«Οι λογαριασμοί μας με τους ρόλους δεν κλείνουν ποτέ»
Η ηθοποιός, Πέμη Ζούνη, μιλάει για τα πρώτα της βήματα στη σκηνή, τους δασκάλους και τους μαθητές της, και εξηγεί γιατί το θέατρο δεν θα υποκατασταθεί ποτέ από άλλο μέσο
Αν είναι συγκινητική η ιστορία του θεάτρου, είναι γιατί δημιουργεί μια τόσο ισχυρή μυθολογία ώστε είτε πρόκειται για τους ηθοποιούς της επιθεώρησης Μπέτυ Μοσχονά, Χάρη Παρασυράκη, Λάμπρο Ζούνη είτε για την τραγωδό Ασπασία Παπαθανασίου να σου προκαλείται η ίδια ευφορία. Ακριβώς γιατί η ανάμνησή τους μαλακώνει το πέρασμα του χρόνου και γεφυρώνει μ’ έναν ανακουφιστικό τρόπο την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό που υπήρξε κανείς και σ’ αυτό που στο μεταξύ έχει γίνει. Χωρίς να εξισώνονται οι διαφορές ανάμεσα στο «Βίρα τις άγκυρες» και τον «Οθέλλο», αισθάνεσαι τον χρόνο να αποκτά ένα νόημα, με όσο νόημα τουλάχιστον τον προικίζει μια περιπέτεια εσωτερικής υφής. Με το πλεονέκτημα μια παράσταση ιδωμένη πριν από 30 ή 40 χρόνια να την αισθάνεσαι να σε φέρνει πολύ πιο κοντά με τον άνθρωπο που συζητώντας μαζί του μαθαίνεις ότι παρακολουθώντας την είχατε στον ίδιο βαθμό συγκινηθεί.
Δεν υπάρχει δημιουργός που να μην πιστώνει ή να μη χρεώνει σε μεγάλο ή μικρό βαθμό το οικογενειακό του περιβάλλον με την απόφασή του ή την επιλογή του ν’ ασχοληθεί με την τέχνη, αφού, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, κανείς γονιός δεν θα πει στο παιδί του να γίνει ποιητής, μουσικός, ζωγράφος, σκηνοθέτης ή ηθοποιός, αν και ως προς τον τελευταίο, τα πρόσφατα χρόνια, έχουν αλλάξει κάπως τα πράγματα. «Συνηθίζω να λέω, λόγω του πατέρα μου, του Λάμπρου Ζούνη, πως το καλλιτεχνικό υπήρξε το φυσικό μου περιβάλλον, μέσα του συνειδητοποίησα τον εαυτό μου», μας λέει η Πέμη Ζούνη. «Δεν το μυθοποίησα ποτέ, το θεωρούσα απολύτως φυσιολογικό να βρίσκομαι σε πρόβες, να βλέπω επιθεωρήσεις και βαριετέ, να ζω στα καμαρίνια, να κρίνω τα ρούχα κυρίως των χορευτριών που ήταν πιο φαντεζί (αν και ήμουν πέντε χρόνων, από τότε δηλαδή που αρχίζουμε να έχουμε μνήμες), να βλέπω τα κορίτσια – λάστιχο και να χαζεύω την ορχήστρα. Ακόμη θυμάμαι το ντούκου ντούκου των τρένων, όταν οι γονείς μου πήγαιναν περιοδεία και μ’ έπαιρναν μαζί τους, ή να παίζουν με τους συναδέλφους τους χαρτιά. Οπως επίσης θυμάμαι πολύ έντονα την πολιτική σάτιρα που γινόταν με τα οκτάστιχα, με τον Μακάριο και την ΕΟΚΑ να «παίζουν» πολύ λόγω επικαιρότητας. Διάβασα πρόσφατα μια ψυχοθεραπεύτρια που έγραφε για «προεπιλεγμένη διάθεση», αυτό δηλαδή που σχηματίζεται πριν καν συνειδητοποιήσεις και σκεφτείς να επιλέξεις. Επιμένω πως το θέατρο δεν υπήρξε για μένα ποτέ ο μύθος των φώτων και της διασημότητας, ήταν μια δουλειά όπως όλες οι άλλες. Το λογαριάζω ως μια πολύ ουσιαστική προϋπόθεση αφού παύει να μετράει το αν σε ξέρουν ή όχι οι άλλοι, αλλά και δεν το επιδιώκεις».
Το σίριαλ του Δαλιανίδη
Θα σκεφτόταν κανείς πως ένα παιδί που μεγαλώνει στα παρασκήνια των θεάτρων – όπως έχει συμβεί συχνά, για παράδειγμα, σε πολύ παλιά χρόνια με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και σε μεταγενέστερα με τον Γιώργο Κωνσταντίνου – ως παιδί θα είχε «περάσει» στη σκηνή με πρωτοβουλία βέβαια των γονιών του. Κάθε άλλο από ό,τι συνέβη με τη σημερινή φιλοξενούμενή μας. «Θυμάμαι, όταν τελείωνα τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όλους τους συμμαθητές μου που έσπευσαν να δώσουν το βιογραφικό τους σε παραγωγούς. Την ίδια εποχή είχε κυκλοφορήσει η είδηση ότι ο Γιάννης Δαλιανίδης ετοιμάζει ένα σίριαλ με νέους, αλλά, αν και φίλος με τη μαμά μου και τον μπαμπά μου, σε όποιον μου έλεγε να ζητήσω να συμμετάσχω απαντούσα πως «δεν θέλω να κάνω τηλεόραση, θέλω να κάνω θέατρο». Εκείνη λοιπόν την ευλογημένη χρονιά, χωρίς καμιά αγωνία ή να έχω απευθυνθεί οπουδήποτε κι αποφασισμένη να κάνω ιδιαίτερα μαθήματα για να ζήσω, μου έγινε ένα τηλεφώνημα, ήταν ο κύριος Τάκης, γραμματέας της σχολής του Εθνικού. «Ζούνη, εσύ δεν θα πας στην audition που κάνει ο Ευαγγελάτος για το Εθνικό; Θα πάνε όλοι». Πηγαίνω στον Ευαγγελάτο, χωρίς να ξέρω τι ζητάει, και μου δίνει τη Δυσδεμόνα στον «Οθέλλο». Φαντάζομαι πως τα πράγματα πήγαν τόσο καλά ή η τύχη λειτούργησε τόσο αποτελεσματικά γιατί δεν είχα μυθοποιήσει ποτέ μέσα μου τον χώρο. Βέβαια, σήμερα το γεγονός ότι η Μάγια Μελάγια, ένας πραγματικός μύθος (φτάνει να θυμηθούμε το περιστατικό με τον αστυνομικό και την Κατίνα Παξινού), μ’ έπαιρνε στα γόνατά της ή το γεγονός ότι έχω γνωρίσει μεγάλους τραγουδιστές στο ξεκίνημά τους, όλα αυτά μου φαίνονται τόσο απίστευτα ώστε αναρωτιέμαι αν πραγματικά τα έχω ζήσει».
Επειδή, όπως το έχουμε ξαναγράψει, αν και είναι κοινό μυστικό, στην τέχνη ή οπουδήποτε αλλού, είτε τσαγκάρης θέλει να γίνει κανείς είτε αστροφυσικός, δεν υπάρχει παρθενογένεση, αναπόφευκτα η συζήτηση μ’ έναν καλλιτέχνη δεν μπορεί παρά να περιλάβει μέσα της μια σύντομη ή εκτεταμένη αναφορά στους δασκάλους του. «Αναμφισβήτητα ο Στέλιος Βόκοβιτς, στη σχολή, ήταν πολύ μοντέρνος δάσκαλος. Δάσκαλος επίσης, αλλά χωρίς να το ξέρει, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, μεγάλη μορφή, παρατηρώντας τον μάθαινες πράγματα που δεν θα ήταν δυνατόν να τα έχεις διδαχθεί σε καμία σχολή. Ο Μίνως Βολανάκης, σκηνοθέτης που σου άνοιγε δρόμους πέρα από το συγκεκριμένο έργο που ανεβαζόταν την κάθε φορά. Ή ο Σταμάτης Φασουλής που μου αποκάλυψε κώδικες ακριβούς, όπως δεν προλαβαίνει να σου μάθει καμία σχολή. Σαράντα χρόνια στο θέατρο, τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Ανεπανάληπτες συνεργασίες με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, τον Γιώργο Κουρουπό, τον Βασίλη Παπαβασιλείου, μεγάλος δάσκαλος για μένα, δεν ήταν μόνο ο τρόπος που ανέλυε τον Μαριβό, ήταν ο τρόπος που σ’ έμπαζε στο μυστήριο της ζωής και του θεάτρου. Συνειδητοποιώ πόσα ταξίδια έχω κάνει εξαιτίας τους και τρέμω στην ιδέα ότι θα ήταν δυνατόν να ξεχάσω. Για παράδειγμα, όταν συνεργαζόμουν με την Τζένη Καρέζη (είχαμε μια ιδιαίτερη σχέση κι έχω φάει στραπατσάδα στο Πήλιο φτιαγμένη από τα χεράκια της) και τον Ρόμπερτ Στούρουα, είχα την τύχη να έχω συνυπάρξει στο ίδιο δείπνο με τον Σμουκτονόφσκι. Ή κάποια μεσημέρια με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιάννη Κοντό και άλλους αγαπημένους φίλους στον Μαγεμένο Αυλό ή στο Ιντεάλ. Θα πρέπει να ήταν πριν γίνω ηθοποιός που είχα την τύχη να συναντηθούν οι δρόμοι μας και να κάνουμε παρέα με τον Νίκο Κούνδουρο. Τελείωνα τη Φιλοσοφική Σχολή και τον βοηθούσα σε σχέση με κείμενα που έγραφε για τις εφημερίδες».
«Υπήρξα πολύ τυχερή»
Οσο εφήμερη κι αν λογαριάζεται η τέχνη του θεάτρου, άλλο τόσο διαχρονική τη συνειδητοποιεί ένας ηθοποιός, αφού περισσότερο τον αφορούν πάντα, σε σχέση με όσα κάνει, οι ρόλοι που ονειρεύεται για το μέλλον. «Από μια έμφυτη άμυνα μη τυχόν και διαψευστώ, απέφευγα πάντα να φαντάζομαι ή να περιμένω κάτι, φυλαγόμουν. Μια φορά τόλμησα να ονειρευτώ, τη «Λούλου», και παίχτηκε την εποχή ακριβώς που την ονειρευόμουν. Οπως μάλιστα υπήρξα πολύ τυχερή – μου προτείνονταν πάντα όχι απλώς ενδιαφέροντες ρόλοι αλλά ρόλοι ζηλευτοί -, δεν ένιωθα την ανάγκη να ονειρεύομαι τους υπέροχους γυναικείους ρόλους σύμφωνα με την εκάστοτε ηλικία μου. Θυμάμαι που είχα παίξει τη Στέλλα στο «Λεωφορείον ο Πόθος» κι ένιωθα πανευτυχής με την ιδέα ότι θα ξαναγύριζα κάποια στιγμή στον ρόλο αυτό γιατί οι λογαριασμοί μας με τους ρόλους δεν κλείνουν ποτέ. Ηταν τότε ακριβώς που μου τηλεφώνησε ο Νικήτας Τσακίρογλου, ο οποίος ήταν διευθυντής στο ΚΘΒΕ, και μου πρότεινε να παίξω στο ίδιο έργο αλλά τον ρόλο της Μπλανς. Αιφνιδιάστηκα βέβαια, αλλά προτιμώ να αιφνιδιάζομαι παρά να ονειρεύομαι. Παραμένω πάντα ανοιχτή, αν και θεωρητικά μόνο στενεύουν τα περιθώρια, αφού όποια ηλικία κι αν έχει κανείς το παγκόσμιο ρεπερτόριο παραμένει εξαιρετικά πλούσιο. Αναρωτιέμαι όμως πώς, αν και έχω παίξει Σαίξπηρ και Τενεσί Ουίλιαμς, δεν έχω παίξει Τσέχοφ που τον λατρεύω. Από μια περίεργη μετριοφροσύνη, δεν είμαι ο άνθρωπος που κυνηγάει, αν και θα μπορούσα να το ζητήσω από έναν παραγωγό. Αλλά δεν το έχω κάνει ποτέ».
Μόνο ως μη αναθεωρητική δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς την εποχή μας κι αφού αυτή η «αναθεώρηση» αφορά όλα, δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί το θέατρο. Οσο κι αν το θέατρο, ως σήμερα τουλάχιστον, παρουσιάζεται βράχος ακλόνητος σε σχέση με άλλες τέχνες που το Διαδίκτυο έχει σοβαρά βλάψει, τουλάχιστον όσον αφορά τη σχέση των ανθρώπων μαζί τους, ενδέχεται να διατρέχει μελλοντικά έναν οποιονδήποτε κίνδυνο; «Ποτέ και με τίποτε, είμαι κάθετη. Αυτού του είδους την τέχνη, με τη ζωντανή επικοινωνία που προϋποθέτει, μ’ αυτή τη «συνενοχή», όπως τη λέμε, ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν πρόκειται να την υποκαταστήσει κανένα άλλο μέσον. Είναι κάτι που αποδεικνύεται συνεχώς, από τότε που φοβόμασταν ότι λόγω τηλεόρασης το θέατρο θα δοκιμαστεί. Το ίδιο ισχύει, πιστεύω, και για τη μουσική. Αλλο να βλέπεις και ν’ ακούς τον Λεωνίδα Καβάκο στο Μέγαρο Μουσικής, όπου είχα την αίσθηση ότι είχε υψωθεί πέντε με δέκα πόντους πάνω από το πάτωμα της σκηνής, κι άλλο ν’ ακούς μια φοβερή εκτέλεσή του στο σπίτι σου, από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση. Αλλωστε, αν υπήρχε τρόπος να υποκατασταθεί το θέατρο, θα είχε συμβεί μέσα στα χιλιάδες χρόνια που υπάρχει».
Μπορεί να μοιάζει αναπόφευκτο πια όταν συζητάς μ’ έναν καλλιτέχνη, και ηθοποιό ιδιαίτερα, ν’ αναφερθείτε σ’ όλη αυτή την αναταραχή που έχει προκληθεί τα δυόμισι τελευταία χρόνια σε σχέση με το περιλάλητο MeToo. Δεν παύει όμως το ζητούμενο να παραμένει η οπτική γωνία ώστε η σοβαρότητα ή η ευτέλεια της τελευταίας να νομιμοποιεί ή όχι οποιαδήποτε αναφορά ή έστω και απλή νύξη στην υπόθεση αυτή. «Συμπεριφερόμαστε σαν να ανακαλύψαμε την Αμερική, αλλά είναι θέμα προσωπικών αξιών. Οταν οτιδήποτε αποκτά τόσο εύρος και η «στράτευση» γίνεται απλώς για τη «στράτευση», τότε κινδυνεύουμε να μη μας ενδιαφέρει η ουσία του αλλά τα διακοσμητικά του στοιχεία, που όσο πιο εντυπωσιακό παραμένει το ίδιο και εξωτερικά, τόσο πιο συναρπαστικά γίνονται τα στοιχεία αυτά. Θα ‘λεγες πως είναι η κλειδαρότρυπα που ενδιαφέρει κι όχι η διαχείριση με σεβασμό μιας τόσο σοβαρής υπόθεσης. Στενοχωριέμαι να πηγαίνω σε μια πρεμιέρα και με μια κάμερα στο τέλος να μου ζητάνε να μιλήσω όχι για το έργο που είδα αλλά για ένα σκάνδαλο. Δεν γίνεται να θέλεις να αναδείξεις ένα θέμα και να το κάνεις μ’ έναν τόσο ευτελή χειρισμό, να μην το σέβεσαι».
Εσωτερική γλυπτική
Οσο κι αν δεν είναι άμεσα εξομολογητικές, ανήκουν στην περιοχή τους οι παρατηρήσεις που έχει πάντα να κάνει ένας δάσκαλος σε σχέση με τους μαθητές του. Κι είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της σταδιοδρομίας ενός ηθοποιού το να επιδιώκει να μεταφέρει στη σκηνή μερικά έστω σε σχέση με όσα συνιστούν μέρος της διδασκαλίας του. «Εχω μια ενδεχομένως υπερβολική εμμονή. Να ζεσταίνω την αγάπη τους για τη γλώσσα. Το πώς μιλάμε είναι κάτι που έχει δοκιμαστεί πολύ τις τελευταίες δεκαετίες. Επειδή πρόκειται για ένα βασικό, το βασικότερο, εργαλείο, προσπαθώ μ’ έναν κάθε άλλο παρά διδακτικό τρόπο να τους κάνω να αγαπήσουν τη γλώσσα μας. Να καταλάβουν πως συνειδητοποιώντας τις επιλογές τους όλοι οι δρόμοι ανοίγονται μπροστά τους. Να απενοχοποιηθούν σε σχέση μ’ αυτά που κατά βάθος θέλουν. Αν κάτι μετράει τελικά, δεν είναι αν «τα λέμε» στη σκηνή, αυτό έτσι ή αλλιώς θα συμβεί κάποια στιγμή, είναι η φροντίδα που χρειάζεται η προσωπικότητά μας προκειμένου να εξελιχθεί. Με λίγα λόγια, τους προτρέπω να κάνουν λίγη εσωτερική γλυπτική».
Οπως κάθε άνθρωπος έχει μια σχέση με τον θάνατο, ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και μ’ έναν ηθοποιό, με τη σχέση όμως αυτή να γίνεται στην περίπτωσή του κάπως ιδιαίτερη καθώς αυτό που κάνει ένας ηθοποιός στο θέατρο το βλέπει να πεθαίνει καθημερινά. «Θα έλεγα πως πρόκειται για μια σχέση που εξελίσσεται «ικανοποιητικά». Ξεκίνησε με άρνηση και θυμό, αλλά μεγαλώνοντας μαθαίνεις να είσαι λίγο πιο γενναίος. Η συνειδητότητα αυξάνει την ανάγκη τού να είσαι γενναίος, είναι ζήτημα αξιοπρέπειας. Αν ήταν στο χέρι μας να επιλέξουμε, σίγουρα κάτι άλλο θ’ αποφασίζαμε. Οταν έγινα μητέρα, μαλάκωσε κάπως το πράγμα, άρχισα να φοβάμαι λιγότερο τον θάνατο. Η μόνη μου έγνοια τώρα είναι να μη ζήσω δυσβάσταχτες απώλειες, καλύτερα να φύγω η ίδια. Επειδή η διαδρομή μου σε σχέση με τον θάνατο θεωρώ πως είναι η σωστή, έχω αρχίσει να συμφιλιώνομαι με την ιδέα του».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις