρκίας. Η Τουρκία χαρακτηρίζεται αυτήν την εποχή από μια «υπερχείλιση γεωπολιτικού δυναμικού». Επιδιώκει επέκταση και διεξόδους σε ευρύτερους χώρους. Δεν κανοναρχείται, πλέον, ούτε από τις ορίζουσες ούτε και από τους περιορισμούς του διπολισμού του Ψυχρού Πολέμου ή του μεταψυχροπολεμικού αμερικανικού μονοπολισμού. Αντίθετα, σε ένα πολυπολικό περιβάλλον μεγάλων δυνάμεων αυτοπροσδιορίζεται ως μια μεγάλη δύναμη του συστήματος. Θεωρεί ότι μπορεί να συνομιλεί επί ίσοις όροις με τη Ρωσία, την Αμερική, την Κίνα. Η ευρωπαϊκή της προοπτική έχει προ πολλού ενταφιαστεί. Συμβαδίζει με τη Δύση μόνο επιλεκτικά, όταν συμπίπτουν τα συμφέροντά της.
Το πρόβλημα γίνεται οξύτερο στη δική μας περίπτωση. Πρώτον, γιατί είμαστε οι κύριοι αποδέκτες του τουρκικού επεκτατισμού. Δεύτερον, γιατί πέραν από δηλώσεις συμπάθειας, η Δύση, κατ’ ουσίαν τηρεί πολιτική ίσων αποστάσεων. Τρίτον, γιατί εναποθέτουμε τις ελπίδες μας σε μια δικαιοταξία που υποχωρεί.
Η Τουρκία, με συνέπεια και μεθοδικότητα, κλιμάκωσε τις διεκδικήσεις της από το 1974 μέχρι σήμερα. Και σήμερα, επιδιώκει συνολική αναθεώρηση του status quo στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Θεωρεί ότι οι συνθήκες της επιτρέπουν να κεφαλαιοποιήσει τις διεκδικήσεις της. Γιατί η επιστροφή σε ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα, η ανοχή στην προβολή ισχύος και χρήση βίας και η δική μας αδυναμία τής επιτρέπουν να προχωρήσει.
Οι νεοοθωμανικές φιλοδοξίες του Ερντογάν έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό με το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αποσταθεροποιούν την περιοχή και αντιτίθενται στα δυτικά συμφέροντα.
Απέναντι σε αυτήν την Τουρκία η Δύση έχει «στρατηγική αμηχανία». Υπάρχει η γενικευμένη αντίληψη για την αναξιοπιστία της Τουρκίας, την απομάκρυνση και την απόκλιση των συμφερόντων της, πλέον, με τη Δύση. Δεν υπάρχει, όμως, στρατηγική επανατοποθέτηση της Δύσης απέναντι στη νέα Τουρκία. Η Δύση είτε κατευνάζει τον Ερντογάν, όπως έκαναν ο Τραμπ και η Μέρκελ, είτε προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Η λογική είναι να μη χαθεί πλήρως και οριστικά η Τουρκία για τη Δύση. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Η Γαλλία αντέδρασε αποφασιστικά στην τουρκική προβολή ηγεμονικών αξιώσεων στον ζωτικό της χώρο της Μεσογείου και της Βορείου Αφρικής. Το βαθύ κατεστημένο της Αμερικής διεύρυνε τη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη χώρα μας, δημιουργώντας συνθήκες ενδεχόμενης αναδίπλωσης από την Τουρκία στη χώρα μας.
Η Ελλάδα, απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό, αντέδρασε ενισχύοντας την αποτρεπτική της ισχύ, σύναψε διμερείς και τριμερείς συμμαχίες και ενεργοποιήθηκε διπλωματικά στους διεθνείς θεσμούς.
Η πρόκληση, όμως, για την ελληνική διπλωματία είναι να πείσει εταίρους και συμμάχους ότι η τουρκική προβολή ηγεμονικών επιδιώξεων δεν απειλεί μόνον τα συμφέροντα της Ελλάδας αλλά, όπως στο Ουκρανικό, κυρίως τα δυτικά συμφέροντα. Και ότι η πολιτική της Δύσης δεν μπορεί να εξαντλείται στην πυροσβεστική παραίνεση της αποκλιμάκωσης της έντασης και της έναρξης διαλόγου. Πρώτον, γιατί διάλογος δεν μπορεί να υπάρξει πάνω σε παράνομες διεκδικήσεις της Τουρκίας. Καμία ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να συζητήσει κυριαρχικά της δικαιώματα. Και δεύτερον, γιατί τα ζητήματα πλέον υπερβαίνουν την αντιπαράθεση Ελλάδας – Τουρκίας. Η μεγάλη πρόκληση της ελληνικής διπλωματίας είναι να πείσει εταίρους και συμμάχους ότι, με ή χωρίς τον Ερντογάν, η Τουρκία έχει πλέον μετατραπεί από κράτος-κλειδί (pivotal state) για τη Δύση, σε κράτος-ταραξία. Αυτό σημαίανει ότι η Δύση χρειάζεται συνολικό επανακαθορισμό της στρατηγικής της απέναντι στην Τουρκία.
Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, διευθυντής του Ιδρύματος «Κωνσταντίνος Καραμανλής», πρώην υπουργός.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις